Further tags

Εκτός από τις σημασίες που εδόθησαν εδώ, επισημαίνω ακόμη δυο:

1) Η υποχρεωτική εργασία εκπαιδευτικού της πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης σε απομεμακρυσμένο χωριό προς εξυπηρέτηση και της επαρχίας, τρόπον τινά.

Συνήθως το συγκεκριμένο αγροτικό κρατά μια σχολική χρονιά.

2) Το ροζ τσιγαρόχαρτο.

Παρείχετο δωρεάν στους αγρότες καπνοπαραγωγούς και δεν είχε κόλλα, όπως αυτά του εμπορίου, με αποτέλεσμα (για να μην ξεκολλάει) να πρέπει να το δαγκώνουν κατά μήκος της πλευράς που επρόκειτο να κολληθεί, με μικρές και συστηματικές δαγκωνιές, έτσι ώστε να γίνει η πλευρά αυτή πιο ανώμαλη.

Ο δεύτερος τρόπος ήταν να έχει φάει ο σαλιωτής κάνα υποβρύχιο λίγο πριν στρίψει το τσιγάρο. Λέγεται, και δεν είμαι σίγουρος για την εγκυρότητα της πληροφορίας, ότι το χρώμα του τσιγαρόχαρτου ήταν το ροζ για να μην μπορούν οι αγρότες να τα μεταπωλήσουν στην αγορά.

  1. - Διορίστηκες μωρή κουφάλα έμαθα. Άντε και καλή αρχή!
    - Ναι καλά, έχω πρώτα αγροτικό στο Γαϊδουρονήσι. Τα γαϊδούρια εκεί με στείλανε.

  2. - Κοίτα ρε Θανάση, τώρα που βρήκα λίγο αλβανό ξεμείναμε από χαρτάκια, την Παναχαϊκή μου μέσα!
    - Κάτσε ρε, έχω 'γώ κάτι αγροτικά από το γέρο μου.
    - Αρχίδια γάρο θα κάνουμε ρε μαλάκα. Άσε που θα βρωμάει, θα ξεκολλάει κιόλας.

(από perkins, 20/06/10)(από perkins, 20/06/10)(από perkins, 20/06/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κρεμαντζόλι - κρεματζόλι: Οποιοδήποτε αντικείμενο ακαθορίστου προελεύσεως, χρησιμότητας, σημασίας, λειτουργικότητας και σκοπού ύπαρξης (ή γενικά κάτι που εγώ δεν γνωρίζω τι είναι), το οποίο έχει χαρακτηριστικά κάθετη φορά (κοινώς κρέμεται) και υφίσταται συνήθως στο σώμα κάποιου-ας σαν αξεσουάρ και καλά, στην ένδυση του-ης ή οπουδήποτε αλλού.

Βλέπει η γιαγιά του Μιχάλη τον εγγονό της να φοράει hands-free: «Τι 'ναι παιδάκι μ' αυτό το κρεμαντζόλι στο κεφάλι σου;»

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ζευγάρι αθλητικών υποδημάτων που δίδεται στους νεοσύλλεκτους του στρατού ξηράς την 1η ημέρα της κατάταξης, μαζί με τον υπόλοιπο εξοπλισμό.

Η προέλευση της λέξης γιωτέξ είναι από το αγγλικό λήμμα sportex ή sport-x και απαντά μόνο σε πληθυντικό αριθμό.
Χρησιμοποιούνται κυρίως από τους γιωτάδες ή γιωτόμπαλα και λιγότερο - κυρίως τις πρώτες μέρες - από φαντάρους που τους έχουν «χτυπήσει» οι αρβύλες. Παλαιότερα τα γιωτέξ ήταν χρώματος λευκού με μπλε σόλα. Τώρα πια διατίθενται σε διάφορα χρώματα.

- Ρε γιωτά, πάλι με τα γιωτέξ κυκλοφορείς! Βάλε και καμιά αρβύλα...

ζιτα ελλας ηταν τα Γιωτεξ.... (από perkins, 23/06/10)τα Γιωτεξ μετά απο  ΣΩ.ΒΕ. (από perkins, 23/06/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τα λευκά εσώρουχα, μάρκας κυρίως μινέρβα. Ο χαρακτηρισμός προέρχεται από την παρατήρηση ότι η παραμικρή απροσεξία γίνεται εύκολα αντιληπτή από οποιονδήποτε έχει την ατυχία να δει τον φέροντα χωρίς παντελόνι.

Ο αδερφός μου μου καβατζώνει όλα τα καλά εσώρουχα και στο τέλος μένω μόνο με τους κουραδορουφιάνους.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Βλεννώδες / κολλώδες έκκριμα υψηλής συγκέντρωσης (αυτό που λέμε «κομμάτι»), χρώματος υποκίτρινου έως χαλκοπράσινου, αναμεμειγμένο με σίελο και προερχόμενο κυρίως εκ της ρινικής κοιλότητος κι εξερχομένο εκ της στοματικής, σε διάμετρο προσομοιάζουσα το πάλαι ποτέ ισχύον ελληνικό νόμισμα (θα έλεγα όχι αυτό το κούτσικο των τελευταίων δεκαετιών προ αντικαταστάσεως της Δραχμής εκ του Ευρώ, μεταπολιτευτικής κυκλοφορίας, απεικονίζον τον Αριστοτέλη, αλλ' αυτό το χορταστικού μεγέθους με τον τέως βασιλιά Παύλο που είχε προηγηθεί).

Κατά περίπτωση, εμπλουτίζεται με ανάλογο υλικό προερχόμενο εκ του φάρυγγος.

Συνώνυμα: ταληράκι, ροχάλα, χλέπα, χλεμπόνα κ.α.

Του έφτυσε ένα τάληρο κατάμουτρα, που ήθελε γυαλόχαρτο να φύγει.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μπιχλιμπίδια, πραματάκια, σκατολοΐδια, στολιδάκια και γενικώς διακοσμητικά κρεματζόλια που προσαρτούνται σε κινητά, αρμαθιές κλειδιών, αλυσίδες χεριών και λαιμού, αυτιά και λοιπά (καθώς στα μήδια του παρόντος).

Στα χωριά ορισμένων από μας μπορεί να ακούσετε ως συνώνυμο και τον όρο τσαρμζ. Στα χωριά των υπoλοίπων παίζεται η λέξη να προέρχεται από το λειρί που είναι το βασικό στολίδι του κόκκορα (παράδειγμα 3). Ή, που λέει και ο καθυστερημένος λόγος, από το λιλί - τσουτσούνι στα Ποντιακά.

Κάθε επίδοξη φασιονίστα έχει ένα τουλάχιστον λιλί να κρέμεται από το κινητό και κάθε σωστή λατέρνα έχει δεκάδες λιλιά να κρέμονται από παντού.

- Καινούρια συσκευή; Να δω!
- Σιγά ρε, μη το τραβάς έτσι, θα τα κόψεις τα λιλιά του!
- ...Α μωρέ μαλάκα δεν σου είπα με τα σάμψουνγκ δεν μπορείς να γράψεις sms της προκοπής, ας πρόσεχες ... καλά ρε, τι είναι αυτά που του 'χεις κρεμάσει, τώρα τα πρόσεξα...;
- Σβαρόφσκυ άσχετη.
- Κι εγώ σ' αγαπάω. Βάλτου κι ένα «μπαμπά μην τρέχεις».
- Ομιτζί και τρία λολ.

Εδώ: Τα απογεύματα στην Πάρο συνήθως μ' αρέσει να κάνω σουλάτσο στα στενάκια της Παροικιάς να χαζεύω λιλιά και άλλες ομορφιές, να κλέψω καμμιά ιδέα γιά να φτιάξω καμμιά καλλιτεχνία, μα κυρίως ν' απολαύσω την αίσθηση της.

Εδώ: Από κοντά στις κοτούλες, τριγυρίζανε πάντα αλαζονικά, σαν «προστάτες» και σαν «άρχοντες» κι ένα-δυο πετεινάρια. Με τα «λιλιά» τους, τα «σπιρούνια» τους και τα πλουμιστά φτερά, επέβαλλαν την παρουσία τους επιδεικτικά και παραβγαίνανε σε λαρυγγισμούς και κικιρίκου ο ένας τον άλλον, απ'; τα χαράματα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μόμπιλομόμπιλε) - πληθυντικός: τα μόμπιλα ή τα μόμπιλο (ως ξενικό άκλιτο). Προφ είναι σχετικό με το αγγλικό mobility (κινητικότητα) και αφορά κάτι που κουνιέται: πρόκειται για εντυπωσιακά κρεματζόλια που αποτελούνται από διάφορες φιγούρες και λιλιά που κρέμονται από κλωστές, σπάγκους κ.λπ. και τοποθετούνται συνήθως στο ταβάνι ή γενικώς ψηλά για να κινούνται άνετα και να φαίνονται τι ωραία που είναι.

Η λέξη είναι γνωστή στις μαμάδες γιατί τα μόμπιλα είναι δημοφιλή δωράκια για μωρά (μήδια 1, 2). Το νεογέννητο γουστάρει τρελά την προβλεψιμότητα των γεγονότων γιατί νιώθει ασφαλές στον άγνωστο κόσμο εκτός μήτρας, όπου όλα είναι νέα και φοβιστικά. Σο, άμα του κρεμάσεις ένα έντονα χρωματιστό μόμπιλο κατά προτίμηση με επιπρόσθετη μηχανική κίνηση γύρω γύρω, άντε άμα παίζει και μουσικές τόσο το καλύτερο, καρφώνεται ο μπέμπης κι αποχαυνώνεται και, λαμβάνοντας οπτικοακουστικές παραστάσεις, πέφτει τέζα για ύπνο. Έτσι ξεκινάει ο δρόμος στη ζωή με χρώματα και μουσικές. Τα παιγνίδια αυτά τα ήξερα αλλά δεν ήξερα το σλανγκρ για να μάθω πώς τα έλεγαν - εσείς όμως τώρα ξέρετε.

Για μεγάλους έχει μόμπιλα με όμορφες φιγούρες, χορευτριούλες, καραβάκια, αεροπλανάκια, να π.χ. μήδι 3.

Τα γκλιν γκλιν είναι κι αυτά μόμπιλα για μεγάλους, αρέσουν όμως και στις γατούλες.

Κι άλλοι απορούσαν, τι δρόμοι ανοίχτηκαν πια με αυτό το λήμμα: Πώς λέγεται στα Ελληνικά αυτό το σκατουλάκι που κρεμάμε στο δοκάρι της πόρτας ή στο ταβάνι και κουνιέται πέρα-δώθε και μας χαλαρώνει (το ξέρω μόμπιλε αλλά κάτι πιο δόκιμο θέλω). [σ.ς. Άμα βρείτε κάτι πιο δόκιμο πέτε μου να βάλω λυνξ]

Ορίστε κι άλλο:
Οι ανοιξιάτικες βροχές βοηθάνε τα λουλούδια να μεγαλώσουν και να μοσχοβολάει όλη η πλάση! Αυτό το χαριτωμένο μόμπιλο τα λέει όλα με τον ήλιο να βγαίνει μέσα από τα σύννεφα και τις στάλες της βροχής να πέφτουν να ποτίσουν τα λουλούδια! (μήδι 2)

-Αχ πόσες φορές έχω κάνει ευχές για σένα ρε Χρύσα με αυτό το μόμπιλο που πήρες στο μωρό... -Σώπα ρε συ, σιγά το δώρο, αν δεν είχα το δάνειο θα του 'χα φέρει κανα χρυσό, επιφυλάσσομαι στο είπα.
-Ρε τι λες, αυτό καλύτερο από χρυσό, είμαι ρετάλι όλη μέρα να με τρέχει ουά ουά, το κάνω μπανάκι, το βάζω στην κούνια με το μόμπιλο και ξεραίνεται λες και το βάρεσες με σφυρί στο κεφάλι, ζωή να 'χει το πουλάκι μου. Και βρίσκω πέντε λεπτά να κάνω ένα ντουσάκι πριν πέσω και εγώ νεκρή, την ευχή της μάνας να 'χεις κορίτσι!

Τι \'ναι αυτά; Μανιτάρια μαγικά. (από Galadriel, 25/06/10)Και για μεγάλους άμα λάχει να \'ουμ\'. (από Galadriel, 25/06/10)(από dryhammer, 15/05/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ή «ούτε για συνδετήρες».

Απαξιωτική έκφραση για οποιοδήποτε παλιό ή / και άχρηστο μεταλλικό αντικείμενο, αλλά χρησιμοποιείται ιδίως για πλοίο ή αυτοκίνητο, με την σημασία ότι είναι τόσο ακατάλληλο λόγω φθοράς, ώστε δεν αξίζει ούτε να πουληθεί για παλιοσίδερα, να λιώσει και να ξαναχυθεί για να κατασκευαστούν έστω και τα πιο ευτελή μεταλλικά εξαρτήματα.

Τα πολεμικά πλοία καταλήγουν στα ο.π.π., τα εμπορικά σαπίζουν στο ντόκο μαζί μ’ ένα βατσιμάνη (μην κλαπεί κανένα όργανο ή καμιά μπαρούμα = τα μόνα που αξίζουν κάτι) και τα αυτοκίνητα μετά από ένα γερό τράκο, αφού καμία ασφαλιστική δεν πληρώνει την επισκευή, αλλά την εκτιμώμενη αξία (λόγω ολοκληρωτικής καταστροφής), στη συνέχεια παραδίδονται με πρωτόκολλο σε μάντρες για σκραπ.

Σχετικά: Σακαράκα, κάρο, καρούλι, ψαροκασέλα, παντόφολα, μπακατέλα, καφεκούτι, για τα μπάζα, σαράβαλο, σαπάκι, ρημάδι, προπολεμικό, κωλοκοτρωνέικο (π.χ. σουγιάς), βίδες, σμπαράλια (Μικρασιατικά) κ.α.

- Πού θα πας διακοπές;
- Κρήτη, έχω κλείσει και εισιτήριο!
- Με ποιο φεύγεις;
- Με το «Κάντια»...
- Να σου πω, μπάνιο ξέρεις;
- Γιατί;
- Ρε άκου που σου λέω, το καράβι δεν είναι ούτε για καρφίτσες! Πώς νομίζεις ότι έμαθε σέρφινγκ ο Κακλαμανάκης;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Υποκοριστικό του Gif (Graphics Interchange Format).

Καίτοι παλαιάς κοπής γραφικό αρχείο, το γκιφάκι εξακολουθεί να κλέβει την παράσταση καθώς δίνει την ψευδαίσθηση κινούμενης εικόνας.

Πάσα: Τζίζας.

- Θα το σώσω σε γκιφακι (που είναι και πιο ελαφρύ).
(εδώ)

- Το τζιφακι της υπογραφης μου βαζει ιδεες....
(εκεί)

Patsis:[img]http://www.myemoticons.com/images/humor/poop/bear-pooping-in-woods.gif[/img]***Jesus:***
- έπος το γκιφάκι
(Από το λήμμα χέζουν οι αρκούδες στο δάσος;)

[img]http://www.supremepower.co.uk/Boobs.gif[/img]
(Από το λήμμα μουσική σλανγκ)

(από Galadriel, 28/06/10)(από Galadriel, 28/06/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Και μπουκίνο.

Έτσι λέγεται στην τιμημένη Φ.Ε.Λ. (Φιλαρμονική Εταιρεία Λευκάδας) και σίγουρα όχι μόνον εκεί το επιστόμιο των πνευστών οργάνων. Η λέξη είναι ιταλογενής, bocca (λατινικά bucca) είναι είναι το στόμα, συν την κατάληξη -ino.

Ένα γρήγορο γούγλισμα έδωσε κάτι και για το επιστόμιο του ναργιλέ, αν και μου κάνει παράξενο να παίζει ιταλική λέξη για εξάρτημα του ναργιλέ.

Και επειδή η ΦΕΛ εκτός από από τα πιο ιστορικά σωματεία της ελλάδας είναι και άντρο λευκαδίτικης καφρίλας, τα λογοπαίγνια τύπου «αποκείνο» (λέμε και «αποκειό», όπως και το αποτέτοιο, για μη κατονομαζόμενο αντικείμενο), και οι ατάκες δίνουν και παίρνουν, χωρίς να θεωρούνται μπανάλ και εύκολες.

  1. Στο κούρτ'σμα*:
    (μαέστρος) - Τζήζου, δώσ' ένα σολ.
    - (με το τιμημένο άλτο σαξόφωνο που είχε τρία στρώματα σκουριά) σοοοοολ
    - Μπα γαμώτο κάνε, χαμ'λός είσαι πάλε. Δεν το ζέστανες μωρέ διάολε;
    - Ε, μωρέ Μάκ', ξέρ'ς τώρα...έπαιξα μια φορά το μάπετ σώου πάντως.
    (τρίτος κάφρος) - Ε, βάλ' το τό αποκείνο σου παραμέσα μωρέ να τελειώνμε και το βρίσκ'ς μετά...

*κουρτίζω < κουρδίζω < χορδίζω, αδόκιμη χρήση του ρήματος, καθώς η φιλαρμονική δεν έχει έγχορδα. Αλλά νταξ.

  1. - Κιο τί 'ν' τούτο!!
    - Το μποκίνο μ', Μάκ'.
    - Μότσα έπιασε, να το καθαρίζ'ς. Δε νιώθ'τε από μουσική, γαμώ τ'ν Αγία μ'...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified