Further tags

Στη χρηματιστηριακή αργκό, οι μετοχές που βγήκαν εκτός ταμπλό.

Παλαιότερα, πριν εμφανιστεί το Σ.Α.Τ. (Σύστημα Άυλων Τίτλων), οι μετοχές ήταν έγχαρτες. Που σημαίνει πως, αγοράζοντας π.χ. 100 μετοχές της ΕΤΕ, έπαιρνες τα αντίστοιχα χαρτιά. Αυτή η διαδικασία, εκτός από χρονοβόρα, ευνοούσε και την ύπαρξη «ψιλοκομπίνων». Δηλαδή μάζευε ο χρηματιστής 1.000 ΕΤΕ και κράταγε π.χ. για τον εαυτό του ή τον κολλητό του αυτές που πήρε φθηνότερα. Όταν κάποια μετοχή έβγαινε εκτός διαπραγμάτευσης, τα χαρτιά που είχες ήταν άχρηστα. Άρα μπορούσες να τα χρησιμοποιήσεις για να ντύσεις τους τοίχους του σπιτιού σου, εξ ου και «οι μετοχές έγιναν ταπετσαρία».

Τα τελευταία χρόνια το ΣΑΤ έλυσε αυτά τα προβλήματα, οι μετοχές πια δεν είναι έγχαρτες, αν κάποια βγει εκτός ταμπλό απλά χάνεις τα λεφτά σου, αλλά κάποιες εκφράσεις είναι old time classic.

- Γεια σου Μερόπη μου, τι κάνεις;
- Χάλια Τιτίκα μου, που να σ' τα λέω...
- Τι έγινε χρυσό μου;
- O Θανάσης...
- Τι ;
- O Θανάσης...
- E, τι ο Θανάσης;
- Είχε «πληροφορία» για μια μετοχή και την αγόρασε με δανεικά...
- Και;
- Τι και Τιτίκα μου; Έγινε ταπετσαρία...
- Μη μου πεις. Χοντρή ζημιά;
- 100.000 ευρώ.
- Γάμα τα...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στην ιατρονοσηλευτική αργκό, σκουλήκι είναι η σκωληκοειδής απόφυση και, κατ' επέκταση, η σχετική εγχείριση αφαίρεσής της.

Να σημειωθεί πως για τους «απέξω», η χρήση τέτοιων αργκοτικών εκφράσεων από γιατρούς και νοσηλευτές συχνά εκπλήσσει δυσάρεστα, καθώς προδίνει την αναισθητοποίηση των ανθρώπων αυτών που έχουν τον ανθρώπινο πόνο για επάγγελμα.

Φήμες λένε επίσης πως ορισμένοι γιατροί, για να κονομάνε, σου βγάζουν δήθεν ότι χρειάζεται αφαίρεση σκωληκοειδούς, όταν πας στο νοσοκομείο για κάποιο άλλο άσχετο λόγο.

- Τι είχες σήμερα; Κανένα περίεργο περιστατικό;
- Μπα, τίποτα. Δυο σκουλήκια μόνο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

''Οι κοτοπουλάδες'': Γνωστό σαντουϊτσάδικο (αλυσίδα), όπου το κρέας που χρησιμοποιούν είναι κοτόπουλο, εξ ου και η φίρμα. Από το όνομα του μαγαζιού, έφτασε να εννοούμε το ίδιο το σάντουιτς.

Πρέπει να πω πως δεν γνωρίζω αν ο όρος ακούγεται και σε άλλες περιοχές, πλην Περιστερίου (όπου έχω την εμπειρία). Δεδομένου όμως α) ότι τα μαγαζιά είναι αλυσίδα και β) το Περιστέρι καλύπτει αρκετά μεγάλο εύρος πληθυσμού όπου είναι σε χρήση αυτό, το λήμμα ισχύει τελεία και παύλα.

Σημ.: Υπάρχει, εκτός από τους ομώνυμους ''Κοτοπουλάδες'', το επίσης γνωστό ''Αυθεντικόν'', με παρόμοια προσέγγιση στο θέμα βρώσης. Συνεπώς ο όρος ''κοτοπουλάς'' πιάνει και τα δύο.

Ιστορική αναδρομή και pop culture: Τα τρία κυριότερα καταστήματα, στα δυτικά τουλάχιστον, είναι σε καίρια πόστα που έχουν βάλει το λιθαράκι τους ώστε να προκύψει και το λήμμα. Ένα είναι στην καρδιά του Μπουρναζίου, ένα πλησίον μετρό Αγ. Αντώνη (αγιαντώνη) κι ένα στην λεωφόρο Θηβών (για να πιάνει και τις πιο πάνω γειτονιές).

Ένας τυπικός / κλασσικός κοτοπουλάς περιλαμβάνει το ψωμάκι (αρκετά μεγάλο όμως), ένα σουβλάκι κοτόπουλου, πατάτα - τομάτα και από 'κει και ύστερα οτιδήποτε έγκειται στην φαντασία του εκάστοτε πελάτη.

  1. - Πάμε να χτυπήσουμε κανά κοτοπουλά ;
    - ...και δεν πάμε. Καιρό έχω να φάω....

  2. - ...μαλάκα χτες που ήμασταν έξω, ο Χρήστος έφαγε δυο κοτοπουλάδες! - Πλάκα κάνεις!!! Δεν υπάρχει!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πολύ μικρό και ακατάστατο μέρος, κακής κατασκευής συνήθως.

Σιγά το σπίτι που μας μοστράριζε για βίλα ο Τάδε. Μια γαϊδουροκυλίστρα ήταν και τίποτα παραπάνω.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Επειδή είναι εξαιρετικά σπάνιο να τελειώσει το γκάζι στον αναπτήρα του αρειμάνιου καπνιστού, εάν δεν τον χάσει ή κάποιος συνδαιτυμόνας του τον καβαντζώσει κατά λάθος (λέμε τώρα), η συγκεκριμένη έκφραση χρησιμοποιήθηκε για να περιγράψει συνήθειες από κάτι τύπους ξεζουμίστρες, που καταναλίσκουν όλα τα ενδεχόμενα, τα εναλλακτικά σενάρια, την υπομονή των συνεργατών τους κ.α., μέχρι τελικής πτώσεως.

Ως εκ τούτου, με κάπως ελεύθερη προσέγγιση θα μπορούσε να αντικαθιστά το «διυλίζω τον κώνωπα» ή το «κάνω την τρίχα τριχιά». Επιπλέον, θα μπορούσε να αναρτηθεί και στη μακρά λίστα των αιτιατικών του γκέουλα (τον ξυρίζει τον σκίουρο, τον φυσάει τον κουραμπιέ), ένεκα που δεν σημαίνουν τίποτις ιδιαίτερο, όπερ και χάριν διακριτικότητος εκφέρονται.

  1. - Πω ρε Μάικ, τι ψείρας είσαι; Ξεκόλλα επιτέλους! Τον άδειασες τον αναπτήρα!

  2. - Τον είδες τον μικρό φιρφιρίκουλα που έφερε τους φραπέδες στον δεύτερο; Μάλλον τον αδειάζει τον αναπτήρα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Άλλη μία έννοια για την οποία χρησιμοποιείται είναι τα σπερματικά υγρά τα οποία ξεφεύγουν από το ανδρικό μόριο (σε πάρα πολύ μικρές ποσότητες μεν, αλλά αυξάνοντας τις κακές πιθανότητες δε) κατά τη διάρκεια της σεξουαλικής πράξης.

Έχω παρατηρήσει ότι αυτό συμβαίνει αφού έχει επέλθει πλήρης ερεθισμός και όταν βρίσκεσαι στη μέση της διαδικασίας, δηλ. νωρίτερα από τη στιγμή της απελευθέρωσης. Πρόκειται για υγρά είναι που προαναγγέλλουν το «γλέντι» που επακολουθεί.

- Ρε μαλάκα, άσε με! Ήρθε η Τζούλια και μου πε ότι είναι έγκυος και ότι είναι δικό μου!
- Καλά ρε βλαμμένε δεν πρόσεχες;
- Όχι πάντα, αλλά ποτέ δεν της τα αμόλησα χύμα!
- Και τότε πως ρε μαλακα; Λες το σπερματοζωάριο κομάντο να’ ταν μέσα στα προεόρτια;
- Μπα ε;..
- Ε λίγο κουλό.
- Θα τη σκοτώσω με κεράτωσε!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πρὀκειται για το ρήμα του γούτσου, το οποίο χρησιμοποιείται και σαν ουσιαστικό.

- Καλέ τι γλυκούλι είναι... Θέλω να το κάνω γούτσου-γούτσου!

- Η στρίγγλα-αφέντρα-dominatrice Παναγιώτα Βλαντή μέσα σε ένα επεισόδιο εξελίχθηκε σε γατούλα-housewife που ψοφάει για γούτσου - γούτσου» (google.gr)

- Δηλώνω ότι είμαι τύπος ΓΟΥΤΣΟΥ ΓΟΥΤΣΟΥ», σελίδα στο Facebook

- Όνομα μαγαζιού στη Μύκονο

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το ρούχο που, πρώτον, στεγνώνει πολύ γρήγορα καθότι λεπτό, βου δεν θέλει σιδέρωμα επειδή δεν τσαλακώνει (άρα είναι +/- συνθετικό) ή φοριέται επίτηδες τσαλακωμένο.

Πλύνε-βάλε σημαίνει ότι είναι τόσο εύκολο ρούχο ώστε το φοράς, γυρίζεις σπίτι σου, το πλένεις και, την ίδια μέρα λέμε τώρα άμα λάχει το ξαναφοράς και ξαναβγαίνεις.

Το στέγνωμα ούτε που αναφέρεται στην έκφραση, τόσο αμελητέα υπόθεση είναι.

Πλύνε-βάλε, μπορεί κάλλιστα να είναι ένα Μικρό Μαύρο Φόρεμα, ας πούμε. Αλλά και οτιδήποτε είναι ελαφρύ και μικρό σχετικά σε μέγεθος.

Το σίγουρα αντίθετο του πλύνε-βάλε είναι το τζην.

Να σημειωθεί ότι σπανίως αφορά αντρικό ρούχο η έκφραση.

- Ωραίο μπλουζάκι!!!
- Φχαριστώ. Είναι και πλύνε-βάλε, πολύ με έχει βολέψει.

Got a better definition? Add it!

Published

κούσουλος, -η, -ο, ουσιαστικό.

  1. Ο κουτσουρεμένος, ο χτυπημένος στο κεφάλι μετά από καυγά ή από ατύχημα. Λέγεται και για ζώα π.χ. για τουμπιές (= κτυπήματα με το ανθεκτικό τους μέτωπο) μεταξύ τράγων.

  2. Στα κυπριακά: κούσουλος = ο πρόξενος (η λέξη λέγεται χαϊδευτικά σε αγαπημένο και παραχαϊδεμένο πρόσωπο. Το ίδιο και η λέξη τσελεπής = ευγενής, που τη λέμε χαριτολογώντας με την έννοια «αγάπη μου», «μωρό μου»).

Προφανώς αυτό προέρχεται από το βυζαντινό «κόνσολος» (ίσως και με τη μεσολάβηση του τουρκ. kónsolos) με αρχικό το λατινικό consul =σύμβουλος, αξιωματούχος στην αρχ. Ρώμη.

  1. Μητέρα προς άρρεν τέκνο:
    - Πού κτύπησες το κεφάλι σου έτσι; Το έκανες κούσουλο, πάλι με τον Γιωργάκη καυγάδιζες;

Billy-goat\'s  fight (από tryager, 06/07/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κυριολεκτικά είναι το αποβαλλόμενο δέρμα των ερπετών που αποτελείται μόνο από νεκρά κύτταρα και που όλοι έχουμε δει κάποια φορά σε περιήγηση στην εξοχή. Λέγεται και «πουκάμισο» ή φιδόντυμα.

Επίσης κάτι ανάλογο συμβαίνει με τα αμφίβια, αλλά και με τα έντομα, όπως τα τζιτζίκια, που το δέρμα τους το συναντάμε το καλοκαίρι στα δέντρα και είναι πορτοκαλί (παράδειγμα 1).

Σλανγκικώς όμως, έτσι χαρακτηρίζεται συγκεκριμένο ρούχο, συνήθως μπλουζάκι, από όλους τους βλέποντες (καμιά φορά κι από τυφλούς που έχουν οξυμένη την όσφρηση), όταν ο κάτοχός του το φοράει συνέχεια -αφενός διότι είναι πτωχός κι έχει, βαριά, άλλο ένα, αφεδύο διότι είναι τσίπης και δεν πάει να αγοράσει κάνα ρούχο και αφετρία επειδή είναι πολύ κολλημένος (στα όρια του αυτισμού) και θέλει να φοράει μόνο αυτό το ρούχο σε σημείο που όλοι να τον θυμούνται εξ ανακλητικής μνήμης με το συγκεκριμένο.

Οι μασχαλιαίες περιοχές βέβαια σφύζουν από αμμωνιαζόλ και, όταν το βγάζει το βράδυ για να κοιμηθεί, το ακουμπά στο πάτωμα διότι πλέον στέκεται όρθιο δίκην θώρακος πανοπλίας (παράδειγμα 2).

  1. Το δεύτερο δέρμα
    Όταν το παλιό «πουκάμισο» της κολουβρίδας ξεραθεί,
    το φίδι το αποβάλλει, μιας και το δέρμα αυτό, που αποτελείται
    από στρώματα νεκρών πλέον κυττάρων, δεν αναπτύσσεται μαζί με το ερπετό.
    Με τον ίδιο τρόπο αποβάλλουν το παλιό τους δέρμα και τα αμφίβια.
    Μετά το στάδιο της νύμφης, τα έντομα εξελίσσονται σε τέλειους οργανισμούς.
    Αντίθετα τα θηλαστικά και τα πουλιά σχηματίζουν εκ νέου μικρές
    ομάδες δερματικών κυττάρων, αποβάλλοντας τα νεκρά κύτταρα.
    Τα μαλάκια, όπως τα σαλιγκάρια, δεν παύουν να αναπτύσσονται ποτέ,
    κάτι που φαίνεται από τις ραβδώσεις στο καβούκι τους.
    Αντίθετα, τα σπονδυλωτά αναπτύσσουν τα οστά τους σε συγκεκριμένες φάσεις της ζωής τους.

  2. - Είδες τον Γρηγόρη;
    - Μπα! Έχω να τον δω τρεις-τέσσερις μέρες.
    - Νά' τος ρε έρχεται καμαρωτός με το δεύτερο δέρμα του...
    - Τον πούστη, ακόμα το φοράει ρε, θα 'χει κολλήσει απάνω του.
    - Και θα στέκεται και όρθιο, γάμησέ τα, ευτυχώς που έχω δέκα μποφόρ ιγμορίτιδα...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified