Further tags

Το μεγάλου μεγέθους κομμάτι ψωμί που βουτάμε στη σαλάτα, με το χέρι ή καρφωμένο σε πιρούνι και το κουνάμε απαλά για να ποτίσει καλά, ενώ στη συνέχεια το σηκώνουμε προσεκτικά και πιέζοντάς το στα πλάγια του πιάτου για να κολλήσουν πάνω του όσο το δυνατόν περισσότερα υπολείμματα φέτας, ντομάτας και άλλων συστατικών που κολυμπάνε ελεύθερα στο λάδι της σαλάτας.

- Άρχισες τις παντόφλες πάλι Κοσμά;! Στα ύψη θα πάνε τα τριγλυκερίδιά σου!
(Σημείωση: εδώ έχουμε ταυτόχρονα και παντόφλες από άλλους δύο ορισμούς)!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το υπερβολικά στολισμένο (τετράχορδο συνήθως) μπουζούκι. Αυτό που διαθέτει στολίδια με κλάρες, σταφύλια, Παρθενώνες, Αγιασοφιές, Ελληνικές σημαίες... τα πάντα όλα!

Συνήθως τέτοιες lat;ernew διαθέτουν οι Ελληνοαμερικάνοι και οι Ελληνοαυστραλοί μπουζουξήδες.

Σκηνή σε σκυλάδικο στην Αστόρια. Ο Gus είναι προμηθευτής έτοιμου πάγου. Μπαίνει στο σκυλάδικο να παραδώσει εμπόρευμα και τον μπανίζει ο φίλος του ο Takis.

- Hey, Gus, come here. Sit down να σε κεράσω something.
- OK Takis, αλλα only for a couple of ώρες γιατί I' m μπίζι αύριο.
- Έλα. Look, σήμερα παίζει φίρμα boozooxis. O Antonis ο Ξαπλαντέρης.
- Who; That guy; And what is that που κρατάει; Laterna;
- No, bouzouki. Έτσι τα στολίζουν και στην Πατρίδα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Βορειοελλαδίτικο πιάτο, κυρίως της ταβέρνας, που αποτελείται από τυρί τοποθετημένο σάντουιτς ανάμεσα σε δύο αλουμινόχαρτα και ψημένο στο φούρνο.

Λέγεται και φέτα ψητή.

Μαζί με τη φέτα συνήθως μπαίνουν κομματάκια καυτερής πιπεριάς κι ένα μεγάλο κομμάτι ντομάτα. Στη συνέχεια τα δύο αλουμινόχαρτα σφραγίζονται περιμετρικά ώστε να κρατήσουν μέσα τα ζουμιά. Το κλείσιμο γίνεται τυλίγοντας τα άκρα σαν πάπυρο, κάνοντας έτσι το πακέτο να μοιάζει κυριολεκτικά με μπουγιουρντί (βλ. έτερο ορισμό και συνταγή).

- Θέλετε και κάνα ορεκτικό;
- Φέρε μας ένα μπουγιουρντί, μια πιπεριά του αράπη και μια μελιτζάνα ζωντοχήρα.

(από protnet, 25/09/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όχι, δεν είναι λάδι που βγαίνει από κουνούπια. Η λέξη αναφέρεται σε ένα ειδικό προϊόν του στρατού, ένα λιπαρό υγρό τ. αουτάν, που το αλείφουν οι φαντάροι για να μην τους τρώνε τα κουνούπια. Εννοείται ότι, όπως και τα εμπορικά αντίστοιχά του, έχει αμφίβολη αποτελεσματικότητα, ειδικά απέναντι σε γκατζολόπτερα.

Κατ' επέκταση χαρακτηρίζει και κάθε αντικουνουπικό σκεύασμα που κυκλοφορεί στο εμπόριο.

Σημείωση: μια ενδιαφέρουσα αντικουνουπική πατέντα των φαντάρων είναι το κάψιμο ελληνικού καφέ. Ο καφές σιγοκαίει όπως ένα φιδάκι και παράγει ένα πυκνό ντουμάνι στην ακτίνα του οποίου δεν πλησιάζουν κουνούπια.

- Ψηλέ, κάνε πάσα το κουνουπέλαιο γιατί μ' έχουνε τσακίσει!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κάτι πολύ πικρό, πολύ αλμυρό...

Και πώς έκαμες το φαΐ διαλούπι;;;;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο όρος αναφέρεται στον καφέ, και στην επιθυμητή ποσότητα της ζάχαρης.

Όταν δίνετε παραγγελία έχετε τις εξής οψιόν, όσον αφορά τη ζάχαρη:

  • σκέτος
  • με ολίγη
  • μέτριος
  • μέτριος προς γλυκό (μάλλον)
  • γλυκός
  • πολύ γλυκός (πούστικος).

    Αυτό το μάλλον επικράτησε αντί του «μέτριος προς γλυκό», γιατί πιάνει πιο λίγο χώρο στο χαρτάκι της παραγγελίας. Τώρα το μάλλον πάει στο «μάλλον γλυκός».

Πιο εμπεριστατωμένα, για παράδειγμα, έχουμε μια παραγγελία δύο μέτριους με γάλα, έναν σκέτο χωρίς γάλα και έναν μέτριο προς γλυκό (φραπεδιές). Το γκαρσόνι σημειώνει τα εξής (τα μπολντ - τα άλλα τα έχω εγώ για επεξήγηση):

  • 2 ΦΜ(έτριους) Γ(άλα)
  • 1 ΦΣκέτο Χωρίς
  • 1 ΦΜΑΛ Χωρίς

    Η καφενειακή αυτή στενογραφία όπου να' ναι μάλλον θα εκλείψει, αφού τα όργανα του διαβόλου (pocket pc) έχουν εισέλθει και σε αυτούς τους χώρους...

- Καλησπέρα, τι θα πάρετε;
- Εγώ ένα Καπουτσίνο φρέντο μέτριο.
- Ένα φραπέ πολύ γλυκό με γάλα.
- Για μένα ένα φραπέ μέτριο προς γλυκό.
- Έγινε... (το γκαρσόνι φεύγει μονολογώντας ). Οπότε έχουμε και λέμε, έναν μέτριο φρέντο καπουτσίνο, έναν πούστικο με γάλα, και έναν μάλλον χωρίς... Γυρνάει ο ένας από την παρέα στον διπλανό του και λέει:
- Ρε, αυτός νομίζω ότι κατάλαβε ότι είσαι πούστης, και εμένα μάλλον παίζεται αν θα μου φέρει τον καφέ...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μεγάλο φλιτζάνι, κούπα.

Θα νετάρεις με αυτόν τον καφέ σήμερα, που γιόμισες μια κίκαρη απάνου κι απάνου!!!!!!!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σύγχρονη διασκευή της φράσης λίθοι, πλίνθοι, κέραμοι, ατάκτως ερριμένοι, όπως αποδόθηκε από διάσημο μηχανουργό, εργαζόμενο στα ναυπηγεία του Σκαραμαγκά, (περί των οποίων πολύς ο ντόρος τελευταίως) και η οποία έχει ευρέως εξαπλωθεί στο σινάφι εκεί κάτω, με αποτέλεσμα να χρησιμοποιείται από πολλούς που αγνοούν την «αυθεντική» της μορφή.

Η έκφραση περιγράφει μία γενική κατάσταση μπουρδέλο, με πεταμένα αντικείμενα δεξιά και αριστερά, γενικώς μία κατάσταση σπατάλης ή ζημιάς που φέρει καταστροφικές συνέπειες. Η εν λόγω φράση απενδεδυμένη πλήρως της πρωταρχικής αρχαϊκής εκφοράς της, προσαρμόζεται στα σημερινά δεδομένα χρησιμοποιώντας ιδιώματα «της πιάτσας» (πούτσες)...

- Μας φέραν το φορτηγό για επισκευή... Και το θένε σε 3 μέρες! Τι λέει ρε το αφεντικό! Εδώ μέσα γίνεται «βίδες, πούτσες, λάστιχα, ατάκτως ερριμμένα»! Εκτός από τα διαφορικά και το φανάρι, ο πούστς είχε βρει και από κάτω, στο σασί! Να μην πω για τη βαλβίδα κεφαλής που μάλλον έχει κάψει... Αύριο θα ξέρω πόσο θα κοστίσει και μετά θα του πούμε το πότε θα το πάρει, πες στο αφεντικό!...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο κουβάς (Λακωνική διάλεκτος).

Αρχικά σήμαινε την ταΐστρα των ζώων, τον τορβά, και γι αυτό ίσως ετυμολογείται από το ιταλικό testa = κεφάλι.

(αθηναία που μόλις έμαθε τρεις καινούργιες λέξεις και κατάφερε να τις βάλει σε μία πρόταση)
- Μού 'χει κατσικωθεί να πάρω την τέστα και να σε κάνω τσουπλί.

(από salina, 30/09/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ορισμός 1

Ηλεκτρομηχανική (υποθετική άραγε;) συσκευή που διευκολύνει την ενίοτε κουραστική διαδικασία του ξύσιμου αρχιδιών. Πλεονεκτεί, γιατί μετά από παρατεταμένη χρήση, και όταν τα επίμαχα σημεία αρχίσουν να ματώνουν, εκκρίνει ποσότητα ιωδίου για την απολύμανσή τους, διασφαλίζοντας την τοπική υγιεινή.

Έμμεσα προσδιορίζει και την ψυχολογία του χρήστη / ιδιοκτήτη, ο οποίος σε κατάσταση πλήρους βαρεμάρας αδυνατεί ακόμα και τ' αρχίδια του να ξύσει.

Ορισμός 2

Ειρωνική αναφορά σε προϊόντα τηλεδιαφήμισης, αμφιβόλου αναγκαιότητας και λειτουργικότητας.

- Θ' αράξω σπίτι τ' απόγευμα και θα βγάλω απ' το ντουλάπι την ξύστρα ιωδίου.
- Αγαπούλα, άλλαξε κανάλι, βαρέθηκα ν' ακούω για τις ξύστρες ιωδίου.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified