Further tags

Το δωμάτιο ή χώρος γενικότερα χωρίς παράθυρο, φεγγίτη η κάποια είσοδο φυσικού φωτισμού.

- Με πιάνει κατάθλιψη σ εκείνο το τυφλό δωμάτιο.

(από iwn, 04/11/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Είδος παγωτού.

Από το τούρκικο dondurma= παγώνω, πάγωμα.

Στη Τουρκία πωλείται συνήθως στο δρόμο. Η τιμή πώλησης του διαμορφώνεται καθοριστικά από την ικανότητα και δεξιοτεχνία σερβιρίσματος που προσδιορίζει και την επαγγελματική διαβάθμιση του παγωτατζή.

Δείτε οπωσδήποτε το μήδι ντοντουρμάς.

Είναι απορίας άξιον πως δεν περπάτησε η τέχνη στην Ελλάδα.

- Θυμάστε τον παγωτατζή στη Πόλη; Πάμε στο ζαχαροπλαστείο Δωδώνη για ένα ντοντουρμά. Κερνάω.

Ντοντουρμάς (από iwn, 05/11/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Γίνεται από μαρμαράδες - και δεν τους φαινότανε!

Είναι το κύρτωμα που γίνεται με λείανση στην πάνω εξωτερική πλευρά μιας μαρμαροποδιάς ή ενός μαρμάρινου σκαλοπατιού.

Στην περίπτωση που το κύρτωμα αφορά και την πάνω αλλά και την κάτω εξωτερική γωνία, τότε αυτή η εργασία λέγεται ολόκληρο τσιμπούκι.

Η ομοιότητα με άλλες δραστηριότητες είναι απλά φωνολογική.

Κ.Γ: - Αστρίτ, πότε θα είναι έτοιμη η σκάλα, ρε;
Α: - Αύριο το απόεμα κυρ - Ιάννη, να κάνω ως το βράδυ τα τελευταία μισοτσίμπουκα κι αύριο τα τσιμπούκια.
Κ.Γ: - (από μέσα του) Μωρέ μπράβο, τέτοιος λεβέντηςς....

Τσιμπούκια ο Τίγρης. (από perkins, 05/11/10)Γνήσιο μισοτσίμπουκο. (από perkins, 05/11/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο τζουράς.

Νυκτό μουσικό όργανο, οκτάχορδο ή εξάχορδο. Έχει μανίκι και κεφαλάρι μπουζουκιού αλλά μικρότερο σκάφος, περίπου διπλάσιο από τον μπαγλαμά. Κατασκευάζεται από τα ίδια υλικά και με παρόμοιες τεχνικές με το μπουζούκι.

Ο ήχος του θυμίζει μπουζούκι αλλά έχει τη δική του ιδιαίτερη χροιά, γι' αυτό ο τζουράς έχει κατακτήσει την θέση που έχει σήμερα στην ελληνική λαϊκή ορχήστρα.

-Ωραίο νταλγκά το γαμημένο το μισομπούζουκο. Άλλη φκιάξη.

μισομπουζουκο (από iwn, 05/11/10)

Ο ορισμός του τζουρά από την Βικιπαίδεια

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Είναι το μπουζούκι.

Λέγεται και ζητιανόξυλο.

Και οι δυο όροι, χρησιμοποιούνται από μεν τους χειριστές του αυτοσαρκαστικά, από δε τους επικριτές του, προσβλητικά.

- Από τότενες που πιασε στα χέρια του, ετούτο το ρημάδι το γυφτόξυλο, δε λέει να τ' αφήκει.

(από iwn, 05/11/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ντανιάζω σημαίνει βάζω πράγματα με προσοχή το ένα πάνω, δίπλα κλπ, στο άλλο.

Να μην συγχέεται με το στοιβάζω γιατί οι στοίβες είναι ατάκτως πεταμένα πράγματα σε ένα σωρό.

Και πόσο μάλλον, να μην συγχέεται με το στη βάζω, αν και έχει κάποια ομοιότητα με το ντανιάζω όταν γίνεται παρτούζα σε γραμμή παραγωγής.

Το ντάνα χρησιμοποιείται από τους φορτηγατζήδες TIR όταν περιμένουν την σειρά τους στα τελωνεία να περάσουν και ντανιάζονται τα φορτηγά επικαθήμενα, συρόμενα κλπ κλπ, το ένα πίσω από το άλλο.

CB επικοινωνία μεταξύ φορτηγατζήδων

Έλα λοχίας ακούς ;;
Ναι λεγε
Σε καμιά εικοσαριά χιλιόμετρα μπαίνουμε στην ντάνα και θα πιούμε και κανα καφέ
Κκ μικρέ

Οχι απλή ντανα. Ντάνα Ιντερνάσιοναλ (από GATZMAN, 07/11/10)Εχει μαύρη ζώνη και 5 ντάν (από GATZMAN, 07/11/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το σχετικά ογκώδες, δυσκίνητο και/ή αργοκίνητο όχημα ή γενικότερα πράγμα.

Ετυμολογικά προκύπτει από τον ορισμό του κουραδά.

  1. - Κοίτα το λεωφορείο, πήγε να πάρει την στροφή και βρήκε τοίχο.
    - Λογικό είναι, πού πάει ο τυπάς με αυτή την κουράδα μέσα σε τέτοια στενά δρομάκια...

  2. Τάκης: - Μάκη, τι σύνδεση ίντερνετ έχεις;
    Μάκης: - ADSL, 1Mbps.
    Τάκης: - Πώς την παλεύεις με αυτήν την κουράδα; Θα κάνεις 5 μέρες να κατεβάσεις μια ταινία!!!!
    Μάκης: - Μερικές φορές δεν την παλεύω κάστανο!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο ιστιότοπος.

Πρόκειται για νεόκοπη σλάνγκεψη του site. Κατεγράφη για πρώτη φορά τον Ιούνιο του 2010 από τον χρήστη Hodjas εδώ και υιοθετήθηκε με θέρμη από την σλανγκική κοϊνότητα. Κανείς δεν γνωρίζει εάν προϋπήρχε της ιστορικής αυτής εκπωματώσεως.

- Πώ ρε πούστη! Τα πάντα όλα έχει το σάη! Εκφράσεις και γλώσσες απο ιταλική μέχρι μοσχαρίσα...
(η πρώτη καταγεγραμμένη χρήση του Hodjas)

- Οι πιο πολλοί στο σάη με λένε αλλίβε. Το alli είναι μη συνταγογραφούμενο ντεμέκ φάρμακο αδυνατίσματος.
(αλλιβέ, καθώς διαπραγματεύεται τις διακοπές του με τον ιατρικό επισκέπτη)

- άσ' τον. έχει πάρ' απ' ολά να δώσει στο σάη μ' αυτην την ιστορια
(τζίζας, απευθυνόμενος εκνευρισμένα στον αθηνέζο Hodjax)

- Ακολουθεί βαρυσήμαντος τοποθέτησις. Δυο λόγια για το πώς βλέπω το σάη πρώτα και μετά τα βαθμολογικά.
(χαλικούτσης, εκειά)

- ομολογώ ότι όταν πρωτοείδα το λήμμα σκέφτηκα ότι κάτι τ. φραπεμανία ξαναχτυπά το σάη, αλλά το καταχάρηκα όταν διάβασα τον ορισμό
(ηρωνίκ, χαϊδεύοντας την γάτα της)

- Άν όμως δεν ήταν οι δικές σου φιλοσοφίες και συζητήσεις δύσκολα θα είχα κολλήσει με το σάη. (ζανουάρ, απευθυνόμενος à son petit chou σε κάποιο μη ευκλείδειο χώρο)

Ο Σλανγκοπατέρας = Σάη Μπάμπα (από HODJAS, 11/11/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το μακρύ και ενίοτε άχαρο πόδι.

Ρε, πάρε τις αρίδες σου από το τραπέζι! Τί το πέρασες εδώ μέσα;

Got a better definition? Add it!

Published

The something else, δεν υπάρχει, ανύπαρκτος.

Σλανγκιά παλαιάς κοπής για το «καταπληκτικό». Νομίζω ότι είναι πια μπαμπαδισμός.

Λέγεται για οτιδήποτε και για οποιονδήποτε.

Καλά ε, είσαι το κάτι άλλο!

(στσ: όλη αυτή η φράση-έκφραση μυρίζει μούχλα)

Something Else by The Kinks, ένας δίσκος-σταθμός στην ιστορία του θρυλικού συγκροτήματος (από allivegp, 12/11/10)Απογυμνωνοντας το ρομνατικό περιτύλιγμα "εισαι το κάτι άλλο... ασύγκριτα μεγάλο, πολύ μεγάλο που έψαχνα να βρω" (από GATZMAN, 15/11/10)

Got a better definition? Add it!

Published