Further tags

Τα αλκοολούχα ποτά. Ίσως ξεκίνησε από τα κακής ποιότητας ποτά (το χαλασμένο κρασί γίνεται ξίδι), αλλά πλέον σημαίνει τα ποτά γενικά.

Χθες ήρθε ο Βαγγέλης σπίτι και λιώσαμε στα ξίδια!

(από Khan, 17/01/13)(από Khan, 09/09/14)

Επώνυμα ξίδια: μαλάμω (Μαλαματίνα), Ιωάννης Βαδιστής, ο Γιάννης που πορπατάει, Περπατόγιαννος (Johnnie Walker), πέρδικα, φάμους γκράους (Famous Grouse), εκατό πίπες (100 Pipers), δεκατεσάρ' (Cutty Sark), θείος Τζακ (Jack Daniels).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το πεϊνιρλί, εξαιτίας του σχήματός του.

- Πάμε να φάμε καμιά παντόφλα μπας και συνέλθουμε απ' τα ξύδια...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ενθουσιώδης χαρακτηρισμός αντικειμένων που είναι πολύ σούπερ, πολύ ιν, συναρπαστικά. Ενίοτε και σούπερ-ουάου.

Καλά το είδες το πουκαμισάκι που πήρα; Σούπερ-ουάου, έτσι;;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τα μικρά μπλε μπαλάκια ύφασμα που ανακαλύπτει κανείς ανάμεσα στα δάχτυλα των ποδιών μετά απο μια κουραστική μέρα που φορούσε μπλε κάλτσες. Τείνει να γενικευτεί για όλα τα χρώματα, πχ άσπρο, κόκκινο κλπ.

- Μαλάκα μην τολμήσεις και βγάλεις κάλτσες τώρα, θα γεμίσεις το πάτωμα μπλέμπα...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το φανταστικό φάρμακο που παίρνει κάποιος για να αντιμετωπίσει προβλήματα που του προκύπτουν, τα οποία δεν εκτιμώνται ως πολύ σοβαρά από τον ίδιο ή από αυτόν που του προτείνει να το πάρει.

- Η προϊσταμένη μου, μου έχει σπάσει τα νεύρα, με έχει στο τρέξιμο συνέχεια.
- Κοίτα, μόλις σου ξαναπεί κάτι, πάρε μια γραψαρχιδίνη! Αν σου ξαναπεί, πάρε άλλη μία γραψαρχιδίνη και θα σου περάσει σίγουρα!

Για τα μην τα τραβάτε! (από Vrastaman, 10/10/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κείμενο που επιπλήττει σφοδρά.

- Έστειλα ένα χεστήριο μέιλ στην εταιρία κινητής τηλεφωνίας και πιστεύω δεν θα με ξαναενοχλήσουν!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Άνθρωπος ή αντικείμενο που χρησιμεύει για να τραβάει την προσοχή προς όφελος κάποιου άλλου αντικειμένου ή ανθρώπου, π.χ. ένα πολύ καλό κομμάτι σε μια βιτρίνα με σαβούρες.

- Κοίτα με τι γκομενάρα κυκλοφορεί αυτός ο τύπος! Και δεν του φαίνεται!
- Μπα, αδελφάρα είναι, την γκόμενα την έχει για κράχτη!

(από HODJAS, 27/05/10)(από GATZMAN, 29/09/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το καλαμάκι, π(ου) ρουφάν(ε) την πορτοκαλάδα ή τον φραπέ.

- Πιάσε ρε ένα άλλο προυφάν, γιατί τσάκισε αυτούνο και δεν τραβάει!

Βλέπε και πουρουφάν.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το σουτιέν.

Ε τι παράδειγμα θες τώρα;

(από Hank, 04/02/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Είναι περίπτωση λέμε όταν κάτι είναι εξαίρεση, αξιόλογο, ξεχωριστό. Μεταφορικά όμως το λέμε όταν κάποιος είναι παλαβός, αλλού γι' αλλού. Αυτό τονίζεται πιο πολύ όταν λέμε περιπτωσάρα.

  1. - Εγώ είμαι περίπτωση... μπορώ να κοιμηθώ και ας έχω πιει 3 φλυτζάνια καφέ... -Σοβαρά; Απίστευτο!

  2. -Σήμερα θα βγω με τη Λένα, θες να έρθεις; -Τι λες ρε περίπτωση; Αφού έχουμε μαλώσει μ' αυτήνα, δεν το ξέρεις;

  3. - Χτες είδα πάλι το Δημήτρη. Τι μου 'λεγε πάλι χτες η περιπτωσάρα! Έπιασε την κουβέντα για εξωγήινους και ούφο!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified