Further tags

Από το hardcore (σκληροπηρυνικό). Έκφραση για δύσκολες καταστάσεις και σκληρούς προγραμματιστές με μεγάλα @@. Κυκλοφορεί ως έκφραση στην ελληνική demoscene community.

Πώπω ο τύπος έγραψε ολόκληρο τον κώδικα 100% σε assembly. Μιλάμε για πολύ κορίλα!!!

(από GATZMAN, 22/11/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Role Playing Game. Όπως υποδηλώνει και ο Αγγλικός όρος, είναι το «παιχνίδι ρόλων» (επιτραπέζιο ή video), όπου ο παίχτης διαλέγει έναν χαρακτήρα και τον αναπτύσσει κατά τη διάρκεια του παιχνιδιού.
Προσοχή!: μπορούν εύκολα να προκαλέσουν εθισμό και τρελά καψίματα...

Το γνωστό:
- Ήμουνα στο RPG κι είχα φουλάρει στο mana...
- Στη μάνα σου τό 'πες;

Είχε φουλάρει στο mana :( (από Galadriel, 20/03/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μεταφορικά:
1. Το κούτελο.
2. Τα τεράστια σε μέγεθος γυαλιά ηλίου.

  1. - Είδες παρμπρίζ η Ελένη, έ;
    - Δεν πειράζει, καλή είναι.

  2. - Φέτος είναι της μόδας τα παρμπρίζ. Τα φοράνε όλες και μοιάζουν με μύγες.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το έμπλαστρο.

- Πιάστηκα άσχημα με τα βάρη που σήκωσα και σήμερα έβαλα ένα μπλάστρι να μου περάσει ο πόνος.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το ζεστό πολτώδες ή κολλώδες φαγητό (π.χ. πουρές, ψωμί) που, άμα το φας αμέσως και βιαστικά, κάθεται βαρύ στο στομάχι.

- Μόλις το ξεφούρνισα το εξαφάνισα και μού 'κατσε σαν μπλάστρι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ολοκαίνουργιος.

Το φράκο μου είναι τσίλικο.

Έφτασε; (από Hank, 14/01/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η 7UP στην συμπαθέστατη Μποχαλία.

Ένα μποχάλι νερό και ένα μποχαλάκι εφταΰρι, παρακαλώ.

Βλ. και 'φτα κι' απά.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σουβλάκι γκατζολίας.

Όταν ήμουνα φαντάρος στην γκατζολία, είχα γαμηθεί στις γκατζολόπιτες.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σιχαμερή ουσία που προκύπτει λόγω παρατεταμένης αποχής από το πλύσιμο των ευαίσθητων περιοχών του ανδρικού σώματος. Πέραν της προφανούς αηδίας που προκαλεί η αναφορά και μόνο της εν λόγω ουσίας, το γεγονός ότι δεν χρησιμεύει σε τίποτε και θεωρείται ευτελής και ανάξια λόγου την καθιστά ιδιαίτερα χρήσιμη τελικά για την περιγραφή προσώπων ή καταστάσεων που ο εκάστοτε ομιλών θέλει να απαξιώσει.

  1. - Πως είναι ρε μπαγάσα ο στρατός τελικά; Πες μας και μας να ξέρουμε τι μας περιμένει.
    - Γάμησέ τα μεγάλε. Έχω να κάνω μπάνιο 2 βδομάδες κι έχουν πιάσει ούρδα τ' αρχίδια μου...

  2. - Ο Μήτσος είπε να σου πω ότι αν σε πετύχει σε καμιά γωνιά την έκατσες. - Πες στο Μήτσο ότι είναι ούρδα απ' τ' αρχίδια μου και αν θέλει ας έρθει στην καφετέρια το απόγευμα να του ξηγήσω τ' όνειρο.

Σχετικά: τυρί (ένας ορισμός), αλμυρόπουτσα, η, μυτζήθρα, φετέισον

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το εξαιρετικής ποιότητας, το πανέμορφο, το σγουάου, το σούπερ.

Καλά μαλάκα, η γκόμενά σου είναι και πολύ τζιτζιλόνι !

(από jesus, 21/12/09)

Βλέπε και τζιτζί.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified