Further tags

Συντόμευση για το γνωστό ποτό Jagermeister (Jager).

Αν και η αρχική προέλευση της λέξης παραμένει άγνωστη, εικάζεται ότι ειπώθηκε από κάποιον εξαιρετικά μεθυσμένο ο οποίος δεν μπορούσε να αρθρώσει σωστά τη λέξη γιαγκερμάϊστερ.

  1. - Τι πίνεις;
    - Βότκα γκέιγκα.

  2. - Να πάρουμε ένα καλιμπού (μπουκάλι) γκέιγκα να γίνουμε;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Το εργαλείο που φυσάει και κάνει περήφανο τον κάτοχο του. Αυτός το θεωρεί ως επέκταση της ματαιοδοξίας του. Η τεχνολογία όμως προχωρά και κάποια στιγμή θα απομυθοποιηθεί το όνειρο, και θα του μείνει αμανάτι το κάρο και ο χαρακτήρας του. Αυτός θα προσπαθεί να βρει συνεχώς ένα τρόπο για να το ξεφορτωθεί για να πάρει ένα άλλο, για το οποίο οι διαφημιστικές εταιρείες έχουν λουστράρει κατάλληλα την εικόνα του. Και η ζωή συνεχίζεται (τίτλος παλιού ελληνικού σήριαλ). Έτσι στα μάτια του,το μηχάνημα αυτό, ξεκινά με προσωπικότητα, μετά είναι κοινός θνητός και μετά καταλήγει για τα μπάζα. Μιλάμε δηλαδή για απαξίωση της προσωπικότητας συναρτήσει του χρόνου. Σε τομείς της τεχνολογίας, όπου η τεχνολογία εξελίσσεται αστραπιαία, η περίοδος απο το μπουσούλησμα έως το γαλλικό σίγμα συρρικνώνεται απίστευτα.

2.Κάποιες φορές όταν κάποιος γκουρού σε θέματα τεχνολογίας, ή κάποιος που καταγίνεται με το να συναρμολογήσει ή να επισκευάσει ένα μηχάνημα (π.χ., ένα pc), και κατά τη συναρμολόγηση και το τεστάρισμα του, πάει κάτι στραβά και παρόλο που αυτός είναι ερτιεφμίστας και έχει κάνει φύλλο φτερό το μάνιουαλ δε βγαίνει τίποτε, τότε τσαντίζεται, αστράφτει βροντά. Μερικές φορές στο θυμό του πάνω σβουρίζει εξαρτήματα με μανία. Κάποια στιγμή μετά από διάφορα ψαξίματα, το λάθος βρίσκεται και το μηχάνημα δουλεύει ρολόι. Τα ίδια προβλήματα φυσικά μπορεί να συναντήσει κι ένας τεχνικός σε μια εταιρεία, ωστόσο εκεί οι αντιδράσεις συνήθως είναι πιο ήπιες. Ωστόσο, ενώ περιστασιακά βρίζει το μηχάνημα, κατά περιόδους το αποκαλεί, ως μηχάνημα με προσωπικότητα, επειδή το μηχάνημα κάνει τα δικά του και επειδή ο τυπάς στο ενδόμυχο μπίρι μπίριμε την πάρτη του λέει: αφού έχω εγώ προσωπικότητα, τι πιο φυσικό από το να έχει και το μηχάνημα μου. Σε λίγο βέβαια πολώνεται ανάστροφα και του ψέλνει τον εξάψαλμο.

  1. -Αυτό είναι το μηχάνημα σου; Με συγχωρείς που θα στο πω αλλά αυτό είναι του πεταματού.
    -Δεν είναι αυτό το δικό μου. Τι με πέρασες για να 'χω τέτοια σαβούρα; Πούτσα από λαγό; Να το δικό μου. Νάτο. Μιλάμε για μηχάνημα με προσωπικότητα, όχι για αρχιδομηχανήκαι μαλακίες.

  2. -Γαμημένο παλιομηχάνημα. Μου 'σπασες τα νεύρα.
    -Έχει προβλήματα ε; Γι' αυτό το βρίζεις.
    -Εμ... μηχάνημα με προσωπικότητα βλέπεις. Γι' αυτό με ταλαιπωρεί.
    -Το θαυμάζεις ε; Αμ θες τη γιαλομιά σου.
    -Και γιαλοδυό και γιαλοτρείς μη σου πω.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μονάδα μέτρησης μήκους. Για πολύ κοντούς ανθρώπους.

- Ρε τη τάπα που είναι αυτή η Μαρία.
- Ναι, ένα κι ένα μίλκο είναι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Οικιακό σκεύος της υψηλής κοινωνίας του περασμένου αιώνα, σε σχήμα χωνιού (όπως το χωνί στα παλιά γραμμόφωνα), το οποίο χρησίμευε στο να διοχετεύει τη βρώμα μιας κλανιάς που έπεφτε κάτω από τα σκεπάσματα, μακρυά από το κρεβάτι. Στις μέρες μας ο όρος χρησιμοποιείται υποτιμητικά για γυναίκες που πέφτουν στις παρακάτω κατηγορίες: μπάζο, σαύρα, μπουρούχα, γενικά γυναίκες που είναι για κλάσιμο μόνο και τίποτε άλλο.

(Σε δημοπρασία στο Sotheby's του Λονδίνου)

Το επόμενο αντικείμενο της συλλογής Γλύξμπουργκ, νούμερο 324 στους καταλόγους σας, η χειροποίητη ασημένια κλανιόλα του Βασιλέως Γεωργίου του Β', κατασκευασμένη από τον οίκο Bochler (μπόχλερ) του Αμβούργου το 1894. Τιμή εκκίνησης 75000 στερλίνες. Ακούω 75000;

βλ. και κλανοπότηρο

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Από το γνωστό οίκο μόδας του παγκοσμίου φήμης σχεδιαστή Αριστοτέλη Μπιτσιάνη. Χρησιμοποιείται για να δηλώσει ότι τα ενδύματα που φοράει είτε ο λέγων είτε κάποιος άλλος είναι εξαιρετικής ποιότητας.

- Κοίτα ρε μαλάκα το λιμοκοντόρο τον Πάνο με τι κουστουμιά έσκασε.
- Μπιτσιάνι...

(από notheitis, 27/11/08)

Βλέπε και κουστουμιά ο ανάπηρος!.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Για να εκφράσει ένα καταστροφικό ξενύχτι με ισχυρές δόσεις αλκοόλ. (βλ. γίνομαι κώλος)

Εκεί που μέσα στα κωλοτρυπίδια σου δε θυμάσαι τίποτα απολύτως σχετικά με το τι και πώς έγινε.

Και χανγκάιβερ να είσαι, πάλι δε πρόκειται να βρεις τρόπο να συνέλθεις.

Έχει ειπωθεί και με ταυτόχρονη κίνηση των δαχτύλων στα πλήκτρα Ctrl+Alt+Delete για να προσδώσει γλαφυρότητα.

- Ρε χτες φορμάτ σου λεω! Ήπια μια κάβα και με κουβαλάγανε. Ελπίζω να μην έγινα τελείως ρόμπα.

(από notheitis, 27/11/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μαλαστούπα είναι γενικά το βρεγμένο στουπί, όπως λ.χ. αυτό με το οποίο καθαρίζουν τα παρμπρίζ στα φανάρια, ή τα παρκέ στα γήπεδα μπάσκετ... Για τους υδραυλικούς είναι κάτι άλλο. (βλ. παράδειγμα 1)

Μια ακόμα ειδική χρήση της λέξης (παράδειγμα 2) αφορά σε σβώλο από βρεγμένο χαρτί υγείας, πλασμένο στο χέρι, τέτοιο που να έχει σφιχτή, υγρή και κολλώδη υφή. Η μαλαστούπα αυτού του είδους βρίσκεται μεταξύ των πάμπολλων αντικειμένων που χρησιμοποιούνται ως βλήματα εναντίον συμμαθητών και καθηγητών στα σχολεία.

Ετυμολογία: Ενδεχομένως το μάλα- να είναι από το ιταλικο «μάνο» = χέρι. Η συμβολή άλλων απαραίτητη.

Η συγκεκριμένη σχολική χρήση της λέξης από Χανιά (χρησιμοποιείται αλλού;).

1) ...για όσους δεν ασχολούνται με υδραυλικά (κακώς) είναι η βεντούζα με τη λαβή που ξεβουλώνει νιπτήρες...
(από φόρουμ των φοιτητών ΤΕΙ Θεσσαλονίκης)

2) - Όχι ρε πούστη μου, έμεινε η μαλαστούπα στον τοίχο, θα μείνω από απουσίες ρε μαλάκα, όχι ρε γαμώτο....

Στούπα στο Νεπάλ (από poniroskylo, 27/11/08)Απαράδεκτοι - Στο 1:30 η μαλαστούπα! (από Cunning Linguist, 22/10/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο μπάφος (χασίς), ο οποίος πωλείται παράνομα από Πακιστανούς συνήθως στο κέντρο της Αθήνας.

- Τι έλεγε το Πακιστανικό;
- Από ποιότητα έτσι κι έτσι, αλλά πού να ψάχνεις για κάτι καλύτερο...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτό που ελκύει τις (χαζο)γκόμενες, συνήθως το λέμε για ακριβά αμάξια ή για ακριβά μοδάτα ρούχα.

- Πολύ γαμάτο το νέο cabrio που αγόρασες! Να το χαίρεσαι!
- Ε ναι, είναι για τα γκομενάκια!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κάτι πολύ μικρό ή ασήμαντο, συνήθως με την αρνητική έννοια.

- Φίλε μήπως έχεις τίποτα να τσιμπήσουμε; Πεινάω πολύ.
- Ναι, μου έχει περισσέψει από χθες ένα κουλούρι Θεσσαλονίκης.
- Τι λες μωρέ, νομίζεις θα χορτάσω εγώ με αυτό το σκατουλάκι; Ας παραγγείλουμε καμιά πίτσα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified