Επιτούργημα = Η επιτυχία του αριστουργήματος.
«Πω φίλε, χθες ήμουν σε μια έκθεση... τςςςς… αριστουργήματα όλα! Αλλά ήταν και ένα σουρεαλιστικό έργο… επιτούργημα σου λέω!»
Επιτούργημα = Η επιτυχία του αριστουργήματος.
«Πω φίλε, χθες ήμουν σε μια έκθεση... τςςςς… αριστουργήματα όλα! Αλλά ήταν και ένα σουρεαλιστικό έργο… επιτούργημα σου λέω!»
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Παραδοσιακό γλύκισμα της ελληνικής και τουρκικής κουζίνας.
Μεταφορικά, ο όρος χρησιμοποιείται για να περιγράψει κάτι το ωραίο και ποθητό ή το κατάλληλο για την περίσταση.
Στα ελληνικά την λέξη την έχουμε δανειστεί από το τούρκικο lokum που έχει αραβική προέλευση...
-Μ' έφερε η θεία μου κάτι λουκούμια από την Σύρο, τα 'φαγα μέσα σ' ένα απόγευμα, απόλαυση σκέτη.
-Πωπωπω, δες το μελαχρινό ένα κωλαράκι που έχει!
-Αμάν ρε φίλε, λουκούμι είναι, λουκούμι!
-Δε σου έπεσε άσχημα το μηχανάκι του θείου σου, ε;
-Πλάκα κάνεις; Λουκούμι με ήρθε, μόλις χάλασε το δικό μου, πήρα αυτό και ντη βγάζω...
Got a better definition? Add it!
Ενστερνίζομαι κάτι το οποίο δεν είναι δικό μου και προσπαθώ να προπαγανδίσω αυτήν την καινούρια κτήση.
- Παλικάρι, αυτή η θέση parking είναι δικιά μου, δεν θα παρκάρεις εκεί...
- Και από πού είναι δίκια σου ρε φίλε, από το μουνί της μάνας σου την έβγαλες;
Got a better definition? Add it!
Πετρέλαιο το [petréleo]: ορυκτός υδρογονάνθρακας σε υγρή μορφή που αποτελεί μια από τις κυριότερες πηγές ενέργειας. Όπως μας πληροφορεί εδώ (λες και δεν το ξέραμε, θα μου πείτε και με το δίκιο σας) ο Τριανταφυλλίδης.
Στα δικά μας τώρα, ποιος είναι αυτός που δεν έχει επισκεφτεί μπομπάδικο και δεν τον έχουν ποτίσει από λιωσέ κουέρβο μέχρι Θήβας Ρήγκαλ; Μάλλον κανένας.
Μπόμπα από μπόμπα όμως διαφέρει. Υπάρχουν μπόμπες που (αν κάποιος δεν το 'χει το άθλημα) δεν τις παίρνει πρέφα, παρά μόνο το επόμενο πρωί που ξυπνά με τις γνωστές παρενέργειες.
Την μπόμπα όμως που χαρακτηρίζουμε «πετρέλαιο» δεν γίνεται να μην την καταλάβεις, αφού η μυρωδιά της είναι τόσο χαρακτηριστική (σαν πετρέλαιο ένα πράμα), που κάλλιστα μπορεί να σου κάψει τα μυτοτρίχια. Το τι γεύση μπορεί να έχει δεν το ξέρω μιας και δεν ήμουν ποτέ τόσο γενναίος ώστε να δοκιμάσω.
Φυσικά τα παραπάνω δεν πιάνουν στο βενζινάδικο της παραλιακής/ αεροδρομίου, αλλά σε πολλά clubs μπορεί να γλιτώσετε το πετρέλαιο. Από εδώ
Αν μυρίζει οινόπνευμα, άστο, πέτα το… Καλά, υπάρχουν και κάποια που βρωμάνε πετρέλαιο, αυτά κρατήστε τα για τον λέβητα! Από εδώ
Απλά ανέφερα ότι καλό είναι να μην το πίνουμε έξω που δεν σέβονται τίποτα και σου σερβίρουνε πετρέλαιο γιατί κάνει περίεργη πρόσμειξη.
Υπάρχει και η άλλη λύση από το να κάθεστε και να γράφετε για τα πετρέλαια που πίνετε (άσε που πλέον το πετρέλαιο είναι πιο ακριβό από την βενζίνη και δε συμφέρει οπότε...) Από εδώ
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Η ηρωίνη (πρέζα) ή αλλιώς ζαπρέ.
Έκλεβε λεφτά απ' τη μάνα του για τη ζά.
Got a better definition? Add it!
Άθλημα στο οποίο οι παίκτες συναγωνίζονται στο κλάσιμο. Οι κανόνες είναι απλοί:
Ηχηρή χωρίς βρόμα = 1 πόντος.
Ηχηρή με βρόμα = 2 πόντοι.
Φυσηχτή χωρίς βρόμα (σπάνιο) = 0,5 πόντοι.
Φυσηχτή με βρόμα (άλλως «μοβόρα») = 2,5 πόντοι.
Βραστή = τρίποντο.
Σε περίπτωση που ένας παίκτης χεστεί κατά τη διάρκεια του αγώνα, χάνει και βγαίνει από το παιχνίδι (για να πάει στο γκαμπινέ να σκουπιστεί/να πλυθεί ή να συνεχίσει το χέσιμό του ανενόχλητος).
Όπως σε κάθε άθλημα, η προπόνηση παίζει μεγάλο ρόλο, όπως και η κατάλληλη προθέρμανση και προετοιμασία (κατανάλωση οσπρίων, κρύου γάλακτος κ.τ.λ.).
- Παίζουμε (το) πορδόσφαιρο;
- Πάλι τα ίδια; Αφού όλο χέζεσαι και χάνεις, ρε πισωγλέντη.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Είδος κλανιάς που ηχεί σαν μπουρμπουλήθρες, σαν να βράζει νερό. Συνήθως είναι δυνατή, διαρκείας, με υγρή απόχρωση, και βρομάει επικίνδυνα.
Βλ. επίσης κομπολογάτη.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Τα ξηροκάρπια στα συμφραζόμενα τελειωμένων σκυλάδικων, μπουζουκιών, πανηγυριών. Τυποποιημένο στη φράση του παραδείγματος, όπου:
το ότι αποκαλείται σπέσιαλ δεν πα να πει ότι δεν είναι θήβας ρήγκαλ.
Ασσίστ τζήσους. Ναι, με αγαπάω.
Φιάλη σπέσιαλ με τα παρελκόμενα 100€.
βλ. και ξηρούς καρποί.
Got a better definition? Add it!
Είναι όρος που πιστοποιεί ότι κάποιο προϊόν είναι καινούργιο και εντελώς αχρησιμοποίητο.
Χρησιμοποιείται κατά κόρον για τα αυτοκίνητα και όχι μόνο, και έχει ''καταγωγή'' από το σύνηθες φαινόμενο κάλυψης των καθισμάτων με ζελατίνα από τους κατασκευαστές αυτοκινήτων.
- Ρε Μπάμπη, είδα τον Λευτέρη με μία bmw, δικιά του είναι;
- Ναι ρε το κουνάβι, του το πήρε ο μπαμπάκας του!
- Ζελατίνα;
- Ναι ρε, ζελατίνα το πήρε ο σκατόφλωρος!
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Πεθαίνω. Συνήθως λέμε «τα τίναξε τα πέταλα».
Το τίναγμα προέρχεται από την αποκοπή της σπονδυλικής στήλης. Καθώς σπάει ο νωτιαίος μυελός κατά το κρέμασμα, τα ποδιά τινάζονται σπασμωδικά.
Λέγεται επίσης (ως προς «τα πέταλα») επειδή όταν πεθαίνει το άλογο συμβαίνει το ίδιο και μπορεί να εκσφενδονιστεί κάνα πέταλο.
Στα αμερικλάνικα είναι he kicked the bucket, κλώτσησε τον κουβά.
Τα τίναξε τα πέταλα η καβατζόπουστα, άντε τώρα να καθαρίσουμε τα σκουπίδια του.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified