Further tags

Πρόκειται για πορδή πολύ ηχηρή, απότομη, αναπάντεχη. Ετυμολογείται από τις φερώνυμες χειροβομβίδες που έχουν στόχο όχι τόσο τον τραυματισμό (αμυντικές, επιθετικές), αλλά το νταβαντούρι και τον εκφοβισμό.

  1. Εκεί που καθόμασταν αφήνει ο Μήτσος μια κρότου-λάμψης, τρομάξαμε.

  2. Πάνω που σαλιαρίζαμε με την Τόνια, αφήνει μια κρότου-λάμψης, με ξενέρωσε τελείως!

χειροβομβίδα κρότου-λάμψης (από panos1962, 01/11/09)Πορδή flashbang (από panos1962, 01/11/09)Σχετικό προειδοποιητικό σήμα (από panos1962, 01/11/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Είναι το ρούχο το εξεζητημένο, το πολύ έξαλλο, ή και το πολύ αποκαλυπτικό. Το ρούχο που, τεσπα, δεν συνηθίζεται στην παρέα ή στον κύκλο αυτού που το φοράει, π.χ. αν σε μια παρέα φοιτητριών της αρχιτεκτονικής που ανήκουν κυρίως στον αντιεξουσιαστικό χώρο, εμφανιστεί μέλος της παρέας με φούστα Dolce & Gabbana, δικαίως την υποδέχονται: «καβλώς την Αλέκα με το παπαρεό».

  1. Μαλάκα, πήγα χθες στη Μαίρη που με είχε τραπέζι και φόραγε ένα παπαρεό, αν είστε πέντε φύγετε κι ελάτε μ' άλλους δέκα. Μου βγήκαν τα μάτια σου λέω!

  2. Τι παπαρεό φοράει, ρε συ, ο Σόμπολος; Θα μας τρελάνει ο τύπος!

  3. Πάρε την ξεφωνημένη, παπαρεό που φοράει!

Η Μαίρη (από panos1962, 01/11/09)Πάνος Σόμπολος (από panos1962, 01/11/09)Ξεφωνημένη με παπαρεό (από panos1962, 01/11/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μικρὸ πέος στὴν καλιαρντή.

Συνώνυμα: Σφαίρα, μπάμια, μπάμια Μπογιατίου (Μπογιάτι=Ἁγ. Στέφανος Ἀττικῆς).

Βλ. ἐπίσης ταυτόσημο λῆμμα τουτού.

- Τσάμπα ὁ μπερχαμὰς γιὰ τὸ τεκνό, μωρὴ Κοῦλα! Φυστίκι ἄβελε στὸ πακέτο!

Τοὐτέστιν:

- Ἄδικα ὁ καυγὰς γιὰ τὸν ἐπιβήτορα, ἀφοῦ τὸ φούσκωμα τοῦ παντελονιοῦ στὴν περιοχὴ τῶν γεννητικῶν ὀργάνων (προφανῶς μὲ βάτες) ἔκρυβε ἕνα μικρὸ καὶ ἀνάξιο λόγου πέος.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κιτσαρία από την εποχή του παλαιού καλού Ελληνικού κινηματόγραφου που περιγράφει κάτι το ανύπαρκτο, κάτι το ζαγοραίο, κάτι που τα τα σπάει ρε αδερφέ.

Η αρχική μορφή ήτο έξτρα πρίμα γκουτ, αλλά οι γερμανοί έχασαν τον πόλεμο, nein;

Ασίστ: BuBis

  1. - (Στο) καθιερωμένο πλέον βιβλιοφιλικό του παζάρι (...) στην Πλάκα (μπορείς να βρεις) βιβλία και περιοδικά του 19ου και του 20ού αιώνα, παλιές εφημερίδες, παιχνίδια (μούρλια), φωτογραφίες και καρτ ποστάλ, αφίσσες, ακόμα και παλιά ραδιόφωνα σε τιμές έξτρα πρίμα γκουντ... (από εδώ)

  2. - Διαπιστώνω ότι το προγραμματάκι της Apple σου επιτρέπει να περάσεις σχετικά γρήγορα και οργανωμένα στο δίσκο σου τα μουσικά CD, έξτρα πρίμα γκουντ... (από εδώ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έκφραση των πενήνταζ και εξήνταζ, άγνωστης προέλευσης. Λέγεται όταν θέλουμε να πούμε κάτι στα αγγλικά, αλλά δεν ξέρουμε να πούμε ούτε λέξη. Συνηθιζόταν κατά την έξοδο από τα σινεμά της εποχής, οπότε γινόταν αναπαράσταση σκηνών, κυρίως γουέστερν, π.χ. «Τραβάει τα πιστόλια και του λέει κατάμουτρα: Τρικ μαϊ φόρτ

Λέγεται συνήθως με την έννοια του άριστου, του μέγκλα, κυρίως για ρούχα, παπούτσια ή άλλα είδη ένδυσης και υπόδησης.

- Πήρα παπουτσάκι τρικ μαϊ φόρτ! 80€, γουστάρεις;

- Πώ ρε καμπαρντινιά ο Λάκης; Τρικ μαϊ φορτ!

Βλ. επίσης τρικ μάι φορ.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μιλάμε για:

  • Άτομο που που χαρακτηρίζεται από έλλειψη επαγγελματισμού, υπευθυνότητας, τεχνογνωσίας, κλπ.
  • Πρόχειρο κατασκεύασμα (π.χ. αρχίδια μηχάνημα) ή παρεχόμενη ψευτο-υπηρεσία.
  • Εταιρεία που παρέχει προϊόντα ή / και υπηρεσίες gtp προδιαγραφών, πρόχειρα οργανωμένη δουλειά, κ.λπ.

    Στο background μιας προχειράντζας μπορεί να υπάρχει:

  • Κακή ποιότητα (π.χ.: β διαλογής υλικά. Τα σετ α λα μαμά σπεκς των προϊόντων είναι gtp προδιαγραφών, βγαίνουν ελαττώματα κάθε τρεις και λίγο, κλπ).

  • Φτηνοδουλειά.
  • Δουλειά του ποδαριού.
  • Κακός επαγγελματισμός (δεν υπάρχει σεβασμός για τον πελάτη, δεν υπάρχει οργάνωση στην εργασία, υπάρχει ftp προγραμματισμός, κ.λπ/).
  • Έλλειψη τεχνογνωσίας.

    Μια προχειράντζα δε μας γεμίζει το μάτι, ωστόσο μπορεί να αποτελεί τη λύση ανάγκης όταν:

  • Δεν υπάρχει χρόνος να ασχοληθούμε σοβαρά με κάτι, παρόλο που έχουμε τις ικανότητες. (π.χ. είμαστε πτωμάντα απ' την κούραση, τα μάτια κλείνουν και θέλουμε να φτιάξουμε κάτι πρόχειρο για να φάμε πριν την πέσουμε).

  • Ψάχνουμε για μια προσωρινή λύση.
  • Δεν υπάρχουν τα αναγκαία χρήματα. Να μη συγχέεται όμως αυτό με την κίνηση πολλών σπάγγερμεν να επιλέγουν κατά κανόνα προχειράντζες. Χαίρονται για το κατόρθωμα τους... αλλά το φθηνό κρέας το τρώνε οι σκύλοι.

    Τέλος πρέπει να αναφερθεί πως μπορεί κάποιος να πιαστεί κότσος, όταν για μια προχειράντζα του κοστίζει ο κούκος αηδόνι.

Βλ. και λήμματα: δευτεράντζα, μαϊμού.

Σημείωση: Μπορεί να θεωρήσουμε ως προχειράντζα ένα προϊόν ή μια υπηρεσία κατωτέρων στάνταρ από αυτά που υποθέτουμε.

  1. Φυσικά και καλά θα κάνεις γιατί το Κ-mouse interface είναι πολύ super επινόηση, άσε που μόνο αυτός το φτιάχνει (αυτός το επινόησε κιόλας). Φτιάχνει και άλλος ένας στην Ολλανδία αλλά η δουλειά του είναι πολύ προχειράντζα και χωρίς πλαστικό case.
    Δες

  2. Πειράζει που έχω γίνει κακή επαγγελματίας;
    Είμαι μεγάλη προχειράντζα τελικά... Ντροπή μου.
    Δες

  3. Το manual... πολύ με απογοήτευσε! Τι κουτσουρούδικο φυλλάδιο είναι αυτό; Τι προχειράντζα ήταν αυτή; Περίμενα να συναντήσω κανα «τόμο», σαν αυτούς που μας συνηθίζει η Nokia, αλλά φεύ!
    Δες

  4. Πολύ προχειράντζα αυτή η εταιρεία... αλλά για τέτοιου είδους πράγματα δεν αξίζει να πληρώνεις φιρμάτα πράγματα.

  5. Θέλω κάποια στιγμή να αγοράσω ένα μηχάνημα με προσωπικότητα. Επειδή όμως δεν έχω τα απαραίτητα γκαφρά, τη βγάζω προσωρινά μ΄αυτή την προχειράντζα.

  6. Άλλαξα σπίτι πρόσφατα και έχω τοποθετήσει τα πράγματα στο πατ κιούτ. Έκανα προχειράντζα δουλεία μωρ' αδερφάκι μου, αλλά βλέπεις μου 'χουν τύχει διάφορα τώρα και πνίγομαι. Δεν προλαβαίνω να χέσω.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σημαίνει «κάτσε καλά», αλλά χρησιμοποιείται κύρια ως επιθετικός προσδιορισμός πραγμάτων, προσώπων και καταστάσεων. Βλέπε και γαμάτο, τζαμάτο, μερακλαντάν κλπ.

  1. - Καλή η αφρικάνα;
    -Κατσεκαλάν! Δεν παίζεται.

  2. Τη Μαριώ δεν την πιάνει το μάτι σου, αλλά μου 'κανε κάτι κατσεκαλάν κλαρίνα, μου 'φυγε το κλαπέτο!

  3. Πήγαμε τριήμερο Ζαγοροχώρια, κατσεκαλάν!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πλοίο/φέρρυ με μεγάλη ηλικία, που θα βλαστημάς την ώρα που το διάλεξες για να σώσεις λίγα Ευρώ.

- Πώς ήταν το ταξίδι σου;
- Άσε, η φίλη μου έκλεισε εισιτήρια σε σκυλοπνίχτη. Πήρε 10 ώρες και βρώμαγε...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο γκραν γαμάω τύπος. Ο κουλ τύπος με πολλές γνώσεις. Δε συμφέρει να του πας κόντρα, αφού θα βγει από πάνω ούτως ή άλλως! Πιο γενικά, έμπειρο χαρακτηρίζουμε οτιδήποτε αξίζει και είναι καλό, όμορφο. Ακόμα και γκόμενες!

  1. -Πήγα χθες και αγόρασα ένα πολύ έμπειρο κινητό! Πατάς έναν αισθητήρα και καταλαβαίνει αυτόματα τι θες να φας εκείνη τη στιγμή πιο πολύ! Γαμάτο;
    -Εεεε... όχι.

  2. Καθηγητής: Προσθέστε όλους τους αριθμούς από το 1 ως το 100.
    ...
    Γκάους: Κύριε το 'λυσα! Μας κάνει 5050!
    Κ: WTF;!;! Κιόλας;!! Τελέρε μεγάλε;
    Γκ: Αμέ, αφού μπλα μπλα 1+100=101 και 2+99=101 και 3+98=101 μπλα μπλα 50 ζεύγη αριθμών μπλα μπλά άρα 50*101=5050.
    Κ: Είσαι πολύ έμπειρος τελικά! Αϊτός είσαι;;

  3. -Καλά ε, το λίλιαν πολύ έμπειρο...
    -Ναι αλλά οι άλλοι την γαμάνε και εμείς μόνο κοιτάμε...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο μπάφος. Εκ του αγγλικού skunk > sku > σκου. Πολύ κωδική ονομασία για ύπουλες καταστάσεις που δε θέλουμε να μας καταλάβουν οι άλλοι.

  1. Ρε μαν...παίζει καθόλου σκου;

  2. Άσε ρε φίλε, έκρυψα το σκου στο δωμάτιο μου τόσο καλά που έκανα μια ώρα να το βρώ!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified