Further tags

Σακάκι το οποίο φοριέται σε κηδείες, γάμους, βαφτίσια, λοιπές εκδηλώσεις, αλλά και σε συνεντεύξεις για δουλειά και άλλες επίσημες εμφανίσεις, από άτομο το οποίο συνήθως δεν φοράει τέτοιου είδους ρούχα (γεροντοφρικιό, λέτσος, μπίχλας, άνετος, μοντέρνος κλπ, κλπ, το πιάσατε το νόημα ελπίζω) ή τα φοράει σε συνδυασμό με τελείως φευγάτα ρούχα, χρώματα, αξεσουάρ, κλπ.

Ονομάζεται έτσι, γιατί είναι σαν να το έχει υφαρπάξει ο φορών από το φέρετρο του παππού του λίγο πριν τον παραχώσουν. Όπερ, στραβοχυμένο, τριμμένο, παλιάς μόδας, ψιλο-λερωμένο και χοντρο-τσαλακωμένο, και κάνα δυο νούμερα μικρότερο ή μεγαλύτερο από το δικό του.

- Και εκεί που περίμενα στην σειρά μου για συνέντευξη, σκάει μύτη ρε ένας παίχτης με εμφάνιση γάμησέ τα, λέχρα, αλλά με σακάκι του παππού! Ξεκαρδίστηκα στο γέλιο…
- Και τι έγινε την πήρες την δουλειά;
- Τα αρχίδια μου πήρα… ο τύπος ήταν ο υπεύθυνος Ανθρωπίνου Δυναμικού… Τώρα θα συνδυάσω το δικό μου Armani με γραβάτα του κρεμασμένου…

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ορισμός που δηλώνει την ποιότητα και την πυκνότητα ενός σώματος, αντικειμένου ή υλικού.

  1. Το γραφείο είναι από μασίφ ξύλο.

  2. Οι βέργες είναι μασίφ, δεν είναι κούφιες.

  3. Ρε μαλάκα! Τι γκόμενα είναι αυτή; Πολύ μασίφ πράγμα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το έξτρα εισόδημα που τσακώνουν ορισμένοι ταρίφες. Οι πονηροί αυτοί ταρίφες συνεχώς σκαρφίζονται λύσεις για να διατηρήσουν και να επαυξήσουν τα ταριφιάτικα. Ευτυχώς υπάρχουν πολλοί σωστοί στον κλάδο τους.

Για παράδειγμα, θα αναφέρουμε, πως κάποιοι εξ αυτών των μπαγαπόντηδων τυπάδωντης κίτρινης φυλής, επικαλούμενοι πως δεν έχουν ρέστα για να σου δώσουν, σε κάνουν να προτιμήσεις φεύγοντας να τους αφήσεις τα ψιλά (παρά να γυρνάς μαζί τους σαν την άδικη κατάρα μέχρι να χαλάσεις, χάνοντας εν τω μεταξύ το χρόνο σου). Ετσι λίγα από δω, λίγα από κει βγαίνει το κομπόδεμα.

Ενα άλλο παράδειγμα αφορά αυτούς που, θεωρώντας πως στο ελληνικό αίμα τρέχει καθάριο αίμα ομάδας Ε, βλέπουν όποιον αλλοδαπό τολμήσει να τους σταματήσει, σαν το ψάρι, σαν το χάπατο που πρέπει να μαδήσουν ζητώντας του ένα κάρο χρήματα.

Ευτυχώς, βέβαια, κάποιοι ξένοι, που δε μασάνε από τέτοια τους καταγγέλλουν. Έτσι, οι ξύπνιοι αυτοί ταρίφες θεωρώντας πως οι αλλοδαποί κοιμώνται όρθιοι, κατορθώνουν να κάνουν ρόμπα τη χώρα.

Σημείωση: Αν και το ανέφερα παραπάνω, αισθάνομαι την ανάγκη να πώ πως το λήμμα εστιάζει στους ταξιτζήδες που αποτελούν κακό παράδειγμα για τον κλάδο και αμαυρώνουν με τις κινήσεις τους την εικόνα που έχουμε για τον Ελληνα ταξιτζή.

- Άστα, χθες σταμάτησα έναν Ομάρ Ταρίφ για να με πάει κάπου που είχα ραντεβού ... Μου ζήτησε ο τάριφμαν 8 ευρώ. Του δίνω δεκάευρο, αλλά δεν είχε ρέστα. Προσπαθούσαμε να βρούμε περίπτερο για να χαλάσω, εντωμεταξύ ο χρόνος κυλούσε. Βλέπεις, είχα επείγον ραντεβού και δεν έπρεπε να καθυστερήσω.
- Και τι έκανες;
- Τίποτα. Είπα ... ασταδγιαλα, προκειμένου να χάσω το ραντεβού μου ... δε γαμιέται, ας του αφήσω τα ρέστα.
- Εμ ... έτσι βγαίνουν τα ταριφιάτικα, φίλε μου

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Φανταστικό χόρτο που όποιος το τρώει αποβλακώνεται.

Αν το κουτόχορτο σερβιριστεί σε καλό πιάτο με τις ανάλογες γαρνιτούρες, τότε αυτός που το τρώει είναι αμφίβολο αν θα ξυπνήσει και πάρει χαμπάρι με τι κουμάσι έχει να κάνει.

Τι μας πέρασε ο Κώστας; νομίζει οτι τρώμε κουτόχορτα και δεν καταλαβαίνουμε τι πάει να σκαρώσει;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κουρούπα ή κουρούπι αποκαλείται η στάμνα, το κιούπι κι άλλα πήλινα σκεύη.

Ο όρος κουρούπας προέρχεται απ' την εικόνα της στάμνας, που θυμίζει το κεφάλι (κουρούπα) κάποιου που του έχουν πέσει τα μαλλιά και έχει μεγάλη φαλάκρα, κάποιου που είναι εντελώς κάμπριο, ή κάποιου που έχει κουρευτεί γουλί. Αυτός μπορεί να αποκαλεστεί και ως κουρούπης.

Σχετικά, θα μπορούσαμε να αναφέρουμε πως όταν θέλουμε να χρησιμοποιήσουμε την έκφραση:«Την ξεμάλλιασε», μπορούμε να χρησιμοποιήσουμε την έκφραση, «Την έκανε κουρούπα»

Σημείωση: Η φράση έχει απαξιωτική χροιά. Ωστόσο, αν θέλουμε να την αυξήσουμε, μπορούμε να χρησιμοποιήσουμε τον όρο παλιοκουρούπας.

  1. Τρελό γέλιο οι Γάλλοι –πώς το 'πάθαν και δεν πήραν σοβαρά τον εαυτό τους φέτος!- ένα σεληνιασμό έχει ο κουρούπας σαμάνος που χορεύει από πίσω (δες και video εδώ)

  2. - Κοίτα ρε σύ το φαλακράκια που πάει να την πέσει στα κοριτσάκια
    - Ε ...τον παλιοκουρούπα. Τι περιμένει να πιάσει πέρα από παντελονόψαρα;

(από GATZMAN, 15/02/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Ο,τιδήποτε λειτουργεί ως μαγνήτης για πούτσο, κατά το μουνοπαγίδα.

  2. Γκόμενα, που σε ελκύει / μαγνητίζει και μετά σε παγιδεύει.

  3. Κυριολεκτικά, το RAPEX, βλ. σχόλιο της Pirate Jenny στο αιδοίο το οδοντοφόρο - δαγκανόμουνο - vagina dentata.

  1. Μεγάλη πουτσοπαγίδα αυτό το στρινγκάκι που διαγράφεται.

  2. --Τι κάνει ο Βάγγελας; Άκουσα πως είναι στο νοσοκομείο, αληθεύει; Έλα κάτι θα ξέρεις, αφού είσαι το αυτί της γης!
    - Πού να στα λέω! Σε μια στιγμή ερωτικού ξανάμματος πήγε να βιάσει τον Περικλή, ο οποίος όμως δεν ήθελε, γιατί προσπαθούσε να μπει στον ίσιο δρόμο με την Λίλιαν και να ξεκόψει από Βάγγελα. Και τελικά η πούτσα του Βαγγέλη αιχμαλωτίστηκε στην πουτσοπαγίδα, που είχε δανειστεί ο Πέρι απ' τη Λίλιαν δια παν ενδεχόμενον!
    - Έλα ρε, μπαίνει η πουτσοπαγίδα στον κώλο;
    - Ε, τώρα με προσβάλλεις! Ή είμαι το αυτί της γης, ή δεν είμαι!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σύνθετη λέξη από τα: πούτσος + κεφαλοκλείδωμα (λαβή πολεμικών τεχνών γνωστή στους αγγλομαθείς ως headlock).

Κλείδωμα (lock): (μεταξύ άλλων) οποιαδήποτε λαβή πάλης κατά την οποία μέρος του σώματος του αντιπάλου διαστρέφεται ή πιέζεται
Κεφαλοκλείδωμα (headlock): η λαβή πάλης στην οποία το κεφάλι του αντιπάλου μαγκώνεται ανάμεσα στο εσωτερικό του αγκώνα και το σώμα του.
Πούτσος: το αντρικό μόριο (έχουν γραφτεί άπειρα, διαβάστε)

Πουτσοκεφαλοκλείδωμα: η λαβή που μπορεί να πραγματοποιηθεί από ιδιαίτερα γυμνασμένο αιδοίο στο μόριο του αντιπάλου κατά την διάρκεια πάλης στο σεξ με μάγκωμα και περιστροφή. Παραλλαγή του θέματος χωρίς περιστροφή αλλά μάγκωμα και απότομη κίνηση προς την ανάποδη (όπως όταν ανοίγουμε μπουκάλι μπύρας με το ανοιχτήρι).

Πιθανές συνέπειες:

Ψυχολογικές - Το όνειρο (σφιχτό, στενό, γυμνασμένο αιδοίο) γίνεται εφιάλτης. - Ξενέρωμα.

Παθολογικές

- Τρελό στραμπούληγμα.

- Κάταγμα πέους (νομίζατε ότι δεν γίνεται; νομίζατε ότι κάνω πλάκα; για ρίχτε μια ματιά στα μήδια... ).

- Ακρωτηριασμός αν η εκτέλεση πραγματοποιηθεί από δαγκανόμουνοκαι ενδεχομένως θάνατος από την επακόλουθη αιμορραγία (μη εξακριβωμένο, αλλά εικάζεται ότι φταίει που κανείς δεν έζησε για να το διηγηθεί).

Τρόποι αντιμετώπισης:

-Σεξ σε ρινγκ παρουσία διαιτητή: σε ένα ρινγκ υπάρχουν κανόνες για να αναδειχθεί κάποιος νικητής χωρίς να χρειαστεί να σκοτώσεις τον αντίπαλο σου ή να σε σκοτώσει αυτός. Όταν όμως η μάχη γίνεται εκτός ρινγκ δεν υπάρχουν κανόνες και φυσικά κανένας δεν ακολουθεί τους κανόνες του ρινγκ.

-Αποφυγή συνεύρεσης με μέλη ομάδων υψηλού κινδύνου: Στις ομάδες υψηλού κινδύνου συγκαταλέγονται:
* οι σβάρτσεςπου ξημεροβραδιάζονται στα γυμναστήρια (ειδικά αν ακούσετε την λέξη Plate φύγετε φύγετε φύγετε) * κυρίες που πίνουν νερό στο όνομα των ασκήσεων Κέγκελ(ρωτάς πχ «από Κέγκελ πώς πάμε;» αν αρχίσει και περηφανεύεται για το πόσο συχνά κάνει και τέτοια, μένεις σε εγρήγορση) * όσες έχουν φήμη δαγκανομούνας - ακόμα και αν πρόκειται για κακεντρέχειες, φύλαγε τα ρούχα σου για να χεις τα μισά. Επίσης σχετικές παροιμίες: Του φευγάτου η μάνα δεν έκλαψε ποτέ, He who runs away lives to fight another day (ελ. μτφ. - προσαρμογή: αυτός που τρέχει γρήγορα θα ζήσει να γαμήσει άλλη μέρα).

Αν καταλάβατε καλά, this is the twilight zone. Παίζει όμως και το θέμα αδρεναλίνη εδώ, σο, ό,τι σας φωτίσει ο γιαραμπής.

Σχετικό λήμμα: στραβοψωλιάζω


Δισψλαιμερ: Λέμε και καμια μαλακία να περνάει η ώρα ...

Από το λήμμα «αιδοίο το οδοντοφόρο» εμού της ιδίας από το οποίο προέκυψε και η έμπνευση για το παρόν: «Το μουνί με δόντια - τέχνη: Από όλα τούτα η τέχνη εμπνεύστηκε και βγήκε το ταινιάκι «Teeth», μιλάμε για τρελή αρρώστια το σενάριο. Η τύπισσα με το που τα 'παιρνε στην κράνα τους έκανε πουτσοκεφαλοκλείδωμα και ακύρωση - τους τα κοβε με δαγκιά [sic] και τα πέταγε στα σκυλιά. »

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο αιτώντο λήμμα στο Δημόσιο Πρόχειρο, εισηγήθηκε την ελληνική απόδοση του όρου Vagina dentata. Εδώ είμαστε, δώστε βάση στο νόημα γιατί έπεσε ρισέρτς, ήμουν τυφλή και βρήκα το φως μου αναλαμβάνοντας αυτό το λήμμα - δεν μπορώ, δεν μου επιτρέπεται, να μην μοιραστώ τόση γνώση:

Βασικά μιλάμε για ένα μουνί που τρώει καβλιά. Να ξέρουμε πού βρισκόμαστε εξαρχής και μετά συνεχίζουμε ως ακολούθως.

Το μουνί με δόντια - ορισμός: Ο ορισμός της Wikipedia για το Vagina dentata (ελεύθ. μτφ.): «Vagina dentata είναι ο λατινικός όρος για το αιδοίο με δόντια. Πολλοί πολιτισμοί έχουν λαϊκές ιστορίες σχετικά με γυναίκες που είχαν δόντια στα αιδοία τους, οι οποίες έχουν σκοπό να προειδοποιήσουν για τους κινδύνους που ενέχει το σεξ με άγνωστες γυναίκες και για να αποτρέψουν από ενέργειες βιασμού.». Έεετσι!

Το μουνί με δόντια - επιστήμη: Το αιδοίο με δόντια, λέει, φαίνεται ότι είναι το κλασσικό σύμβολο του φόβου του άντρα για το σεξ και ότι εκφράζει την υποσυνείδητη πίστη πως μια γυναίκα μπορεί να φάει ή να ευνουχίσει τον σύντροφό της κατά την διάρκεια της συνουσίας. Ο Φρόιντ αναφέρει ότι «πιθανώς δεν υπάρχει άντρας απαλλαγμένος από το φρικιαστικό σοκ της απειλής του ευνουχισμού στην θέα των γυναικείων γεννητικών οργάνων». Αλλά, (σύμφωνα με το The Woman's Encyclopedia of Myths and Secrets by Barbara Walker) ο Φρόιντ, λέει, το 'χε πιάσει λάθος (πάει και ένας αιώνας από τότε που ανακάλυπτε τον τροχό, όσο και να 'ναι, και τα μεταγενέστερα γατόνια τον βγάλανε σκάρτο): ο πραγματικός λόγος αυτού του «φρικιαστικού σοκ» είναι, λέει, ο συμβολισμός του στόματος, που πλέον αναγνωρίζεται διεθνώς στον μύθο και την φαντασία: «Είναι γνωστό στην ψυχιατρική ότι τόσο οι άντρες όσο και οι γυναίκες φαντασιώνονται την είσοδο του αιδοίου ως στόμα». Τί λες τώρα!!!

Το μουνί με δόντια - τέχνη: Από όλα τούτα η τέχνη εμπνεύστηκε και βγήκε το ταινιάκι «Teeth», μιλάμε για τρελή αρρώστια το σενάριο. Η τύπισσα με το που τα 'παιρνε στην κράνα τους έκανε πουτσοκεφαλοκλείδωμα και ακύρωση - τους τα κοβε με δαγκιά [sic] και τα πέταγε στα σκυλιά. Έτσι! Να μάθουνε να σέβονται.

Λοιπόν κανονίστε, φράσεις του στυλ «σβήσε την λάμπα κι έλα να την φας» είναι πλέον επικίνδυνες (και πριν ήταν, από ό,τι φαίνεται, αλλά τώρα έγινε official).


ΑΠΟΔΟΣΗ ΤΟΥ ΟΡΟΥ [I]Vagina dentata ΣΤΑ ΕΛΛΗΝΙΚΑ -[/i] Επιλέχθηκαν, όπως με χαρά προσέξατε στο λήμμα, ως επικρατέστεροι οι εξής όροι:

  1. Αιδοίο το οδοντοφόρο(επιστημονική ορολογία): ο όρος προκύπτει από την απλή και ξεκούραστη μετάφραση, με έμπνευση από την διωνυμική ονοματολογία - λέμε τώρα (vagina το αιδοίο - dentata αυτό που φέρει όδοντες, δηλαδή δόντια, νομίζω αντιληπτόν).

  2. Δαγκανόμουνο (εύχρηστη ορολογία για χρήση στην καθομιλουμένη):
    ελεύθερη απόδοση του όρου, μονολεκτική και πασπαρτού, προκρίθηκε ανάμεσα σε πολλές άλλες υποψήφιες, κυρίως επειδή βρίσκεται σε αντιστοιχία με άλλους όρους, τους οποίους βάζω παρακάτω με * για να μην μαυρίσει εντελώς το κείμενο και χαθεί η ουσία. Η λέξη Δαγκανόμουνο εστιάζει κυρίως στις ιδιότητες ενός μουνιού με δόντια, άρα πάει ένα βήμα παραπέρα, δεν κολλάει στα τυπικά, έχει ποιητικές και φιλοσοφικές προεκτάσεις. Γιατί τελικά, το βασικό πρόβλημα με το Vagina dentata, δεν είναι π.χ. ότι είναι άσχημο ή κάτι τέτοιο - το πρόβλημα είναι ότι δαγκάνει [sic].


Σύνθετες λέξεις, στα πρότυπα των οποίων διαμορφώθηκε το «δαγκανόμουνο»:
αγριόμουνο / βρωμόμουνο / αραχνόμουνο / γεροντόμουνο / ζαχαρόμουνο / φαρμακόμουνο κ.λπ.

  1. - Ανακαλείς τινά άνδρα ονόματι Τζον Μπόμπιτ, του οποίου η σύζυγος ακρωτηρίασε το πέος; Ήτο άτυχον τελικώς το γεγονός ότι δεν ήτο ενήμερος περί του Αιδοίου του Οδοντοφόρου...
    -Σώπα ρε μαλάκα μετά του το ράψανε και έγινε πορνοστάρ και χέστηκε στα φράγκα. Αλλά γιατί μιλάς παππουδίστικα, χάζεψες;
    -Δια να είμαι σύμφωνος με την σοβαρότητα του επιστημονικού ταύτου όρου.

-Το θέλω αυτό το μουνί, το θέλω δικό μου.
-Κανόνισε την πορεία σου, είναι δαγκανομούνα αυτή, την ξέρει όλη η πιάτσα, θα στην κόψει με το δαγκανόμουνό της και θα στην πετάξει στα σκυλιά.
-Μωρέ ας μου κάτσει εμένα και μετά ας με αυτοκτονήσει κιόλας...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ό,τι κάνει ένα μούλτι μπλέντερ μπορεί να κάνει και ένα μούλτι μύδι.

Ένα καλό μούλτι μπλέντερ μπορεί να κόψει, να αλέσει, να ξεζουμίσει πολλών ειδών τρόφιμα, μαλακά ή σκληρά. Έτσι και το μούλτι μύδι μπορεί να επεξεργαστεί παντός είδους τσουτσούνες. Μπορεί να ξεζουμίσει μικρές, μεγάλες, χοντρές, ψιλές σε ό,τι χρώμα και σχήμα υπάρχουν και κυκλοφορούν.

Η Λίλιαν είναι καρατσεκαρισμένο μούλτι μύδι!

Σόσιαλ μύδια. (από Khan, 01/12/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το σουτζούκ λουκούμ είναι ένα εύγευστο σφιχτοδεμένο μακρόστενο μεγάλο λουκούμι που περιέχει ζάχαρη, γλυκόζη, νισεστέ, νερό και καρύδια (δεμένα σε σπάγκο). Βγαίνει δε σε διάφορα αρώματα (π.χ. τριαντάφυλλο, μούστο, γαρίφαλο, κανέλα, περγαμόντο, κλπ)

Ας δούμε τι ιδιότητες μπορούμε να εντοπίσουμε από την παραπάνω περιγραφή, και το παραπάνω link, ιδιότητες που μπορούμε να χρησιμοποιήσουμε στον συγκεκριμένο ορισμό:

1) Το σουτζούκ λουκούμ σχηματικά μοιάζει με λουκάνικο. (Η λέξη σουτζούκ προκύπτει δε εκ της τούρκικης λέξης sucuk που σημαίνει λουκάνικο)
2) Το κολλώδες μείγμα του παραπέμπει σε λάβα.
3) Ως γλυκαντική ουσία μπορεί να υποβοηθήσει την έλλειψη ζαχάρου που μπορεί να αισθανθεί κάποιος.
3) Τα καρύδια που περιέχει είναι αφροδισιακή τροφή που υποστηρίζει την ορθοπεηκή ικανότητα.

Εκ των ανωτέρω, όταν σλανγκιστί λέμε σουτζούκ λουκούμ παραπέμπουμε σε γούδα και βουκεφάλα. Θα μπορούσε επίσης να αναφερθεί σχετικά, πως η λουκουμοειδής επιφάνεια του γλυκίσματος παραπέμπει σε στοματικό σεξ.

Οταν δε κάποιος, αισθανθεί πως έχει έλλειψη ζαχάρου, μπορεί, μεσω του σουτζούκ λουκούμ του, να την απορροφήσει από γλυκά όπως: παστούλες, μιλφέΐγ, κλπ. Η τόνωση! Η ενέργεια!

Επίσης ως σουτζούκ λουκούμ θα μπορούσε να θεωρηθεί η αντίληψη ενός ψωλοπερήφανου για το [εργαλείο](http://www.slang.gr/lemma /show/ergaleio_2044) του. (Βλ. και λήμμα: πίτα του παππού).

Στο σπίτι της Λίλιαν αργά τη νύχτα.

Λίλιαν: Πέρι, έχω έντονη επιθυμία για γλυκό αλλά δεν έχω σπίτι και τα μαγαζιά είναι κλειστά.
Πέρι (με νόημα): Σου έχω τη λύση. Θες να σου πετάξω το σουτζούκ λουκούμ μου, να νιώσεις τη γλύκα του;
Λίλιαν: Α να χαθείς ρε ψωλοπερήφανε. Αν εσύ έχεις σουτζούκ λουκούμ τότε τι να πούμε για το παλούκ λουκούμ του ...
Πέρι: Για ποιόν μιλάς;
Λίλιαν: Γιατί ρωτάς; Τη ρουφάμε τη λάβα σοκολάτας;

Γιατρός:Μου μιλάγατε για σουτζούκ λουκούμ και εγώ νόμιζα πώς είσαστε χοντρός από την υπερκατανάλωση! (από GATZMAN, 12/02/09)(από GATZMAN, 12/02/09)(από GATZMAN, 12/02/09)(από GATZMAN, 12/02/09)(από GATZMAN, 12/02/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified