Further tags

Έτσι χαρακτηρίζεται ένα μηχανάκι μικρού κυβισμού και ιπποδύναμης, και συνήθως όχι καλά συντηρημένο. Πρέπει να προέρχεται από τα παλιά δίχρονα, αλλά τώρα που δεν έχει πολλά δίχρονα, λέγεται συνήθως για παλιά μηχανάκια (άσχετα αν είναι δίχρονα ή τετράχρονα), έως 100 κ.ε., κακοσυντηρημένα. Συντάσσεται μόνο με οριστικό άρθρο, δεν λες πχ «θα πάω στην Ομόνοια με πρα-πρα», λες «θα πάω με το πρα-πρα», εξ ου και το άρθρο στον ορισμό.

Εγώ θα αργήσω να έρθω γιατί θα πάρω το πρα πρα, παραγγείλτε εσείς.

(από Khan, 01/02/14)

Βλ. επίσης πρι-πρι, πιρπίρι, πραπρά, παρπάρι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Είναι και το ρούχο ή αξεσουάρ της μάρκας Burberry.

Ίσα μωρή λινάτσα που μου θες και μπουρμπούρια...

Got a better definition? Add it!

Published

Επαγγελματικό ψυγείο που χρησιμοποιούν εστιάτορες και ταβερνιάρηδες για να διατηρούν τα φρούτα και λαχανικά. Παίζει στους 4 βαθμοί, εκεί. Υπάρχει και ο φρουτάς, αλλά δεν λέγεται τόσο.

Αυστηρώς επαγγελματική αργκό.

Το άκουσα μεν στην Άνδρο, αλλά υποθέτω παίζει πανελληνίως.

- Έχω τόσα λεμόνια από τη λεμονιά μου που δεν ξέρω τι να τα κάνω...
- Δώσ΄τα μου να τα ξεπλύνω με νερό να φύγει το χώμα και η σκόνη και θα τα βάλω στον λαχανά. Θα κρατήσουνε κανα μήνα σίγουρα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ετέρα ονομασία για την τίκρα, άλλως κυψελίδα, άλλως κερί των ώτων, που φέρνει περισσότερο σε μια ζαχαροπλαστική πρόσληψη του εκκρίματος.

- Τον είδες ρε συ; Έβγαλε έναν βόλο παστελάδα απ’ το αφτί του και τον κατάπιε σαν καραμέλα! - Μπλιαχ!

Βιολογική παστελάδα (από Vrastaman, 25/07/12)

Αυτιά και λοιπές πάστες: μαρμελάδα, γράσο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μουσική σλανγκιά: περιγράφει μια ρυθμική ποιότητα της μουσικής, συνήθως με σταθερό ή/και αργό τέμπο, που εκφράζει υπόγεια συναισθήματα υποβόσκουσας έντασης αλλά και επικοινωνία βασισμένη στη μυστικιστική ρυθμικά επανάληψη (ως λούπα) που σταδιακά κορυφώνει χωρίς ουσιαστικές αλλαγές στα μουσικά μοτίβα, αλλά σε εναλλαγές ήχων και ριφ.

Αναφέρεται συνήθως στη μαύρη μουσική, τζαζ, φανκ, σόουλ, λάτιν, χιπ χοπ κ.ά.

Εδώ υπάρχει σαφής διαφοροποίηση από το «γκρουβ» όπως χρησιμοποιείται στην αγγλική. Η «γκρούβα» είναι ελληνική έκφραση και όπως όλα τ’ άλλα, εμείς οι ελληναράδες μουσικάντηδες νοσταλγοί των σέβεντηζ, την πήραμε και της γαμήκαμεν τα πρέκια, όπως άλλωστε της αρμόζει.

- Καιρό είχαν να ακούσω τόσο άνετη μπάντα. Φαίνεται καθαρά ότι ξέρουν πολύ καλά τι κάνουν και γκρουβάρουν άψογα. Η «γκρούβα» 'ηταν ανέκαθεν δύσκολο πράγμα για τους Μεσόγειους. Οι δικές μας μπάντες έχουν (και είχαν) πολύ καλούς μουσικούς αλλά από γκρουβ είναι πάντα σφιγμένοι. (εδώ)

- Υπαρχουν διαφορετικα ειδη groove,ο σωστος μεταλ ντραμμερ θα γκρουβαρει και αυτος,οπως γκρουβαρει και ο κρουστος της Συμφωνικης του Βερολινου... Wink,οπως γκρουβαρει και ο ντραμμερ του Μακη,οπως πρεπει να γκρουβαρει καθε μουσικος (και τραγουδιστης),γκρουβ δεν απαιτει μονο το shuffle & το funk.
εδώ

- Παίξε μια γκρούβα απ' τα παλιά ρε Γιώργη να θυμηθούμε τα νιάτα μας που χτυπιόμαστε στα πατώματα με τον Τζέιμς Μπράουν...

Για πολλούς η απόλυτη γκρούβα... (από VAG, 23/07/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το τηλεχειριστήριο. Το remote control. Το καμ-πιούτα εμπάσει περιπτώσει. Αυτό που πατάς κι αλλάζει κανάλια, ψηλώνει φωνές, κλείνει την τιβί, ανοίγει το αρκοντίσιο, κλπ.

Όχι αυτό της πρώην τηλεόρασης που το φυλάς λες και θα αλλάξει η μόδα, όχι τα δεκατέσσερα παροπλισμένα άλλα, που βάζεις σε ένα κουτί κάτω από το τραπέζι του σαλονιού και τα τρώει η σκόνη, όχι το παλιό που χάλασε από την πολλή χρήση και το κρατάς για ανταλλακτικά.

Εκείνο το γαμίδι που όταν το ψάχνεις πάει και κρύβεται γ@μώ το στανιό του μέσα και δε λέει ένα «ορίστε» που το φωνάζεις να ρθει να φάει και να πέσει για ύπνο γιατί έχει σχολειό το πρωί.

υγ ένα μεγάλο grazie στον capo di capi di tutti capi που σκοπό ζωής έχει να χάνει το εν λόγω.

(ακριβώς στα τρία λεπτά ανακατέματος μαξιλαριών και καλυμμάτων)

- Πλάτωνα που είναι το τηλεγαμίδι;
- Το τηλεχειριστήριο;
- Ναι αυτό.
- Το ριμότ κοντρόλ;
- Ναι γαμώ την πουτάνα μου γαμώ.
- Αυτό τι είναι;
- Φέρτο, καλό είναι.

βλ. και γαμίδι

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μεταχειρισμένο, σε αυτο-μότο αργκό.

Εκ της συντομογραφίας μεταχειρ/ο. Βοηθάει βέβαια το ότι ακούγεται σαν γιαπωνέζικη μάρκα και καλά.

- Άκουσα 4 γνώμες από 2 μηχανικούς της Yamaha και από 2 από διάφορα συνεργεία.Να ξεκινήσω απ'τα διάφορα συνεργεία.Ο ένας μου είπε να του έδινα την μεταχείρο επειδή με γνωρίζει,να την ρεκτιφιάρει να κρατήσω τα λεφτά μου που θα τα έδινα «τζάμπα».Δηλαδή να είχα κανένα μεγαλύτερο πρόβλημα μετά.Ο τύπος ήταν expert. Δεν πήρχε,πραγματικά.Ο 2ος μηχανικός μου είπε,μπορείς να πάρεις μεταχείρο καμπάνα ή να διορθώσεις κ τη δική σου αλλά ρε φίλε ήξερες πως την πήγαινε το προηγούμενο χέρι την μεταχείρο;πως δούλευε;μπορεί ο προηγούμενος να της είχε αλλάξει τα πέταλα στα απότομα γκάζια κ να την βάλεις εσύ κ να σου δώσει σε καμιά θερμοκρασία τον κινητήρα στα χέρια...
(εδώ)

- Δεν θα πάρω μηχανάκι. μεταχείρο ή καινουργίλα η κατάληξη είναι ίδια. = δεν μας παίρνει, οικονομικά, εργατικά, ΔΝΤακά, βάλε και την αεροπλανάτη παντόφλα μετά την στούκα , @@ μάντολες και χαλβαδόπιττα αμυγδάλου. Και σταμάτα να με κουρδίζεις, δεν χρειάζεται, είμαι αυτοκουρδιζόμενο πορτοκάλι.
(εκεί)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όταν κάποιος άσπονδος φίλος ή εχθρός σε κουρδίζει προκειμένου να σε κάνει τούρμπο.

Βλ. επίσης και τον εξαιρετικό αυτο-μότο ορισμό.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η βενζίνη εν συντομία. Από το: Βενζίνη -> Βενζίνα -> Τζίνα.

Ρε μαλάκα έχεις λεφτά για τζίνα; Γιατί το κόβω να αδειάζει. Αν είναι να τσοντάρω κάνα ψιλό.

Adriano Celentano - Svalutation (από allivegp, 15/07/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εκ του «ψιλά». Προσδιορίζει τα μικρά χρηματικά ποσά που δίνονται, συνήθως σε κέρματα.

Ρε φιλαράκι, παίζει κάνα ψιλό να πάρω ζουζού;

Got a better definition? Add it!

Published