Αναφέρεται σε καταστάσεις όπου απουσιάζει ο συντονισμός, ο σχεδιασμός, η οργάνωση, η συνεκτικότητα. Για άτομα, δηλώνει και αναξιοπιστία. Χρησιμοποιείται και χαϊδευτικά, σε καταστάσεις παρεΐστικης ευεξίας.

  1. — Σκέτο κωλοχανείο ήταν το γραφείο, ευτυχώς που την έκανα.
    — Τόσο χάλια;
    Ό,τι νά 'ναι ρε σύ. Το αφεντικό αναλάμβανε ότι του καθόταν χωρίς να το σκεφτεί κάν, η γραμματέας καλή μόνο για πίπες, και έπρεπε εγώ να βγάζω το φίδι απ' την τρύπα συνέχεια.

  2. — Στον Φίφη το ανέθεσες;... Σωθήκαμε.
    — Γιατί ρε;
    — Ο τύπος είναι ό,τι νά 'ναι ρε σύ. Άλλα του λες, άλλα καταλαβαίνει. Στον κόσμο του.

  3. Λέει άλλη μία γύρα;
    — Ρε μαλάκα, είμαστε ήδη λιάρδα να πούμε.
    — Έλα, μη μασάς, το πρότελευταίο...
    — Καλά ε, ό,τι νά 'ναι...

Δες ακόμη: λόγια της καραβάνας, οτινάνας, ράντομ.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η πεμπτουσία του Ελληνικού τρόπου ζωής. Και με τα καλά του και με τα κακά του.

Λέξη πολυσήμαντη, ανάλογα με τα συμφραζόμενα και με τη διάθεση, που μπορεί να σημαίνει πράγματα τόσο αντιφατικά όσο και η Ελληνική καθημερινότητα.

Σε φάση πρώτη, η σημασία είναι θετική. Νωχελικά ευχάριστο χάσιμο χρόνου, συνήθως με παρέα. Χαλαρά. Άραγμα, τεμπελιά. Πλάκα, μάλλον με διάθεση ειρωνείας, κέφι. (Παράδειγμα 1).

Εξηγούμαστε για να μη παρεξηγούμαστε:

Τετράωρες φραπεδιές συνοδευόμενες από κουβέντες π.χ. για παλιές γκόμενες και καινούργιες μεταγγραφές είναι χαβαλές. Σχεδόν ορισμός. Τετ-α-τετ με το αίσθημα σε μπαράκι, έξοδος για φαγητό σε μουράτο ρεστωράν και clubbing δεν είναι χαβαλέ. Συνήθως είναι κούραση.

Μπιρίμπα απογευματινή είναι χαβαλέ, ειδικά όταν διανθίζεται με ανέκδοτα. Πόκα δεκατετράωρη, αντιθέτως, είναι δουλειά και μάλιστα σκληρή και με άγχος.

Για τα παιχνίδια στον υπολογιστή, εξαρτάται. Γενικά, ο,τιδήποτε απαιτεί να ανοίξουμε λογιστικό φύλλο σε παράπλευρο λάπτοπ για να κρατάμε λογαριασμό για το γίνεται στο παιχνίδι, δεν είναι χαβαλέ – είναι πρότζεκτ.. Ένα ήπιο shoot ‘em up, ειδικά αν υπάρχει κερκίδα, μπορεί να είναι.

Σε φάση δεύτερη, τα πράγματα αρχίζουν να παρεκτρέπονται. Η ειρωνεία γίνεται σαρκασμός (Παράδειγμα 2) και ένας γενικός τζερτζελές εξελίσσεται σε μπούγιο, σασυρμά και φασαρία (Παράδειγμα 3).

Διευκρινιστικά και πάλι:

Μιάμιση ωρίτσα υπονοούμενα για το πόσο κοντοτσούτσουνοςείναι ο Γιαννάκης μπορεί να είναι χαβαλές. Οριακά. Να ενημερώσουμε, όμως, την γκόμενα την οποίαν ψήνει ότι ο Γιαννάκης την έχει ακριβώς δέκα πόντους και το έχουμε αυτό από καλή πηγή διότι μας το είπε ο Θεμιστοκλής με τον οποίον ο Γιαννάκης ανακάλυπτε μια άλλη πλευρά του εαυτού του πριν έξι μήνες – αυτό αρχίζει να γίνεται αδιακρισία.

Να ενσκήψουμε δέκα μαντραχαλαίοι στο σπίτι της Γιολάντας το Σαββατοκύριακο που λείπουν οι γονείς της, να πιούμε όλα τα αποθέματα Τζακ του μπαμπά της και να καπνίσουμε όλους τους Μοντεχρήστους του, μπορεί να είναι χαβαλές. Αν υπάρχει καλή μουσική. Τα ανωτέρω συν να κάνουμε ώπα τον γάτο της Γιολάντας στον οποίον προηγουμένως είχαμε ταίσει τα χρυσόψαρα – αυτό κάπου παραβαίνει τους πατροπαράδοτους κανόνες της φιλοξενίας.

Σε φάση τρίτη, η σημασία είναι σαφώς αρνητική. Συλλογικός ξυσταρχιδισμός. Σύννεφο η μαλακία. Προχειρότητα. Μια στο καρφί και μια στο πέταλο. Κοροϊδία (Παράδειγμα 4).

Εννοείται ότι χαβαλέ με αυτή την κακή έννοια κάνουν μόνον οι άλλοι, ποτέ εμείς. Όταν ο δημόσιος υπάλληλος ξύνει τα αρχίδια του διαβάζοντας εφημερίδα μέχρι τις 11, ασφαλώς και κάνει χαβαλέ και είναι προσωπικά υπεύθυνος για την παράλυση της κρατικής μηχανής. Όταν εμείς κάνουμε χαβαλέ, ξύνοντας τα αρχίδια μας και διαβάζοντας εφημερίδα μέχρι τις 11.30, απλώς ασκούμε ένα κεκτημένο δικαίωμα παντός Έλληνος εργαζομένου.

Ο χαβαλές μπορεί να είναι και προσδιορισμός ατόμου. Πάλι αντιφατικά, περιγράφει είτε τύπο ωραίο και πλακατζή (Παράδειγμα 5) είτε τον απόλυτο σπασαρχίδη παραλία(Παράδειγμα 6).

Και, η λέξη “χαβαλέ”, χωρίς άρθρο, είναι και επιρρηματικός τύπος. Μπορεί να σημαίνει εύκολα, άκοπα (Παράδειγμα 7) ή, απ’την άλλη, άδικα, κρίμα, τζάμπα και βερεσέ (Παράδειγμα 8).

Λέγεται ότι ο χαβαλές υπάρχει στο DNA του Έλληνα. Αυτό είναι μάλλον αλήθεια χωρίς να σημαίνει ότι και ένας ξένος που εγκαθίσταται στην Ελλάδα δεν μπορεί να μπει στο πνεύμα και μάλιστα σχετικά γρήγορα π.χ. οι ξένοι προπονητές ποδοσφαίρου, οι περισσότεροι.

  1. - Βρεθήκαμε με τα παιδιά για καφέ και κάτσαμε μέχρι τη μία. Ωραίο χαβαλέ, μας τσάκισε ο ψηλός με τ’ανέκδοτα του ...

  2. – Καλά ρε μαλάκα, δεν ντρέπεστε λίγο; Το παιδάκι πρώτη φορά έφερνε την κοπέλα στην παρέα και σεις τον είχατε όλο το βράδυ στο χαβαλέ και στο δούλεμα ...

  3. – Έγινε χοντρός χαβαλές το Σάββατο ... φύγαμε από Τούμπα καρφί για Τσιμισκή, πέσαμε πάνω σε κάτι σκουλήκια στην Έκθεση και τους τρέξαμε μέχρι τη Διαγώνιο ...

  4. – Δεν μπορώ να καταλάβω τι χρώμα μαλακία βαράνε στο Υπουργείο ... Τέτοιο χαβαλέ δεν έχουν ξαναδεί τα μάτια μου ... τη μια ο υπεύθυνος είναι σε αναρρωτική, την άλλη η προϊσταμένη έχει πάει σε επιμορφωτικό σεμινάριο, τρεις μήνες ζητάω μια βεβαίωση και με έχουν γράψει κανονικά στην αρχίδα τους ... Τσάμπιονς Ληγκ στο χαβαλέ να γινόταν, χαλαρά θα την παίρνανε την κούπα ...

  5. – Έξω καρδιά ο μπατζανάκης σου, ε; Και τις πλακίτσες του και τα τσιπουράκια του ... πρώτος χαβαλές ο τύπος ...

  6. – Γαμώ την αγανάκτησή μου ρε Γιώργο, τι χαβαλές είσαι σε ρε αδερφάκι μου; Δεν σου είπα πριν φύγω να τηλεφώνησεις στον υδραυλικό; Μια βδομάδα στάζει η βρύση γαμώ την καταδίκη μου και το μόνο που κάνεις είναι να την κοιτάς και να μετράς τις σταγόνες ...

  7. – Δυο γκολάκια στα πρώτα είκοσι λεπτά, στο χαβαλέ το πήραμε το ματς.

  8. – Χαβαλέ τη χάσαμε τη δουλειά, πρόεδρε ... δέκα χιλιάρικα χαμηλότερη προσφορά να κάναμε θα την παίρναμε, αλλά ο δικός σου που ήξερε και καλά μας παραμύθιασε και κάτσαμε στον άξονα των Ψ ...

(από dryhammer, 05/07/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αντί επιφωνήματος, χαρακτηρίζει πρόσωπα ή καταστάσεις που είναι τόσο ηλίθιες, ξεκάρφωτες, κουλές ή απλά παράλογες που κανείς δε μπορεί να σχολιάσει και το μόνο που μπορεί να κάνει είναι να αναφωνήσει: «Ό,τι νά 'ναι!».

Μπορεί να χρησιμοποιηθεί και σαν επίθετο.

- Ρε... καλά δε παίρνει γραμμή αυτός ο Γιάννης! Τού 'χουν βάλει κεφαλάκια από σπίρτα μέσα στα τσιγάρα, ανάβει, και το τσιγάρο γίνεται πυρανάλωμα, και αυτός όχι μόνο δεν το καταλαβαίνει αλλά γυρνάει και λέει ωΧμμ... Έχουν ένα παράξενο άρωμα αυτά τα τσιγάρα!»
- Αχαχαχά! Σοβαρά;;; Πώωω... ό,τι νά 'ναι!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μαθητικός χαρακτηρισμός για την διδακτική ώρα με καθηγητή που αδυνατεί να επιβάλλει την τάξη. Παλιότερα η έκφραση χρησιμοποιούνταν κυρίως για το μάθημα των Αγγλικών ή των Οικοκυρικών, αλλά σήμερα χαρακτηρίζει οποιοδήποτε μάθημα γίνεται σε καθεστώς αταξίας και χαβαλέ...

- Τι έχουμε τώρα; Καραμπισμπίκη; Α, καλά, η ώρα του παιδιού!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χωρίς σύστημα, ανάκατα, βουρ στον πατσά και ό,τι ήθελε προκύψει.

Ποιο 4-4-2 ρε ανόητε; Σύστημα τουρλουμπούκι παίζουμε πάλι και φέτος, και σιγά να μη βγούμε ΟΥΕΦΑ.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συμπληρώνει με τη σειρά του το πάνθεον των απανταχού slang καπεταναίων.

Η αφεντομουτσουνάρα του φιγουράρει μέσα σε κάθε παρεξήγηση, φιλονικία, διαμαρτυρία, δυναμική διεκδίκηση κλπ. Είναι ο αρχικαβγατζής, πρόκειται γιο πολύ bizarre άτομο. Προκαλεί μεγάλο θόρυβο. Είναι διαβόητος και σαματατζής. Όμως κατα βάθος είναι καλόψυχος και όχι, κατά κανόνα, επικίνδυνος.

Αποκτά τον βαρύτιμο τίτλο του από τα πρώτα του μαθητικά χρόνια, που κυρίως του απονέμεται (μεταξύ αστείου και σοβαρού) από δασκάλους του και που συνήθως διατηρεί εφ' όρου ζωής.

Η μητέρα: - Πώς πάει το παιδί μου;
Η δασκάλα: - Είναι ο «καπετάν-φασαρίας» της τάξης!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Από την αγγλική λέξη random. Χρησιμοποιείται σε καταστάσεις που συμβαίνει ό,τι νά 'ναι ή, εναλλακτικά, όταν κάποιος ισχυρίζεται ότι κατέχει μια γνώση αλλά κατά βάθος πετάει μαλακίες...

- Φίλε να ξέρεις ότι το βόρειο σέλας οφείλεται στον ηλιακό άνεμο!
- ...Ράντομ σάιενς.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το σχήμα (γίνεται) + όνομα σε έναρθρη γενική + (το κάγκελο), που δηλώνει συνήθως χάος, ένταση, υπερβολή.

Η αργκοτική αυτή σύνταξη φαίνεται να έχει επικρατήσει χάρη στην πασίγνωστη έκφραση γίνεται της πουτάνας το κάγκελο, και συνηθέστατα ακούγεται και χωρίς τα γίνεται και το κάγκελο.

Ειδικότερα, το όνομα πουτάνα μπορεί να αντικατασταθεί (α) από συνώνυμα (της καριόλας, της εκδιδομένης γυναικός το κιγκλίδωμα, της πόρνης), (β) από εξίσου ασαφή ονόματα (της μουρλής, της τρελής, της Πόπης, του πατεμού, του μουνιού το ξέσκισμα), αλλά και (γ) από ονόματα που αναφέρονται συγκεκριμένα στα εκάστοτε συμφραζόμενα. Αυτή η τελευταία περίπτωση είναι ίσως και η πιο ενδιαφέρουσα, καθώς δείχνει την διάδοση και παγίωση της σύνταξης.

Σχετικές φράσεις: γίνεται πανικός, γίνεται χαμός, γίνεται το έλα να δεις, γίνεται το σώσε.

  1. Στο ίντερνετ γίνεται των παραδειγμάτων το κάγκελο για της πουτάνας το σχήμα. Ατάκτως ερριμένοι τίτλοι: Του Μνημονίου το κάγκελο!, Τελικά, χθες, έγινε του ανασχηματισμού...!!, Της …δεξιάς το κάγκελο έγινε στο Αποκαλυπτικό Δελτίο του Γιάννη Παπαγιάννη, Έγινε του... ΛεΜπρον το κάγκελο!, ΘΑ ΓΙΝΕΙ ΕΔΩ ........ΤΟΥ ΕΝΤΕΧΝΟΥ ΤΟ ΚΑΓΚΕΛΟ!!!!!, Της… Κομισιόν το κάγκελο θα γίνει τα επόμενα χρόνια στην Ελλάδα, Θα γίνει του... γκολ και λοιπά και λοιπά και λοιπά...

  2. Ρε Πίπη, τί 'ν' αυτά; είπαμε να βάλεις καμιά υποσημείωση στη μετάφραση, αλλα εσύ τό 'χεσες.
    — Γιατί ρε μαλάκα;...
    — Τι «γιατι» ρε, εδώ γίνεται της υποσημείωσης, δέ διαβάζεται αυτό το πράμα!... Κάθε πρόταση και παραπομπή, πάς καλά;...

  3. — Έμαθες τα χθεσινά; Της σύλληψης το κάγκελο έγινε.
    — Απο πού κι' ως πού ρε;... Τί κάναν τα παππούδια, πετούσαν πάπιες-μολότοφ;
    — Άσε με ρε με τα φλώρια τα κωλόμπατσα και τις μπινιές τους να πούμε...

  4. — Έλα ρε Μικέ, άιντε, «εφημερίδα» είπες κι' εφημερίδα έγινες...
    — Σόρι ρε ψηλέ... Οι άλλοι ήρθαν;
    — Μέσα είναι, τό 'χουμε ήδη στρώσει, μπέκα μέσα.
    — ...
    — Τί φάτσα ειν' αυτή ρε, ξινίλες έχεις;...
    — Πόσα χρόνια έχεις να καθαρίσεις ρε καραγκιόζη; Της μπίχλας το κάγκελο ρε π'στ', βάλε μιά ηλεκτρική, κάτι...
    — Για κουμάρι σε φέραμε ρε Μικέ, όχι για να σε γαμήσουμεκυρία, έ κυρία... Και γιά φέρε δώ να δώ, τί ένθετα έχει σήμερα;...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ενώ το ψεκάστε, σκουπίστε, τελειώσατε μας προέτρεπε δια της χρήσης της προστακτικής στα 2/3 να χρησιμοποιήσουμε το σχετικό προϊόν για να ξενοιάσουμε, η γνωστή Πειραϊκή-Πατραϊκή ήταν τόσο σίγουρη για τον εαυτό της που απλά περιέγραφε το τι κάνει, θεωρώντας ότι η απλή υπενθύμιση θα εξασφάλιζε την ευημερία και μακροημέρευσή της. Και όλοι ξέρουμε πώς τελείωσε το συγκεκριμένο δράμα. Το μόνο που έμεινε από την πάλαι ποτέ κραταιά επιχείρηση είναι το σχετικό σλογκανάκι, το οποίο ακόμη και σήμερα χρησιμοποιείται για να περιγράψει την απόλυτη και ολοκληρωτική τακτοποίηση ενός θέματος, ή τη λογική one stop shop όχι μόνο για καταναλωτικά αγαθά αλλά για μία ευρεία γκάμα υπηρεσιών.

  1. - Πώς την είδες την καινούρια στις πωλήσεις Βρασίδα;
    - Άψογη. Γρήγορη, εξυπηρετική, πρόθυμη, ξέρει ήδη τα περισσότερα προϊόντα, ντύνει - στολίζει - νοικοκυρεύει. Πού την είχανε κρυμμένη αυτή ρε;

  2. Έστησα το itunes 7.0.2 και συγχρόνισα καμιά δεκαριά giga (χμμ θέλω να πω mega) μουσικής! (Νόμιμης! Νόμιμης κύριε Εισαγκελέφ :). Εργονομικό περιβάλλον , πολύ καλή ποιότητα ήχου, σωστή χρήση των id3tags για να οργανωθεί ωραία η μουσική σας. Συμβουλή : Γραφτείτε οπωσδήποτε στο itunes (θέλει αριθμό πιστωτικής κάρτας αλλά δεν κοστίζει τίποτε). Ως μέλος , μπορείτε να κατεβάσετε τζάμπα φωτογραφίες εξώφυλλου και πληροφορίες για ΟΛΑ τα τραγούδια σας. Ένα registration στο itunes ντύνει στολίζει νοικοκυρεύει! Τι άλλο να ζητήσει μια μοντέρνα νοικοκυρά;;

(από το διαδίκτυο)

Ίσως και η ορίτζιναλ διαφήμιση (από poniroskylo, 01/03/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Από την διαφήμιση των καταστημάτων για κινητά «Γερμανός» με τον Αντώνη Καφετζόπουλο. Το σλόγκαν είναι «το κινητό θέλει τον Γερμανό του». Φαντάζομαι πως η διαφήμιση στηρίζεται στο ότι οι Γερμανοί φημίζονται για την ακρίβεια, πειθαρχία ή και σκληρότητά τους. Οπότε η έκφραση λέγεται για κάποιον που έχει ταλέντα, αλλά πρέπει να μπει σε πρόγραμμα και πειθαρχία. Θέλει φτιάξιμο. Λέγεται και ειρωνικά για τα σκάνδαλα με τη Ζήμενς: «Ο πολιτικός θέλει τον Γερμανό του / για να γίνεις κυβέρνηση, θέλεις τον Γερμανό σου».

Λεγόταν πολύ για Ρεχάγκελ: Η Εθνική ήθελε τον Γερμανό της!

Καλό παιδί ο Λούλης, αλλά πολύ ρετάλι κι έξω καρδιά. Αλλά από όταν παντρεύτηκε την Κική τού 'βαλε τα δυο πόδια σ' ένα παπούτσι. Τελικά καλό του έκανε. Φαίνεται, ήθελε τον Γερμανό του.

(από Galadriel, 16/02/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified