Είναι η υπηρεσία που «βαράει» ο φαντάρος μεταξύ 02.00 - 04.00 τα ξημερώματα.
Έρχονται αυτή την εβδομάδα οι νέοι στο λόχο.
Άντε να βαρέσουν και αυτοί κανένα γερμανικό γιατί πήξαμε τόσους μήνες!
Είναι η υπηρεσία που «βαράει» ο φαντάρος μεταξύ 02.00 - 04.00 τα ξημερώματα.
Έρχονται αυτή την εβδομάδα οι νέοι στο λόχο.
Άντε να βαρέσουν και αυτοί κανένα γερμανικό γιατί πήξαμε τόσους μήνες!
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Καψόνι στο στρατό κατά το οποίο ο νέος γυρίζει όλο το στρατόπεδο και μαζεύει από κάτω τις άπειρες γόπες τσιγάρων.
Προκύπτει απ' τη γόπα και την κατάληξη ing του αγγλικού γερούνδιου, που δηλώνει πράξη, κίνηση κτλ σε εξέλιξη. Στα αγγλικά θα γραφόταν woping.
- Νέεεεουυυυςςς!
- Διατάξτε!
- Πάρε τη σακούλα κι άρχισε γόπινγκ στο δυτικό στρατόπεδο.
- Μα κύριε Διοικητά...
- Μαμούνια! ΟΛΟ το στρατόπεδο!
Got a better definition? Add it!
Λεξιπλασία που προκύπτει από το ελληνικό ρήμα «έρπω» και την απαρεμφατική κατάληξη («γερούνδιο») της αγγλικής «-ing».
Υποδηλώνει το mode κίνησης «ένα-με-το-χώμα», όπου το υποκείμενο προχωρά μπρούμυτα έχοντας πλήρη επαφή με το έδαφος.
Συναντάται κατά κόρον στον ένδοξο Ε.Σ.
Got a better definition? Add it!
Άλλο ένα ψευδαγγλικό γερούνδιο της στρατιωτικής αργκό που δηλώνει αγγαρεία, πρβλ. φύλλινγκ (feeling), πύλινγκ, γόπινγκ. Εν προκειμένω πρόκειται για την περισύλλεξη των καλύκων από τις σφαίρες μετά την βολή στο πεδίο βολής.
Καλά, νταξ, να κάνουμε βολή να ξεκαυλώσουμε, αλλά ποιος κάνει κάλινγκ μετά;
Got a better definition? Add it!
Στη στρατιωτική slang, η αγγαρεία που σε βάζουν να μαζεύεις τις κάμπιες (την άνοιξη) από τα πεύκα και γενικά από όλο το στρατόπεδο.
Προέρχεται από την «κάμπια» και την αγγλική κατάληξη -ing.
- Τελειώσαμε με το γόπινγκ, κύριε λοχία.
- Ωραία. Τώρα πάτε για κάμπινγκ.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Εξέχοντα μαχήμια μέλη τα καταδρόμια, των ειδικών δυνάμεων του στρατού, ομού μετά βατραχίων (οϋκίων), λοκατζήδων, αλεξιπτωτιστών κ.ά., συχνά πάσχοντα από ήπια πυρκαυλίτιδα, έως οξεία στρατοκαυλίτιδα -τους αλλάζουν τον αδόξαστο στις καταδρομικές αφού. Τους μένουν διάφορα κουσούρια, τ., κούρεμα καταδρομί, γυμναστική αλά καταδρόμι.
Καθ' εξτένσιο σημαίνει τον σωματικώς/ σεκσουαλικώς/ δυναμωτικώς 'σουπεργαμάωα', αλλά και το αντίθετό του, τον τελειωμένο.
ο γιος μου το καταδρόμι! είσαι τόσο μαχήμι που περιμένω απτη ταράτσα να κατέβεις στο μπαλκόνι να μπεις στ σπίτι (εδώ)
τους κατατροπώνει συνήθως το παλικάρι, ο παλαίουρας, το καταδρόμι, ο οϋκάς που μπορεί να μοιάζει χαμένο κορμί αλλά τελικά, είναι αυτός που σώνει την παρτίδα. (εδώ)
Μια φορά πήγα σε παρόμοιο περιστατικό να βοηθήσω (και καλά ο γυμνασμένος, πολεμικοτεχνίτης, ex-αμφίβιο καταδρόμι και έτσι) και μου προτείνανε ένα κουμπούρι στη μούρη που τα είδα όλα. Δε λέει! (εδώ)
Αυτά... και αν θέλαμε να σε πειράξουμε θα σΕ λέγαμε ότι δεν ήσουν καταδρόμι με αρχίδια, αλλά αρχίδια καταδρόμι (παλιοσπασοκλαμπάνια που θα με πεις σούργελο και μάλιστα πορτοκαλί το μηχανάκι που καβαλάω). (εδώ)
ΔΕΝ ΜΑΣΑΜΕ ΤΑ ΚΑΤΑΔΡΟΜΙΑ....ΕΙΜΑΣΤΕ ΕΚΠΑΙΔΕΥΜΕΝΟΙ ΓΙΑ ΝΑ ΚΑΤΑΓΡΑΦΟΥΜΕ 200 ΠΑΚΙΑ Ο ΚΑΘΕΝΑΣ (εδώ)
Δε θα γίνει το #praksikopima_28Sep και θα πάει άκλαυτη η φρεσκοκουρεμένη καταδρομί κουρούπα της Νάντιας. Φτου (εδώ)
Αυτο το καταδρόμι οταν παει σπιτι ξελασκαρει 1 βαλβιδα που χει στο στομαχι κ αμολαει 5λεπτη κομπολογατη κλανια (εδώ)
Ολες το παιζετε καταδρομια του σεξ αλλα μολις λερωθει κανα μαλλι μας τα κανετε τσουρεκια. (εδώ)
Got a better definition? Add it!
Εννοείται καταδρομική επιχείρηση ή ενέργεια και αναφέρεται στις στρατιωτικές επιχειρήσεις των καταδρομέων (λοκατζήδων κ.λπ.) που χρησιμοποιούν τεχνικές ανορθόδοξου πολέμου για την επίτευξη μιας αποστολής, όπως αιφνιδιαστική έφοδο επί του στόχου, πλήρη απόκρυψη, καταιγιστική ταχύτητα και άλλα τέτοια στρατοκαυλικά.
Κατ' αναλογία στην καθομιλουμένη, καταδρομική είναι είτε η επέμβαση κάποιου που διενεργείται οργανωμένα και ξαφνικά, με σκοπό να πιάσει τα θύματά της στον ύπνο, είτε η πράξη που, για την εκτέλεσή της, απαιτεί από τον επιχειρούντα να μαζέψει τα κουράγια του, να ξεπεράσει τις δυσκολίες και τη ραθυμία που στέκονταν εμπόδιο μέχρι τότε και να μην σταματήσει μέχρι αυτή να ολοκληρωθεί.
Η ίδια η πράξη μπορεί να είναι από την πιο απλή και καθημερινή (βλ. παράδειγμα 2) έως το ξεκαθάρισμα της πιο μπερδεγουέη κωλοκατάστασης.
«Αιφνιδιαστικές» επιθεωρήσεις δημοσίων υπηρεσιών με ειδοποιημένες κάμερες και συνεργεία δεν είναι επιθεωρήσεις. Θέλεις να κάνεις επιθεώρηση κύριε υπουργέ; Πάρε έναν γραμματέα σου, μπες στο αυτοκίνητό σου και κάντε μια καταδρομική σε ένα ΙΚΑ ή σε μια πολεοδομία. Κι όταν φτάσεις, κάνε για λίγο και τον φουκαρά πολίτη ή τον «ανοιχτό σε λύσεις» απατεωνίσκο. Να δεις τι γράψιμο ή τι γρηγορόσημα και μίζες έχεις να αντιμετωπίσεις αντίστοιχα.
Μικρέ, θα κάνεις μια καταδρομική; Πετάξου στο πιο κάτω περίπτερο πού 'χει και τη μάρκα μου. Κι άμα πας τσίμπα ένα πεντάευρο και κράτα για την πάρτη σου τα ρέστα.
- Αρχηγέ, από το υπόγειο έρχομαι. Να ξέρεις, το αρχείο είναι άρτσι μπούρτσι και λουλάς. Θα μας ζητήσουν από πάνω κανέναν παλιό φάκελο και θα τους κοιτάμε σα μαλάκες.
- Ρε Λευτέρη, θα κάνουμε μια καταδρομική ένα Σάββατο να το συμμαζέψουμε;
- Τι θέλω και μιλάω...
Got a better definition? Add it!
Έτσι αποκαλείται το κρύο, νιανιά φαγητό των ελληνικών στρατοπέδων, το οποίο τοποθετείται σε παλιοφούρνους χωρίς θερμοστάτη για όσους, την κανονική ώρα του φαγητού, έχουν υπηρεσία και δεν μπορούν να φάνε με τους υπόλοιπους. Ενώ κανονικά θα έπρεπε να λέγεται φαγητό κωλυομένων, χρησιμοποιείται αυτούσια η παθητική μετοχή, λες και το ίδιο το φαγητό κωλύεται.
- Μάγειρα, τι παίζει σήμερα;
- Πούστης με Κινέζο.
- Μην πάρετε από το ταψί, έχω ήδη κωλυόμενα στο φούρνο.
- Όχι ρε ψηλέ, θα είναι κρύο.
- Δεν με νοιάζει, ο ΑΥΔΜ είπε να φάτε μόνο κωλυόμενα, ό,τι έμεινε πάει στο ψυγείο.
Got a better definition? Add it!
Αγγλική χροιά στη λέξη λούφα που τη συναντάμε στο στρατό και υποδηλώνει το άτομο που τη σκαπουλάρει απο τις αγγαρείες και περνάει χαλαρά.
-Ρε σειρά πως τη περνάει έτσι ζάχαρη ο λέουρας;
-Ασε ρε ποντίκι που θές να μάθεις κόλας! Ο Νίκος είναι ειδικός στο λούφινγκ, το φίδινγκ και το μηνυματέισον!
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Extreme sport στο οποίο επιδίδονται κουκουλοφλώροι, μπαχαλάκηδες και λοιπές δυνάμεις του ανθού της ελληνικής νεολαίας. Συνίσταται στο να αναγκάσεις έναν μπάτσο να αναπηδήσει και να τρέξει, στην δε ιδεατή περίπτωση είναι η ρίψη του τσουμπά από υψηλό κτήριο, αλλά χωρίς σχοινί ασφαλείας.
Προφάνουσλυ, πρόκειται για λολοπαίγνιο με το ακραίο σπορ Bungee jumping, προσφιλές στις κουράδες.
Πάσα: Jeanoir.
ayto to kalokairi as kanoume oloi mpatsoi jumping mpas kai adiasei o topos apo mlkes.. Relax... (Γκρηκλιστής στο hiphop.gr)
Να ανακηρυχθεί το μπάτσοι-jumping σε επίσημο ελληνικό ολυμπιακό άθλημα. (Πρόταση στο athens.indymedia.org).
paidia pame oloi gia mpatsoi jumping;;; na arxisoume na tous rixnoume apo ta ktiria re...oi an8ropoi apoktoun ligoi eksousia kai nomizoun pos einai 8eoi...
(Πρόταση στο συσιφόνι).
Got a better definition? Add it!