Σλανγκασίστ από ψωλάρπαγας.

Η ασχολουμένη με την συλλογήν πεών. Η πεοσυλλέκτρια.

Συνώνυμο πουτσομαζώχτρα. Κατά το Παπαδιαμάντειο "Ἡ Σταχομαζώχτρα"

Ἡ ψωλομαζώχτρα

Τὸν Ἰούλιον κατ᾽ ἔτος ἐπεβιβάζετο εἰς πλοῖον, ἔπλεεν ὑπερπόντιος καὶ διεπεραιοῦτο εἰς Μύκονον. Περιεφρόνησε τὸ ὀνειδιστικὸν ἐπίθετον τῆς «καραβωμένης», ὅπερ ἐσφενδόνιζον ἄλλα γύναια κατ᾽ αὐτῆς, διότι ὄνειδος ἀκόμη ἐθεωρεῖτο τὸ νὰ πλέῃ γυνὴ εἰς τὰ πελάγη. Ἐκεῖ, μετ᾽ ἄλλων πτωχῶν γυναικῶν, ἠσχολεῖτο συλλέγουσα τά πέη τῶν γυμνιστῶν, ἀδιαφορούσα διά τὸ σκῶμμα: «Νά! οἱ π᾽τάνες! μᾶς ἦρθαν πάλιν οἱ π᾽τάνες!»

Ας με συγχωρήσουν όσοι, όπως κι εγώ άλλωστε, αγαπούν τον κοσμοκαλόγερο των ελληνικών γραμμάτων, για το "πείραγμα" της θαυμάσιας γραφής του. Αν και τύποις "ασεβές", δεν θέλει με κανένα τρόπο να μειώσει την αξία του κειμένου ή του συγγραφέα. Απεναντίας μάλιστα κρύβει απέραντη αγάπη και θαυμασμό για το συγγραφέα και το έργο του.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο William Shakespeare στο πιο οικείο, αποδιδόμενο ως Σεξ+Σπυρ.

Από παρτίδα Τρίβιαλ:
- Ποιοι 2 μεγάλοι λογοτέχνες απεβίωσαν ακριβώς την ίδια ημέ...
- Έλα, έλα ο Καβλόσπυρος και ο άλλος με τους ανεμόμυλοι! Τέσσερα, μπλε, γεωγραφία, λέγε!

(από Vrastaman, 13/03/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παραφθορά του ονόματος του Γάλλου συγγραφέως Albert Camus (Αλμπέρ Καμύ). Ψευτοκουλτουριάρης τυπάς, κυρίως από τον «καλλιτεχνικό χώρο» ή τον «χώρο της διανόησης» –ψευδοσυγγραφέας , ψευδομουσικός, ψευδοζωγράφος– ο οποίος έχει μεγάλη επιτυχία στις γυναίκες για έναν από τους παρακάτω λόγους –είτε, σε κάποιες περιπτώσεις, και για τους δύο.

α) Έχει, μέσω του αντικειμένου ενασχόλησής του πρόσβαση σε γυναίκες με «καλλιτεχνίζουσες/ ελευθεριάζουσες» τάσεις –λ.χ. μουσικούς, ζωγράφους, ηθοποιούς.

β) Λόγω θέσεως ισχύος πείθει τις γυναίκες να του κάνουν «χάρες» –λ.χ. καθηγητής πανεπιστημίου, υπουργός, σκηνοθέτης– αλλά όταν τον ρωτούν που οφείλει την επιτυχία του, την αποδίδει στην «κατάρτισή και το καλλιτεχνικό του έργο» και όχι στη θέση ισχύος. Λ.χ. καθηγητής πανεπιστημίου που εκδίδει ποιητικές συλλογές της μπόρας / υπουργός που ασχολείται με «αφηρημένη γλυπτική».

- Μαλάκα είδες κάτι απίστευτα γκομενάκια των οποίων το διδακτορικό επιβλέπει ο Πέτρος;
- Άσε με μωρέ με τον Αλμπέρ Γαμύ! Ας μην δούλευε στη σχολή Καλών Τεχνών και θα σου 'λεγα εγώ.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μια και τα αυτοαναφορικά λήμματα είναι της μοδός, να ευλογήσω κι εγώ τα γένεια μου (στην κυριολεξία εν προκειμένω). «Hank» είναι η συνήθης απόκληση του Henry Chinaski, δηλαδή του alter ego του Αμερικανού συγγραφέα Charles Bukowski. Το σλανγκικό ενδιαφέρον έγκειται στο ότι ο Μπουκόφσκι έχει καταστεί τις τελευταίες δεκαετίες η νο3 αυθεντία, ήτοι μετά τον Γιαλόμα και τον Κούντερα, στο κεφάλαιο σεξ και ανθρώπινες σχέσεις με γαρνιτούρα κουλτούρα να φύγουμε ή «μη γαμάς πολύ, κουλτούρα και λίγο». Βοηθάνε τα εξαιρετικά λογοτεχνικά έργα του Αμερικανού, που συνδυάζουν κοφτερή ψυχολογική (και όχι μόνο) διείσδυση με αυτοσαρκασμό, χιούμορ που σπάει κόκκαλα και καυστική σάτιρα προς το αμερικλάνικο όνειρο- εφιάλτη. Το σλανγκικό ενδιαφέρον είναι ότι στην ελληνική σλανγκ το «Μπουκόφσκι» παρετυμολογείται από το «μπουκώνω», κάτι που δεν είναι ξένο άλλωστε προς την ιδιοσυγκρασία του Αμερικανού συγγραφέα- θιασώτη της κοινογαμίας. Οπότε «μπουκόφσκι» είναι ο κουλτουριάρης, που δεν είναι μόνο του «κουλτούρα και λίγο», αλλά και του «γαμάω/ μπουκώνω πολύ». Ο κουλτουριάρης που παίρνει την ρεβάνς, ο κουλτουριάρης, ναι, αλλά με κάτι αρχίδια ναααα.

(Από νούμερο του Χάρρυ Κλυνν, όπου ο ίδιος υποδύεται γύφτο, και μια ηθοποιός την Μαλβίνα Κάραλη):

Μαλβίνα: Εσύ με τα τσακίρικα μάτια, ναι, εσύ, μ' ανάβεις, αυτά που λες τα είπε κι ο Κούντερα, τα είπε κι ο Μπουκόφσκι!
Γύφτος: Ναι, αλλά άμα σε μπουκόφσκι εγώ, θα πεις τον δεσπότη Παναγιώτη!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σπυρί που βγαίνει εξαιτίας της μακροχρόνιας αποχής από το σεξ ή εξαιτίας της ανεκπλήρωτης σεξουαλικής επιθυμίας. Κατά άλλους, αιτία είναι ότι ο φορέας του σέξσπυρ την έχει κάνει λάστιχο. Με λίγα λόγια, σέξσπυρ λέμε το το καυλόσπυρο.

Ετυμολογία: από το σεξ και το σπυρί ==> σέξσπυρ, κατ'αναλογία προς τον μεγάλο θεατρικό συγγραφέα Σέξπιρ.

Ο πληθυντικός ίδιος με τον ενικό: τα σέξσπυρ.

  1. - Δεν την παλεύει η Μαρία... Κοίτα πώς έχει γίνει, τίγκα στα σέξσπυρ!

  2. - Όχι ρε γαμώτο, πάλι σέξσπυρ έβγαλα κι έχω ραντεβού σήμερα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified