Further tags

O κόντες του λιμού, o αριστοκράτης της πείνας δηλαδή.

Γενικά σήμερα λέγεται υποτιμητικά για ανθρώπους οι οποίοι χωρίς να έχουνε την απαραίτητη οικονομική επιφάνεια, ντύνονται και συμπεριφέρονται επιδεικτικά λες και είναι κόντηδες.

Κυριολεκτικά η λέξη έστεκε εν τη γεννέση της καθώς λιμοκοντόροι λέγονταν οι αριστοκράτες οι οποίοι έχαναν τις περιουσίες τους και έμεναν μόνο με τα ακριβά τους ρούχα χωρίς να έχουν όμως πια την αντίστοιχη οικονομική κατάσταση.

Καμία σχέση με τον λημμοκοντόρο αν και στον ορισμό ο λημματοδότης εξηγεί και τον ορίτζιναλ λιμοκοντόρο.

Ανάλογα μοντέρνα γουαζάς, πουλμούρ, πολ μουρ, πουλ μουρ, Paul Moore.

- Είδες τον Γιάννη τι ωραία που ντύνεται; Υγραίνομαι και μόνο που τον βλέπω!
- Σιγά μαρή τον λιμοκοντόρο. Δεν έχεις δει το zastava που κυκλοφορεί; Άντε να βρεις κανένα άλλο πιο βολεμένο να παντρευτείς και άσε αυτόν τον λούζερ

Got a better definition? Add it!

Published

Η κρυόκωλη, η ξενέρωτη, η σπαστικιά, η ανοργασμικιά. Αυτή που φοβάται να χύσει γιατί νομίζει πως θα κατουρηθεί. Μετά, αναρωτιούνται γιατί το γατάκι τους έχει πιάσει αράχνες. Πού πας αγάπη μου; Αφού είσαι άσχετη! Αν το πιάνεις το καυλί λες και είναι σακούλα σκουπιδιών, πώς να μην ξενερώσει ο άλλος.

Μια σπαστικιά που δουλεύει μαζί μας στο μαγαζί, και έχει μονίμως ξινισμένη φάτσα, κλασική στραβογαμημένη.

Αυτο το μήδι ως δώρο.Εχει κακές λεξούλες το λημματάκι... (από perkins, 31/05/10)(από Khan, 31/05/10)

βλ. και κακογαμημένη

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το γρόθος είναι πραγματικά σύνθετος χαρακτηρισμός.

Χρησιμοποιείται για να δηλώσει ότι κάποιος είναι μαλάκας (κοινώς τον παίζει). Αλλά χρησιμοποιείται και διαφορετικά και δεν ορίζει απλά το μαλάκα με την έννοια της μαλακίας - αυνανισμού, αλλά και αυτόν που με τις πράξεις του δε βγάζει νόημα, αυτόν που είναι βλάκας με την πραγματική έννοια της λέξης βλάκας.

Φυσικά προέρχεται από την παλάμη που παλινδρομεί, και κλειστή όπως είναι έχει το σχήμα γροθιάς.

  1. «Μα τι γρόθος αυτός ο MAD» πάει να πει ότι ο συγκεκριμένος τύπος είναι από τους ΒΛΑΚΕΣ, τους ΑΝΑΞΙΟΥΣ σχολιασμού, τους ΤΙΠΟΤΕΝΙΟΥΣ...

  2. «Εσύ Άρη παίζεις γρόθο...» (κουνώντας ταυτόχρονα το κεφάλι πάνω κάτω απαξιωτικά) όταν πχ ο Άρης κάνει κάτι το οποίο η συντριπτική πλειοψηφία δεν θα έκανε και θεωρείται γενικά λάθος.

  3. «Ρε κεφαλονίτη, άντε να παίξεις κάνα γρόθο να σου περάσουν οι καύλες...». Κατά τα γνωστά... Τράβα μια μαλακία να ισιώσεις...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ημιαπασχολούμενος (εντελώς ημί όμως) εργαζόμενος που δουλεύει αναπληρώνοντας σε απουσίες, άδειες και ρεπό τακτικό προσωπικό ορισμένων επιχειρήσεων.

Οι ρεπατζήδες, οι οποίοι εργάζονται στη χάση και στη φέξη και ανασφάλιστοι, απαντώνται συνήθως στον χώρο της διασκέδασης και των νυχτερινών μαγαζιών αν και τα τελευταία χρόνια τείνουν να εξαφανιστούν καθώς οι ελαστικές -μη χέσω- μορφές εργασίας τείνουν να γίνουν το βασικό μοντέλο στην χώρα.

Σημείωση: στη Γερμανία οι ρεπατζήδες γυναικολόγοι βγάζουν περισσότερα γκαφρά από τους τακτικούς λόγω κάποιων ειδικών διατάξεων στη φορολογία και τις εφημερίες.

Καλά που έχουμε και το Γιάννη και θα λείψω αύριο. Θα μου κάνει το ρεπό, αν και τον ντρέπομαι ρε πστ μετά από τόσον καιρό.

Οργανο βασανιστηρίων του ρεπατζη Γυναικολόγου. (από perkins, 03/06/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ναι μεν λένε έτσι στο Τζάντε τον Διονύση, αλλά το ονοματάκι αυτό χρησιμοποιούνταν παλιά για τον νέο οδηγό, αυτόν με το Ν στο πίσω τζάμι (μπλιαχ).

- Τομπούστη, παραλίγο να με τρακάρει ο μαλάκας!
- Ηρέμααααα, θα τα βάζεις και με τους Νιόνιους τώρα;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παροιμιώδης φράση που δηλώνει ad nauseam επιμονή και επανάληψη, σε βαθμό που αρχίδει και κουράδει.

Υπάρχουν δύο τουλάστιχον καταγεγραμμένες μαρτυρίες για την προέλευση της φράσης:

  • Σύμφωνα με την πρώτη εκδοχή, η προέλευση οφείλεται σε έναν Κρητικό, που ονομάζονταν Παντελής Αστραπογιαννάκης. Όταν οι Ενετοί κυρίευσαν τη Μεγαλόνησο, αυτός πήρε τα βουνά μαζί με μερικούς τολμηρούς συμπατριώτες του. Από εκεί κατέβαιναν τις νύχτες και χτυπούσαν τους κατακτητές μέσα στα κάστρα τους. Για να δίνει, ωστόσο, κουράγιο στους νησιώτες, τους υποσχόταν ότι θα ελευθέρωναν γρήγορα την Κρήτη. Με το σήμερα, όμως, και με το αύριο, ο καιρός περνούσε και η κατάσταση του νησιού αντί να καλυτερεύει, χειροτέρευε. Οι Κρητικοί άρχισαν ν’ απελπίζονται. Μα ο Αστραπογιαννάκης δεν έχανε το θάρρος του, ξακολουθούσε να τους δίνει ελπίδες για σύντομη απελευθέρωση. Οι συμπατριώτες του, όμως, δεν τα πίστευαν πια. Όταν, λοιπόν, το ασύγκριτο εκείνο παλικάρι πήγαινε να τους μιλήσει, όλοι μαζί του έλεγαν: «Ξέρουμε τι θα πεις. Τα ίδια Παντελάκη μου, τα ίδια Παντελή μoυ!».
  • Σύμφωνα με τη δεύτερη, η φράση αναφέρεται στον έφεδρο αξιωματικό του Ε.Σ. και Μακεδονομάχο Παντελή Καρασεβδά, από τον Αστακό Αιτωλοακαρνανίας. Πρωταθλητής σκοποβολής, είχε κερδίσει το χρυσό μετάλλιο στους Ολυμπιακούς αγώνες του 1896 στο τυφέκιο 200 μέτρων. Ανέπτυξε έντονη πολιτική και κοινωνική δράση (βουλευτής, πρόεδρος του ΠΑΟ κ.λπ.) και έφτασε μέχρι το βαθμό του υποστρατήγου. Η γνωστή φράση-λήμμα μας, του αποδόθηκε από τον τύπο της εποχής λόγω της απίστευτης επιμονής του.

Συνώνυμα: τα γίδια και τα γίδια, το χαβά του, ξεκόλλα, κ.λπ.

  1. (από εδώ)
    Μετά από 60 χρόνια ... τα ίδια Παντελάκη μου ... τα ίδια Παντελή μου..
    (Κανένα βήμα μπροστά, πολλά βήματα πίσω...)

  2. Αυτοί αποφασίζουν, εμείς πληρώνουμε. Τα ίδια Παντελάκη μου, τα ίδια Παντελή μου. Ο λόγος πάλι γίνεται για τη νέα αύξη στα καύσιμα που έρχεται τον άλλο μήνα.

(από gizaha, 25/10/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Περιφρονητικός χαρακτηρισμός για τα «ανθρωπάκια» εκείνα των οποίων η ζωή φαντάζει αναλώσιμη. Αυτονομήθηκε από το κλασικό ρατσιστικό ανέκδοτο των ογδόνταζ (παράδειγμα 1) και έχει παρεισφρήσει στην καθομιλουμένη με την έννοια του άδικου θύματος (παράδειγμα 2).

Χρησιμοποιείται επίσης με ιδιαίτερη κακεντρέχεια, τόσο από την ρατσιστική άκρα δεξιά αναφορικά με αλλοδαπούς (παράδειγμα 3), όσο και από τους τρομοκράτορες της άκρας αριστεράς αναφορικά με τους δολοφονικούς τους στόχους (παράδειγμα 4).

  1. Τρεις κυνηγοί συναντώνται ύστερα από πολύωρο κυνήγι. - Επιασα δέκα πέρδικες, λέει ο ένας κυνηγός. - Επιασα πέντε λαγούς, λέει ο άλλος. - Επιασα τρία νομιστεράκια, λέει με καμάρι ο τρίτος. - Και τι είναι τα νομιστεράκια; τον ρωτούν. - Νομιστεράκια είναι κάτι μαύρα ζώα που, όταν τα πλησιάζεις, σηκώνουν τα μπροστινά πόδια και φωνάζουν νο - μίστερ, νο - μίστερ»
    (εδώ)

  2. Το θέμα είναι να βρούμε όλοι το χώρο μας στο δρόμο και όχι να καταλήξουμε νομιστεράκια για τα μηχανοκίνητα. Ο σκοπός δεν είναι η διαμάχη αλλά η χρήση του ποδηλατόδρομου από ποδήλατα.
    (εκεί)

  3. Μολις ξεκινήσει η επανάσταση θα εκτελεστούν όλοι οι ανθέλληνες και τα νομιστεράκια θα σταλούν από κει που ήρθαν.
    (σε κάποιον υπόνομο)

  4. Παρασκευή 15/2/91. Στις 12.15 στην Τσιμισκή και Καρόλου Ντηλ. ΥΥΒ 8430 κρεμ. Μάλλον Ντότζ αλλά μοντέλο που δεν έχω ξαναδεί. Λεωφορειάκι. Μέσα είχε διάσπαρτα 6-7 Νομιστεράκια.
    (από το αρχείο της 17Ν)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτός που έχει δωροδοκηθεί, ο λαδωμένος, ο σίγουρος και όχι μόνο.

Διαφέρει από τον λαδιάρης, καθότι ο δεύτερος το έχει χούι το λάδωμα, ενώ ο πιασμένος δύναται να είναι περιστασιακά λαδωμένος, αλλά μπορεί και να μην είναι καν λαδωμένος.

Το λήμμα παραπέμπει σε συνομιλία του ενός «τον έπιασα και του είπα το και το» ή σε εκβιασμό «θα κάνεις έτσι διαφορετικά τη γάμησες» ή σε συνδιαλλαγή «θέλεις να κάνεις έτσι για να...», χωρίς να αποκλείεται συνδυασμός των προηγουμένων, γι' αυτό και ο πιασμένος συχνάκις απαντάται και ως μιλημένος. Ενίοτε ο πιασμένος λειτουργεί και αυτοβούλως, πχ «πόσα δίνεις για να...».

Ο πιασμένος είναι σιγουράτζα. Είναι εξαιρετικά απίθανο να παρεκκλίνει της συμφωνίας αν δεν θέλει να έχει ντράβαλα, καθότι το boss έχει φροντίσει να δέσει καλά το γάιδαρό του.

Πιασμένοι μπορούν να υπάρχουν και άνω του ενός, ανάλογα με το επιθυμητό αποτέλεσμα του boss, και βρίσκονται παντού. Στο αγγλοσαξονικό νομικό σύστημα μπορεί να είναι ένας ή ομάδα ενόρκων (βλέπει ταινία «οι αδιάφθοροι»), στο δικό μας μπορεί να είναι κάποιος δικαστής. Πιασμένος όμως μπορεί να υπάρξει και στο ποδόσφαιρο, σε μια μεγάλη εμπορική συμφωνία ή ακόμη και στην πολιτική και γενικότερα όπου παίζουν συμφέροντα, μικρά ή μεγάλα.

Σημείωση: Στο Ελληνικό πολιτικό σύστημα ουδείς πολιτικός δύναται να είναι πιασμένος διότι ελέγχεται από την κρισάρα (μασονικός όρος) του Ελληνικού κοινοβουλίου, τον νόμο περί ευθύνης υπουργών, αλλά και την κοινωνική κατακραυγή αφού ο Έλλην ψηφοφόρος δε σηκώνει μύγα στο σπαθί του. Εξάλλου όλα τα παραπάνω είναι τυπικού χαρακτήρα δεδομένου ότι οι χαρακτήρες των Ελλήνων πολιτικών είναι αδαμάντινοι και κοινώς «δεν πιάνονται».

  1. Είναι δυνατόν; Πώς το ρούφηξε έτσι το μπαλάκι. Λες να είναι πιασμένος;

  2. - Πόσα χρόνια λες να φάμε συνήγορε;
    - Μη στεναχωριέσαι, ο δικαστής είναι δικός μας, τον έχουμε πιασμένο.

(από Stravon, 13/06/10)

Δες και πιάνω.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κυριολεκτικά: ο άντρας που του έχουν αφαιρέσει χειρουργικά τους όρχεις. Ειδικότερα, ο άντρας που είχε υποστεί ευνουχισμό και χρησιμοποιούνταν ως φύλακας του χαρεμιού.

Μεταφορικά: ο άντρας που, η καινούρια του γκόμενα, του έχει βάλει τα δύο πόδια σε ένα παπούτσι και τον κάνει ό,τι θέλει. Ο άντρας αυτός είναι τόσο εθισμένος στην νέα του γκόμενα, που έχει χάσει την προσωπικότητά του και τις απόψεις του από την στιγμή που η γκόμενα τον βούτηξε στην κυλότα της (επειδή επιτέλους γαμάει... δεν τον νοιάζει τίποτε άλλο).

Ο ευνούχος σχετίζεται και με τον μουνόδουλο, με την διαφορά ότι ο μουνόδουλος δεν έχει σταθερή γκόμενα.

— Πόσο ευνούχος έχει γίνει ο Τζώνη ρε συ με αυτήν την Μάρθα; 'Εχει ξεκινήσει το Μουντιάλ τόσες μέρες και έναν αγώνα δεν έχει έρθει να δούμε όλοι μαζί. Άλλα έλεγε πριν 2 βδομάδες...
— Καλά, ναι... πριν 2 βδομάδες ο Τζώνη ήταν μπακούρι ρε συ και τον ξέρεις πόσο μουνόδουλος είναι.
— Επειδή τον ξέρω μιλάω, φοβάμαι ότι αυτή και το μουστάκι θα τον βάλει να ξυρίσει.

(από Khan, 01/03/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χαζοχαρούμενος, χάχας, ασόβαρος. Ακόμα και το γέλιο του είναι νευρικό.

Καμία σχέση με τον χιουμορίστα, τον πλακατζή, τον γελαστό και εύθυμο άνθρωπο. Ο χαχαμπούχας είναι ο κατεξοχήν τύπος του μ(π)ουάχαχα - εξού και η λέξη.

- Τι παίζει τελικά με τον Νώντα;
- Τϊποτα, δεν μπορώ τους χαχαμπούχες, δε μπα νά 'ναι γαμώ τους γκόμενους.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified