Further tags

Χρησιμοποιείται στις εξής περιπτώσεις:

  1. Για όποια γκόμενα είναι σεξοβόμβα, θεόμουνο και τα συναφή.

  2. Για οτιδήποτε έχει υψηλές επιδόσεις, όπως ένας αθλητής, ένα αντικείμενο που κάνει καλή δουλειά κτλ.

  3. Το λέμε σε κάποιον για να τον πικάρουμε σε περίπτωση που δεν κατάλαβε ή κάνει πως δεν κατάλαβε αυτό που του λέμε (βλέπε την ομώνυμη διαφήμιση με την πιστωτική κάρτα).

  1. - Κοίτα εδώ barwoman που έχει το μαγαζί. 1.80, ξανθό, πράσινο μάτι και η ρόγα να κοιτάει στο ταβάνι.
    - Γάματα, δυναμίτης σκέτος είναι.

2α. - Πωπω, αυτός ο Messi τι δυναμίτης είναι ρε φίλε; Μία ομάδα μόνος του.

2β. - Είδες τους καινούργιους 16πύρηνους επεξεργαστές; Δυναμίτης σου λέω, με έναν τέτοιο θα πηγαίνει σφαίρα το μηχάνημα.

  1. - Πιστωτική μου δίνετε; Μετρητά δεν έχετε;
    - Δηλαδή θέλεις να βγω...να ψάχνω για ATM...να βρω ATM, να περιμένω στην ουρά, να κάνω ανάληψη, να ξανάρθω στην ουρά να περιμένω πάλι, για να πληρώσω ένα γάλα κι εσύ να πρέπει να μου δώσεις ρέστα από 50 ευρώ. Πως σου φαίνεται;
    - Έχετε δίκιο.
    - Μπράβο. Είσαι δυναμίτης!

(από HardcoreGR, 13/05/12)(από HardcoreGR, 13/05/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτός που χαλάει τη σάλτσα. Μπορεί να την χαλάσει «κόβοντάς» την, αραιώνοντάς την με παραπάνω νερό απ' όσο πρέπει, ρίχνοντας πάρα πολύ αλάτι, κλπ. Δεν μας ενδιαφέρει πώς θα την χαλάσει όμως. Μας ενδιαφέρει κυρίως το τι σκατά σάλτσα είναι αυτή και ωσεκτουτού πόση σημασία έχει αν θα χαλάσει.

Υπάρχουν οι εξής περιπτώσεις σάλτσας:

α. σάλτσα = μπούρδα, κάτι το περιττό, διακοσμητικό, επουσιώδες. Πρόκειται δηλαδή για τη σάλτσα που δεν είναι απολύτως απαραίτητη για ένα έδεσμα. Θα μπορούσαμε να το φάμε και σκέτο στην ανάγκη. Πχ. μπιφτέκι στη σχάρα σκέτο, χωρίς σως ροκφόρ.

Στην περίπτωση αυτή, το εν λόγω άτομο χαλάει κάτι που δεν είναι άξιο λόγου, άρα και η όλη του ενασχόληση και στάση απέναντι σε αυτό είναι επίσης ανάξια λόγου.

Άρα ο σαλτσοχαλαστής είναι εδώ κάποιος που κάνει σαματά για κάτι που δεν ενδιαφέρει.

β. σάλτσα = διακόσμηση, περιτύλιγμα, ωραιοποίηση, πρόσχημα, βοήθημα. Η σάλτσα αυτή δεν αποτελεί μεν το κυρίως φαγητό (αυτό που καλούμαστε όπως και δήποτε να φάμε), αλλά βοηθάει να το καταπιούμε. Είναι η συνηθέστερη μορφή σάλτσας. Το νέτο σκέτο έδεσμα (πχ. σκέτο το μακαρόνι, σκέτη η πριτσόλα, σκέτο το πσάρι) συνήθως ΔΕΝ τρώγεται (είναι αηδία, κολλάει στον λαιμό, μποχάει κλπκλπ).

Στην περίπτωση λοιπόν αυτή, ο σαλτσοχαλαστής καθιστά ανάντεχα στρέιτ τη μπουκιά μας, μας αποκαλύπτει δηλαδή μια ουσία, μια βάση, την οποία δεν μπορούμε να δεχτούμε καθόλου εύκολα.

Και πάλι ο ρόλος του σαλτσοχαλαστή είναι σχετικός: το ότι ξεσκεπάζει την ουσία της μπουκιάς, σημαίνει πως: ι. ξεσκεπάζει κάτι βρωμερό -και πιθανόν επικίνδυνο- που καλώς δεν θα φάμε τελικά, ή
ιι. ξεσκεπάζει κάτι το ωφέλιμο το οποίο, τελικά, κακώς κάκιστα δεν θα φάμε.

Η αλήθεια τείνει προς το ιι, καθότι ξέρουμε καλά πως το βρωμερό κι επικίνδυνο μπορεί να μας αποκαλυφθεί εγκαίρως παρά τη σάλτσα, ενώ ό,τι μας ωφελεί πραγματικά δεν είναι από μόνο του προκλητικό...

γ. σάλτσα = πεμπτουσία. Η σάλτσα αυτή βγαίνει από τα εκχυλίσματα της βασικής τροφής και περιέχει συμπυκνωμένη τη νοστιμιά της και την θρεπτική της αξία.

Εδώ ο σαλτσοχαλαστής καταστρέφει το ουσιώδες, και τελεία και παύλα.

Όλ' αυτά υπόκεινται με τη σειρά τους στην υποκειμενική μας κρίση για τη σάλτσα. Δηλαδή κάποιος μπορεί να θεωρεί μια σάλτσα ουσιώδη, ενώ στην πραγματικότητα πρόκειται για ό,τι επουσιωδέστερο -και πάει λέγοντας, κάντε τους συνδυασμούς αυτούς μόνοι σας τώρα.

Συμπέρασμα: κανένα. Πιάσ' τ' αυγό και κούρεφ' το.

===
Σ.σ.: τη λέξη συνάντησα σε κείμενο (μετάφραση) του Άρη Αλεξάνδρου, ο οποίος πολύ την αγαπάει. Δεν την έχω ξανακούσει, αλλά επαΐοντες σαν τον Σάραντ ή τον Χότζα ή τον Μπέτα ή το έρμο το Πονηρό που το έφαγε η μαύρη μαρμάγκα μπορούν πιθανόν να με βοηθήσουν να συμπληρώσω τον ορισμό ή το παράδειγμα.

Θ' ανάψει η ρουκέτα και ίσως να μην προφτάσει να καεί ολόκληρη. Κάτι τέτοιους σαλτσοχαλαστές ο λαός ούτε θέλει να τους ακούσει προς το παρόν.

(από τους Αδελφούς Καραμάζοβ, μετάφραση Άρη Αλεξάνδρου)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Προσφώνηση κατά τα λεβέντη μου, μανάρι μου, παπάρι μου, που παραπέμπει στις εποχές του ραγιαδισμού της Τουρκοκρατίας (και είναι ωσεκτουτού επίκαιρη σε εποχές νεοραγιαδισμού). Με την έκφραση αυτή εξαίρουμε, τιμούμε τον συνομιλητή κυριολεκτικά ή ειρωνικά και δηλώνουμε με υπερβολική έμφαση είτε ότι θα τον περιποιηθούμε πολύ είτε ότι ήδη τυγχάνει αντικείμενο περιποίησης.

Ορισμένες χαρακτηριστικές περιπτώσεις (που δεν εξαντλούν επ' ουδενί τις χρήσεις της έκφρασης):

- Κοπέλα διεκδικεί να γίνει Ελλεεινίδα παλαιάς κοπής και θέλει με την προσφώνηση να καθιερώσει με τον καλό της μια σχέση όπου θα τον περιποιείται και θα τον έχει στα όπα όπα με μασάζ στα Γιάννενα, ώστε να μπορεί καλύτερα να τον μανιπουλάρει.

- Υπονοούμε ότι ο συνομιλητής μας είναι υπερβολικά καλομαθημένος βουτυρομπεμπές φλωράτσας και τον ψέγουμε έμμεσα που δεν είναι πιο ψημένος στην ζωή ώστε μέσω της εμπειρίας του να μπορεί να κρίνει καλύτερα μια κατάσταση. Γενικότερα ειρωνευόμαστε κάποιον για την μαλθακότητά του ή την έλλειψη επαφής του με την πραγματικότητα.

- Καλοπιάνουμε κάποιον ώστε να μπορέσουμε να τον θάψουμε πιο απολαυστικά και τσουχτερά σε δεύτερη φάση.

- Τίποτε από όλα τα παραπάνω δεινά. Απλώς θέλουμε να περιποιηθούμε έναν φίλο και υπογραμμίζουμε αυτό το κιμπαριλίκι μας.

- Η, ακόμη πιο απλά, το χρησιμοποιούμε ως γενικότατη τιμητική προσφώνηση, όπως και το αντίστοιχο αφέντη μου, που λένε στα Επτάνησα, επειδή θεωρούμε ότι δίνουμε αξία έτσι στον συνομιλητή ή απλώς αντιγράφουμε ή ειρωνευόμαστε μεγαλύτερους σε ηλικία που το συνηθίζουν.

Πάσα (Δ.Π.): Βράσταμαν.

  1. Προτείνω πασάκα μου να φτιάξουμε για να πρωτοπορούμε διεθνώς και κόμμα κωλομπαράδων (Πασάκα μου!)

  2. Για το γεγονός ότι δεν κάνει δίαιτα δικαιολογήθηκε: [...] «Αφού μου λένε οι γυναίκες “πασάκα μου μια χαρά είσαι”… Όσο ήμουν νέος, αδύνατος και ανύπαντρος, τίποτα!» (Εδώ).

  3. ελα πασακα μου θεσ/νικη να σε φτιαξω
    πρωτη μουρη θα σε εχω παντου
    μες τα μουνια θα εισαι...
    ελα πασακα μου να ανοιξεις οσα μπουκαλακια θες τσαμπανταν
    ελα πασακα μου
    δινε εσυ τετοια σημεια αγορινα μου και οτι σαλονικιοτικο μουνι θες στο πουτσο σου τον αεκτσιδικο θα στο φερω (Εδώ).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

(ειρωνικό): Αγόρια.

Κορίτσια, άντε, οργανωθείτε, πρέπει να αποφασίσουμε επιτέλους, τέσσερις ώρες το λιβανίζουμε το θέμα...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πολυτελείας είναι ένας όρος που σημαίνει αυτό που σημαίνει: πως είναι ακριβό, πχιόττας, ξεχωριστό. Δεν ανήκει δηλαδή στα απαραίτητα αναλώσιμα αγαθά (άλλο τώρα αν, από κει που σκουπίζαμε τον κώλο μας με την πέτρα, σήμερα μπορούμε να απολαμβάνουμε και αυτά τα αγαθά ως καθημερινά και με τη σέσουλα. Ήρθε και μας πλάκωσε βέβαια...)

Έχουμε λοιπόν ψωμί, χαρτί, κωλόχαρτο, καθρέφτες, φόρο, βίλες, αυτοκίνητα και πόρνες πολυτελείας. Και άλλα πολλά.

Πέραν αυτών, ο όρος μπορεί να κοτσαριστεί ειρωνικά σε οποιονδήποτε: ζητιάνος πολυτελείας, τρελός πολυτελείας, μαλάκας πολυτελείας κλπ.

Στις μόνες περιπτώσεις που, λέγοντας απλά «πολυτελείας» καταλαβαινόμαστε, είναι όταν πρόκειται για ψωμί ή για πουτάνα. Αυτός είναι και ο μόνος λόγος ύπαρξης του παρόντος λήμματος (παρ. 1, 2).

  1. - Τι θα θέλατε;
    - Ένα κιλό πολυτελείας παρακαλώ.

  2. Πολύ μες το λούσο είναι το γκομενάκι... Ρε μπας κι είναι καμιά πολυτελείας και δεν το ξέρεις;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το ούφο. Ο αλλού. Ο τσίου μπίου τσικιμπίου.
Όπως λέει και το παράδειγμα εδώ, αυτός που τον έχει φάει η μαλακία.

Όπως συμβαίνει και με τους πνευματικούς αδελφούς τους, τους πυροβολημένους, τα πλήθη των κουνημένων παρουσιάζουν αξιοσημείωτη διασπορά. Τουτέστιν, οι περί ων ο λόγος φωστήρες δεν βρίσκονται συγκεντρωμένοι σε ένα σημείο να ρίξεις μια να τους κάψεις μαζεμένους. Πρέπει να τους ξετρυπώνεις και να τους κατραπακιάζεις έναν-έναν, διαδικασία ιδιαιτέρως χρονοβόρα και ψυχοφθόρα.

Δεν διαθέτω πια την υπομονή και τις αντοχές της πρώτης μου νεότητας, χώρια που φοβάμαι την υψηλής μεταδοτικότητας πάθησή τους. Ωσεκτουτού, εγκαταλείπω την προσπάθεια (και το λήμμα) σε αυτό το σημείο.

Εμενα προσπαθησε να με χωσει ενας γνωστος ο οποιος απο πριν ηταν λιγο κουνημενος. Νυχθημερόν,

Ηλίθιοι, κουνημένοι, καμένοι και παντός είδους γελοίες υπάρξεις, στο σινεμά δεν πάμε ούτε για να πούμε τα νέα μας με τους άλλους ηλίθιους, κουνημένους, καμένους και γελοίους φίλους μας που έχουμε να δούμε 5 μήνες, αλλά ούτε και για να ρίξουμε το γκομενάκι που ψήνουμε τόσον καιρό και αντιστέκεται προφανώς γιατί έχει καταλάβει ότι είσαι ηλίθιος, κουνημένος, καμένος και γελοίος !!! άνευ διαλείμματος

Τα Custom Panels δεν πωλούνται ξεχωριστά βέβαια, πρέπει να αγοράσεις και υπολογιστή μαζί. Και σε τιμές που μόνο αν είσαι ολίγον κουνημένος στο μυαλό θα πλήρωνες... και ακαταπαύστως.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κουμμούνι, σε πιο μπρουτάλ εκδοχή. Παλαιότατης κοπής ψυχροπολεμικό μπινελίκι σε βάρος αθεοαναρχοκουμμουνιστοσυμμοριτών κουκουέδων, σταλινοτσολιάδων, τσιπραλαβάνων αριστεριτζήδων, κ.ταλ. Μετά από πολυετή αφανισμό, η χρήση του μπινελικίου εσχάτως σαν να μπήκε σε τροχιά απενοχοποίησης.

Δέον να σημειωθεί ότι ορισμένοι λεβέντες απευθύνουν τον χαρακτηρισμό σε ευρύτερο πληθυσμό αποδεκτών, πιχί σε σοσιαλδημοκράτες, γιεγιέδες, οικολόγους, βενιζελόμουτρα, τεντυμπόυδες, ανάρχες, άπλυτα ταγάρια, και λοιπές δημοκρατικές δυνάμεις.

Αγγλιστί commie, γαλλιστί coco.

Από το δουπού: Khan.

- Τσε γκεβάρα ρε; Τι είσαι κομμούνι; Κομμούνια, κομμούνια θα γίνεται σαπούνια!!!
(εδώ)

- Χρυσαυγίτες μου φώναζαν «φύγε ρε κουμμούνι
(Νταλάρας, εκεί)

- Τα Κομμούνια και τα Μνημούνια.
(παραεκεί)

- Κομμούνι φαίνεσαι από τα μούσια σου!
(παραπέρα)

- Aντε ρε παλιοκομμούνι που δεν ασχολείσαι με φασισταριά!
(Η. Κασιδιάρης προς Λ. Κανέλλη).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μοντέλα πρωινάδικουπου χρησιμεύει ως γλάστρα και περνά τον τηλεοπτικό της χρόνο επιδεικνύοντας στον αδηφάγο τηλεοπτικό φακό τα μπούτια της (φαίνω + μηρός).

Φαινομηρίδες της αρχαιότητας οι σημερινές … μινιφορούσες; (από το σάη-πακέτο)

τυπική φαινομηρίς (από allivegp, 12/06/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κυπριακή κατάρα / μπινελίκι με αρχαιότατες Αριστοφανικές ρίζες. Εκ του ῥαφανιδόω, χώνω ῥαφανῖδα (ραπανάκι) εκεί που δεν πιάνει ήλιος. Έτσι τιμωρούσαν τους μοιχούς οι Αθηναίοι: όταν οι βάρβαροι ευρωπαίοι τρώγανε ραπανάκια, εμείς οι Έλληνες τρώγαμε ραπανάκια.

Ειρήσθω εν παρόδω ότι σε αντίθεση με το αγγούρι που ενίοτε δροσίζει τον αποδέκτη του, ο ράπανος εμπεριέχει ερεθιστικά δια τον πρωκτόν οξέα που αποκλείουν κάθε ενδεχόμενο παράπλευρης απόλαυσης, τουλάστιχον στην χαρτογραφημένη πλειοψηφία.

Αντιδάνειο: johnblack & khank.

- «τί δ'ἤν ῥαφανιδωθῆι τέφρα τε τιλθῆι» (Ἀριστοφάνους Νεφέλαι, στ. 1083)

sarant: - Φαίνεται ότι και οι αρχαίοι ημών πρόγονοι τα είχαν μακρουλά τα ρεπάνια τους, πάντως, διότι αν θυμάστε από τον Αριστοφάνη, συνήθης τιμωρία των μοιχών ήταν να τους χώνουν μια ραφανίδα εκεί που ξέρουμε όλοι

Τιπούκειτος: - Σχετικά με το αριστοφανικό aside (...) για την τιμωρία των μοιχών στην αρχαιότητα, θα ήθελα να καταθέσω τη σημερινή κυπριακή βρισιά/κατάρα «Στον κώλο σου ρεπάνι», η οποία αποδεικνύει μεταξύ άλλων την αρραγή τρισχιλιετή συνέχεια της φυλής και της γλώσσας μας και των ρεπανιών μας (για τους κώλους μας δεν τίθεται καν ζήτημα) (...) Η αποτελεσματικότης της κατάρας «στον κώλο σου ρεπάνι» δεν απορρέει, νομίζω, από το ευμέγεθες των εν Κύπρω ραφανίδων, αίτινες είναι ήκιστα μακρότεραι των εν Ελλάδι, αλλά μάλλον από τα οξέα τα οποία περιέχονται εις την σάρκα των ορεκτικωτάτων τούτων ζαρζαβατικών.
(δαμαί)

βιλλιές σσιηστές τα μέτρα τους,
στον κώλον τους ρεπάνι
εκάμαν τα σιεσσιέ γιαχνί
τζιαι ο λαός ξιάννει
(τζειαμαί)

- Ε έ; Τζιαί τωρά εκακοφανίστηκεν; Στον κώλον του ρεπάνι. Μα αν ήταν να ειδοποιείται τζι' ο κάθε μούτσιος για τες στρατιωτικές μας ασκήσεις, ήταν νά 'μαστεν για τα παναύρκα. (τζειαχαμαί)

Τιμωρία για τους αντεπαναστάτες (από Vrastaman, 25/06/12)Βασίλης Ράπανος: θα μάς πάει "ρεπάνι και καρότο"? (από Vrastaman, 25/06/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο ενοχλητικός τύπος που κολλάει απρόσκλητος σε μια παρέα και σε ξενερώνει.

Επίσης αυτός που έχει «μπαστακωθεί», βλ. μπαστακώνομαι, κατσικώνομαι επίμονα και πεισματικά σε μια θέση, έχοντας γίνει ενοχλητικός.

  1. - Πώς περάσατε χτες το βράδυ;
    - Πώς να τα περάσουμε ρε συ που είχαμε τον μπάστακα όλη την ώρα μες στα πόδια μας; Ούτε μια κουβέντα της προκοπής δεν μπορούσαμε να πούμε.

  2. Αφού στο 'χω πει ρε, όταν γράφω δε θέλω να κάθεσαι σα μπάστακας πάνω απ' το κεφάλι μου! Δε μπορώ να συγκεντρωθώ!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified