Further tags

Ο τηλεφάπας. Αυτός που στηρίζεται αποκλειστικά στην τι-βί για να διαμορφώσει άποψη. Ο καλύτερος πελάτης των τηλεδημοσιοκάφρων. Συνήθως εκτός από την σκλήρυνση κατά τσιμεντόπλακας, πάσχει και από οσφυαλγίες από τις πολλές ώρες που περνάει στον καναπέ.

Κάποια εκατομμύρια τηλεκαρπαζοεισπράκτορες και μερικοί πονηροί πανηγύρισαν...

Από μικρός στα βάσανα... (από Marco De Sade, 25/03/09)Γιά πελάτες που είναι γάτες... (από Marco De Sade, 25/03/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο τηλεκαρπαζοεισπράκτορας. Αυτός που βαριέται να μασάει μόνος του και λαμβάνει αλεσμένη τροφή από τις κατσίκες των καναλιών. Πάσχει από τις ασθένειες του τηλεκαρπαζοεισπράκτορα, καθώς και από κατινισμό βαριάς μορφής.

Ο τηλεφάπας είναι ο καλύτερος φίλος του εισαγγελάτου.

Με πήρε ο ύπνος κι έγειρα... (από Marco De Sade, 25/03/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο κολλημένος με κάποιο συγκεκριμένο σήριαλ. Ελαφριά μορφή της ασθένειας η οποία μπορεί με τον καιρό να εξελιχτεί σε χρόνια και βαριά (έως θανατηφόρα για τον εγκέφαλο).

Η γυναίκα μου είναι τηλετζάνκι. Όταν παίζει τις «Νοικοκυρές σε απόγνωση» μπορώ να πηδάω άφοβα την μπέιμπι-σίττερ στο διπλανό δωμάτιο.

Το μπουγαδοκόφινο δεν βλέπω πουθενά (από Marco De Sade, 25/03/09)Πάντα υπάρχουν και χειρότερα... (από Marco De Sade, 25/03/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η λίστα αυτή αποτελεί μικρό συμπλήρωμα του ανύπαρκτου λεξικού που ανάρτησε ο χρήστης acg. Δεδομένου ότι το φαινόμενο Miesens είναι πραγματικά απύθμενο, κρίνεται αναπόφευκτη την ανάγκη και για γ’ τόμο!

  • Μαύρα μιζάνυχτα, τα: έχουν όσοι δεν συμμετέχουν στο πάρτι αυτό!
  • Μιζαλίνα, η: η Μάτα Χάρη που χρηματίζεται εκατέρωθεν.
  • Μιζαλλόδοξος, ο: αυτός που δεν έχει πρόβλημα να χρηματίσει ή να χρηματιστεί σε διεθνές περιβάλλον.
  • Μιζεγγύηση, η: ειδική μορφή παρακαταθήκης, κατά την οποία πράγμα κινητό ή ακίνητο διεκδικούμενο παραδίνεται ανεπιστρπτί σε τρίτον (τον μιζεγγυητή) για διεκπεραίωση «εκκρεμών υποθέσεων».
  • Μιζέλληνας, ο: ο Έλληνας που χρηματίζεται και χρηματίζει.
  • Μιζθοδοσία, η: οι μηνιαίες αποδοχές πολιτικών όλων των κομμάτων από την Siemens.
  • Μιζοαστός, ο: το τυπικό κοινωνικό προφίλ του χρηματιζόμενου.
  • Μιζογειακά Προγράμματα, τα: κοινοτικά προγράμματα με χοντρό παραδάκι.
  • Το ποτήρι είναι μιζογεμάτο ή μιζοάδειο; : απορία αυτού που είτε λόγω ηθικών αναστολών είτε λόγω ανικανότητας δεν άρμεξε το σύστημα στο έπακρον.
  • Μιζογύνης, ο: αυτός που χρησιμοποιεί την θέση του σαν μοχλό για σεξουαλική ικανοποίηση με υφιστάμενες σου.
  • Μιζοξενία, η: Βλ. μιζαλλόδοξος
  • Μιζοτάκι, το: η κοτόσουπα στα γιαπωνέζικα. Εκ των miso (ζωμός) και take (κότα).
  • Μιζοτοιχία, η: συνέργειες πλουτισμού ανάμεσα σε τμήματα ιδιωτικής ή δημόσιας επιχείρησης, το αντίθετο των «σινικών τοίχων»
  • Ο Μιζτικός Δείπνος, ο: ακα το μεγάλο φαγοπότι
  • Πολιορκία του Μιζολογγίου, η: Η παρατεταμένη πολιτικοοικονομική μας κατάσταση τα τελευταία 30 και πλέον έτη.

- Είχα μαύρα μιζάνυχτα ότι για να χειρουργηθεί η φουκαριάρα η σλανγκομούnα μου έπρεπε να βάλω το σπίτι μου μιζεγγύηση στην μιζαλίνα μεγαλογιατρό!

- Ο τυπικός μιζοαστός μιζέλληνας δεν είναι καθόλου μιζαλλόδοξος! Δέχεται μιζοξενία από κάθε φυλή του Ισραήλ εν μέσω πολιορκίας του μιζολογγίου!

- Ο Krokus ήταν πρώτα στην μιζοδοσία της Ανατολικής Γερμανίας και μετά της Miesens!

- Κατά τον μιζτικό δείπνο, πολλοί αναρωτήθηκαν εάν το ποτήρι είναι μιζογεμάτο ή μιζοάδειο. Αυτά είναι ψευδοδιλλήματα είπε ο μεγάλος, φάτε μπόλικο μιζοτάκι να συνέλθετε γιατί έπονται και μιζογειακά προγράμματα!

Όταν η Τσέκου επισήμανε στον μιζογύνη Ζαχόπουλο για την ύπαρξη βίντεο, αυτός τραγούδησε πικρά: «Αχ ρε παλιο-μιζοφόρια τι τραβάν για σας τα’ αγόρια!»

- Οι μιζοτοιχίες επιτρέπουν στο τμήμα ανάλυσης της χρηματιστηριακής να πληρώνεται από τις εταιρείες που αναλύει!

Ο Μιζτικός Δείπνος (από Vrastaman, 25/03/09)(από Vrastaman, 29/07/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτός που δεν μπορεί χωρίς την ημερήσια δόση του από τα σκουπίδια της tv και τις ειδήσεις του τρίπτυχου σεξοσκάνδαλο-ληστεία-ακρίβεια. Ο τηλετζάνκι. Συνήθως άτομο χαμηλού μορφωτικού επιπέδου, αλλά υπάρχουν και εξαιρέσεις.

Η κατάσταση του υποκειμένου λέγεται «τηλεμαστούρα». Στοιχίζει φτηνότερα από το μπαφάκι, αλλά πολλές φορές είναι μπουρούχα.

Η δικιά μου είναι τηλεμαστούρω. Με ένα «Sex & the city» και λίγο «Aξίζει να το δεις» έχει κλείσει.

Πουτσίλα μυρίζει... Πάλι καλά που δεν το είχε βάλει στον κώλο του, ο τηλεμαστούρης... (από Marco De Sade, 25/03/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Προέρχεται από τις λέξεις ταίρι και έργο.
Χρησιμοποιείται για να χαρακτηρίσει τον «άσχημο» σύντροφο κάποιου εμφανίσιμου προσώπου...

- Κοίτα με ποια έμπλεξε ο Σούλης!!...
- Ναι ρε μαλάκα, σκέτο ταιρατούργημα είναι...

(για διευκρινήσεις βλ. φώτος)

(από EvoOz, 25/03/09)(από EvoOz, 25/03/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η τσαρίνα της πούτσας. Ο όρος μπορεί να εκληφθεί με μία ή περισσότερες από τις παρακάτω έννοιες:

  1. Ποσοτικώς: Η ψωλού.
  2. Ποιοτικώς: Η μαστόρισσα στον χειρισμό της πούτσας.
  3. Γεωγραφικώς: Η Τατιάνα ή Λαρίσα, γενικώς το μιγκ (σ.ς.: Όχι αυτό που τράκαρε την Mes μας).
  4. Πολιτισμικώς: Αυτή που έχει ζηλώσει την δόξα της Αικατερίνης της Μεγάλης, η οποία έχει μείνει θρύλος για τα ερωτικά της κατορθώματα.

Η λέξη χρησιμοποιείται και ως παιγνιώδες χαϊδευτικό για την πούτσα.

Φοβερή πουτσαρίνα η Νατάλια Βοντιάνοβα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο μικρός αντράκος. Ο φλώρος. Ο σκατόφλωρος, ο κλανομπιντές.
Αυτός που την έχει μικρή!

- Όπα ο Τάκης, πάει να την πέσει στην δίμετρη ξανθιά... Ωπ!! τον φλώρο, γυρνάει πίσω... έ τον πουτσαρούλα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο «αρραβωνιαστικός» ο οποίος θα έκανε ακόμα και αέρα στην μνηστή του!

σημ. 1η: αναμνηστήρας : ο εν λόγω «αρραβωνιαστικός» όταν πάρει πόδι...

σημ. 2η: αχαμνηστήρας : o εν λόγω πρώην «αρραβωνιαστικός» όταν ξεκινάει τρελή δίαιτα για να ξαναρέσει στη δικιά του...

- Ο Μάκης κατάντησε ανεμνηστήρας... ό,τι θέλει τον κάνει η δικιά του...

Aπό εδώ στο lexilogia.gr

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο μεγάλος εμπνευστής για σλανγκολήμματα. Μιλάμε κυρίως για επώνυμους τεχνίτες του λόγου, αν και οι πραγματικοί ήρωες είναι οι σλανγκομάζες, που λέει κι ο Μάο, και ο πραγματικός σλάνγκαρχος είναι ο άγνωστος Σλάνγκος. Ο όρος μπορεί να χρησιμοποιηθεί και για χρήστη του slang.edu από συσσλαγκιστή σε στιγμές σπεκουλαδορίας ή ειλικρινούς «προσκυνώ την πορδούλα σου!».

Προτείνω ως σλάνγκαρχοι να αναγνωριστούν οι:

Παναγιώτης Χατζηστεφάνου, Τζίμης Πανούσης, Χάρρυ Κλυνν, Λύο Καλοβυρνάς, Ηλίας Πετρόπουλος, Γιάννης Μηλιώκας, Γιώργος Μητσικώστας, Σταμάτης Κραουνάκης, Ημισκούμπρια.

Ανθυποσλάνγκαρχοι: Ανίτα Πάνια, Ανδρέας Εμπειρίκος, Νίκος Καρβέλας, Λάκης Λαζόπουλος, Γιάννης Ζουγανέλης, Μάρκος Σεφερλής, Κώστας Ζουράρις, Μαλβίνα Κάραλη.

Συμπληρώστε ή διαφωνείστε ελεύθερα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified