Further tags

Άτομο, συνήθως νεαρής ηλικίας, που το facebook παίζει πολύ σημαντικό ρόλο στον τρόπο με τον οποίο σχετίζεται με τους άλλους. Λ.χ. το facebook είναι γι' αυτόν εξίσου σημαντικό με το τηλέφωνο και το email. Διακρίνεται για τον αφελή ναρκισσισμό του.

Ευρύτερα, χρησιμοποιείται για να περιγράψει μια ολόκληρη γενιά νέων στα late zero's.

Φεϊσμπουκάκι το πιπίνι! Πρώτα μού δωσε τα στοιχεία της στο facebook και μετά το τηλέφωνό της! Πάω και τι να δω! Ούτε φωτογράφιση στο «Νίτρο» να ήταν!

Κοίτα να δεις! Ποιος θα τό 'λεγε ότι τα φεϊσμπουκάκια θα μας παρέδιδαν μαθήματα επαναστατικού φρονήματος!..

(από Khan, 20/02/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

H στρηπτιτζού που δεν προσφέρει φραπέ, αναδεικνυόμενη σε περσόνα νον γκράτα των στρηπτιτζόφιλων. Το γεγονός ότι η ντικάφ είναι η περσόνα νον γκράτα του ευαγούς ιδρύματος, οδηγεί και στον όρο «περσόνα νον κάφα».

Συχνότατα η ντικάφ είναι η ομορφότερη κορασίς του ευαγούς ιδρύματος, γι' αυτό εξάλλου και την παίρνει να είναι ντικάφ. Οπότε οι στριπτητζόφιλοι αναπτύσσουν με την ντικάφ μια σχέση αγάπης-μίσους... Παράβαλε τα «Καλλιστεία για την καλύτερη ντικάφ» στο πάλαι ποτέ www.bourdela.com

Συνώνυμα: ντεφραπεϊνέ, defrap, ντιφράπ
Αντώνυμα: φραπεδιάρα

  1. - Η Τζέσικα προσφέρει τζεσικοτσίνο, ή είναι ντεκάφ κι αυτή;

  2. - Τέτοια ομορφιά, τέτοια νιάτα, και να είναι ντικάφ! Αίσχος! Πρέπει να συνεννοηθούμε όλοι οι στριπτητζόφιλοι και να της κάνουμε μποϊκοτάζ! Μόνο έτσι έχει δύναμη ο καταναλωτής!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κάθε μεγάλος κατακτητής έχει το Βατερλώ του! Το μουνοβατερλώ είναι η φαρμακομούνα, που αποδεικνύεται μοιραία για έναν μεγάλο Δον Ζουάν ή Καζανόβα. Μπορεί να είναι ένας μοιραίος έρωτας, μια ανεπιθύμητη εγκυμοσύνη, ένας καταστροφικός γάμος, ένα παράσημο, μια οποιαδήποτε ήττα, ή απλώς ένα στραβοκαύλιασμα. Το μόνο σίγουρο είναι ότι ο γαμίκουλας δεν θα είναι ποτέ πια ο ίδιος...

-Τι κάνει ο Απόστολος; Ακόμη γαμεί και δέρνει;
-Μπα, η Καλλιόπη ήταν το μουνοβατερλώ του. Τώρα έχει και τρία παιδάκια ο καψερός!...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο οπαδός της σκοτεινής ατμοσφαιρικής μουσικής και γενικά της gothic κουλτούρας, ο γκοθάς. Βγαίνει από την αγγλική λέξη dark (σκοτεινός).

- Τι λες, πάμε Rebound σήμερα;
- Μπα, δε γουστάρω, έχει πολύ μελαγχολική ατμόσφαιρα και είναι γεμάτο νταρκάδες. Θα προτιμούσα πιο εύθυμο περιβάλλον.

Jeanne d\'Arc (από Hank, 01/01/09)

Got a better definition? Add it!

Published

Χρησιμοποιείται σλανγκικώς και ως μετάφραση του αγγλικού «master». Λ.χ. για τον κάτοχο μεταπτυχιακού τίτλου Μάστερ. Ή για τον webmaster.
(Όπως αντίστοιχα «εργένης» ο κάτοχος bachelor, «δικτάτωρ», «αλέκτωρ» κ.ο.κ.)

  1. - Τι κάνει στην Αγγλία ο Νικόλας; Ακόμη εργένης είναι;
    - Έχεις χάσει επεισόδια. Τώρα είναι μάστορας! Σωστή μαστοράντζα, δηλαδή, και πάει για Δικτάτορας!

  2. (σε φόρουμ)
    - Με τις μαλακίες που γράφεις πας ολοταχώς για να σε κάνει μπανάκι ο μάστορας!

Γωγώ Μαστροκώστα. Η...... μαστόρισα  (από GATZMAN, 02/01/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Jefferson! Είναι ο τύπος με το αυτάρεσκο αστραφτερό χαμόγελο και το ωραίο σώμα, που (θεωρεί ότι) καμία γυναίκα δεν θα μπορούσε να του αντισταθεί, ακόμα και αν τον έβλεπε να της φέρνει παραγγελία πίτσα στο σπίτι.

Η προέλευση του λήμματος Jefferson, και για τους μυημένους στο Παντρεμένοι με Παιδιά είναι από τον άντρα της Μάρσυ, ο οποίος είναι η πλέον τυπική no-name φάτσα αμερικάνικης τσόντας της δεκαετίας του 80.

- Καλά ρε συ, τι είναι αυτός ο Jefferson που κουβάλησε η Εύη, για να σε κάνει να ζηλέψεις;;;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συνδυασμός από τις δυο λέξεις straight και gay. Στα αγγλικά stray.

Αυτός που δεν είναι τίποτα από τα δύο, ούτε άντρας είναι, ούτε την τρίζει την όπισθεν ακριβώς. Στα αγγλικά stray σημαίνει αδέσποτο, και μου αρέσει σαν λέξη, ταιριάζει.

Ο στρέι είναι η νέα γενιά αρσενικού της δεκαετίας που διανύουμε. Δεν βάζει κρέας στον κώλο του (κατά κανόνα), αλλά αγοράζει κρεμούλες για το προσωπάκι του. Δεν το «σηκώνει το σακάκι», αλλά μία χαλάουα την κάνει το καλοκαίρι (για να μην τον λένε βερμουδιάρη), δεν το ζυγίζει το λουκουμάκι, αλλά άμα πάει σε ρεμπετάδικο ή μπουζούκια το χορεύει το τσιφτετέλι του, δεν «τη σφίγγει τη γραβάτα», αλλά ζεϊμπέκικο δεν χορεύει, ή θα χορέψει γκεϊμπέκικο, ή θα περιοριστεί να βαράει παλαμάκια σε γυναίκες που χορεύουν ζεϊμπέκικο. (ΑΠΑΡΑΔΕΚΤΟ).

Είναι ο άντρας που έχει πεσμένα επίπεδα τεστοστερόνης. Δεν τον λες πούστη ακριβώς, αλλά άντρας μια φορά δεν είναι. Θα το φορέσει το ροζ το πουκαμισάκι, θα το ξεφυλλίσει το Cosmopolitan, θα την πιει την pina colada του. Όποιος κατάλαβε, κατάλαβε.

(Μεταξύ κολλητών)
- Ρε συ; Αυτός ο Θανασάκης τον παίρνει ή δεν τον παίρνει; Δεν μπορώ να βγάλω συμπέρασμα...
- Είναι στρέι ο Θανασάκης, ούτε κι αυτός ξέρει τι είναι...
- Δηλαδή;
- Έχει πέσει περονόσπορος στους άντρες αδερφεεεεεεεέ.
- Λες να του τον βάζουν;
- Δεν ξέρω, αλλά σίγουρα του τον έχουν ακουμπήσει λιγάκι...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Άθλιος, αξιοθρήνητος, αξιολύπητος, θλιβερός, οικτρός. Απευθείας μεταφορά του αμερικανικού pathetic.

[...] Διαπιστώνω ότι το φόρουμ μας αποτελείται από αξιολύπητες παθέτικ λουκρητίες που άπαξ και βρουν γκόμενα (μία την δεκαετία και αν) πρέπει να τη δέσουν και να της κρεμάσουν κουδούνια μη τη χάσουν. (από φόρουμ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συνώνυμο των: γκομενάρα, θεά, μουνάρα.

Βγαίνει από το γαλλικό «τρε ζολί» με προσθήκη του ελληνικού όρου για το αιδοίο.

(Δεν το κατατάσσω στα πρόστυχα γιατί ως γνωστών δεν υπάρχουν τέτοιες λέξεις αλλά πρόστυχα είναι μόνο τα μυαλά των ανθρώπων, επίσης ούτε σεξιστικό θα το χαρακτήριζα για τον ίδιο λόγο).

-Είδες το Ελενάκι πως έφτιαξε...;
-Ναι ρε μαλάκα, τρε μουνί!

(από Hank, 21/01/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Και βασιβουζούκος, μπαζιμπουζούκος.

Από το τουρκικό başıbozuk που σημαίνει «ανεξάρτητος, άτακτος», ήταν η ονομασία που δόθηκε τον 19ο αιωνα σε Τούρκους ατάκτους στρατιώτες, που συνήθως διέπρατταν ωμότητες και λεηλασίες, τρομοκρατώντας τους χριστιανικούς πληθυσμούς.

Η φράση σήμαινε μετά γενικά τον βάρβαρο, τον άξεστο και ωμό, τον φωνακλά. Αλλά με τον καιρό, έχει απομείνει μόνο το αστείο του ήχου της, κι έτσι είναι μια γενικότατη βρισιά, που κανείς δεν ξέρει ακριβώς τι σημαίνει, θυμίζει λίγο και το μπουζούκι και το συνεννόηση μπουζούκι και το χρησιμοποιούμε στην φράση «μην κάνετε σαν μπαζιμπουζούκοι»!

Με το που μπήκε ο Ριβάλντο στο γήπεδο, άρχισαν να κάνουν όλοι σαν μπαζιμπουζούκοι.

οι σφαγείς του Ηρακλείου (1897) Βαζιβουζούκοι (από xalikoutis, 17/05/09)(από Vrastaman, 18/04/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified