Further tags

Άλλη μια αγγλική λέξη, call-girl, που στα ελληνικά σλανγκίζεται με άλλη σημασία = το κορίτσι που δίνει κώλο. Πρβλ. πίναπ γκερλ, το.

- Να τηλεφωνήσουμε σε κανά call-girl;
- Ναι, αλλά να είναι κωλ-γκερλ και πίναπ γκερλ! Όχι ό,τι κι ό,τι!
- Δηλαδή, εσύ ακούς μόνο μπλακ;

(από Dirty Talking, 16/05/09)

Got a better definition? Add it!

Published

Ο πολύ κοντός άνθρωπος. Το λέμε κυρίως για γκόμενα: Γκόμενα- μπρελόκ.

- Γκόμενα-μπρελόκ, ναι, αλλά πουτσομεζές!

Σχετικά: απολειφάδι, τάπα, πινέζα

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Προσδιορίζει τους λάτρεις της χρυσής καδένας.

Fa Cad'oro ειναι μάρκα χρυσαφικών.

-Κοίτα τον τύπο με την χρυσή αλυσίδα και το δασύτριχο στέρνο....
-Ποιόν λές;
-Αυτον με το μαλλί λασπωτήρα απο ΤΟΥΟΤΑ
-Αααα....τον Φακαντόρο εννοείς...

Gafadoro: Η Ασφάλεια σας φέρνει πιο κοντά! (από Hank, 17/05/09)ADORO blue cheese (από dryhammer, 09/06/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Προσφιλής έκφραση της μακαρίτισσας γιαγιάς μου εκ Πόλεως.

Προέρχεται από την αμφιβόλου ετυμολογίας αλλά γνωστής πάσης Ελλάδος λέξη «ρεμπέτης» (δες π.χ. εδώ και του τούρκικου «asker» που σημαίνει «στρατιώτης» και «στρατά» βασικά.

Όπερ, τα στρατά των ρεμπέτηδων, οι παρέες των μαγκάκων που έκοβαν βόλτα στο Μπέξιναρ, π.χ. αλλά και οι κομπανίες των μουσικών του είδους.

Κατά την γιαγιά όμως, υπήρχε πάντα και η πιο ειρωνική μορφή του, δηλαδή το τσούρμο των μισκίνηδων πιτσιρικάδων που κάνουν φασαρία στον μαχαλά, των σαψάληδων ψευτομαγκάκων, των παλικαριών της φακής, που κλάνουν με την μία μέντες.

- Βρε ρεμπέτ ασκέρ, μας πήρατε το κεφάλι κακό χρόνο να χετε! Θα πάρω την βίτσα και θα σας κάνω μαύρους στο ξύλο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Οι γείτονες στην απέναντι πλευρά του δρόμου (across the street). Συνηθισμένη λέξη στους Έλληνες της Αμερικής (τουλάστιχον στις πρώτες γενιές).

- Πολύ μπίζι (busy) αυτοί οι ακροσοστρίτες ρε παιδί μου.
- Yeah.

Με τέτοιους γείτονες άντε να\' βρεις ησυχία! (από spydel, 19/05/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η χαζοχαρούμενη. Ακούγεται συχνά στις ελληνικές ταινίες.

Αυτή η Παγώνα πολύ τρελοκαμπέρω! 60 χρονώ και ντύνεται στα ροζ. Για όνομα!

Got a better definition? Add it!

Published

«For the win», στα αγγλικάνικα. Αποτελεί τρόπο επαίνου ή ανάδειξης ενός προσώπου ή πράγματος, ακολουθώντας μέσα στη πρόταση το εν λόγω ουσιαστικό ή κύριο όνομα, ακριβώς όπως το παλιό, καλό κι ελληνικό «και πάσης Ελλάδος».

Συναντάται κυρίως στον ιντερνετικό γραπτό λόγο (fora, blogs, IRC κ.ο.κ.)

sakis4evah89: Sakis kai pashs ellados re, gamw ta spitakia sas kai th Gyrovision sas koloevropeh

Ronaldinho91: lol what;

3sakis4evah89: Sakis ftw re, ante gamithite

Ronaldinho91: Oh, ok then

Sit on it and rotate ! (από spydel, 20/05/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παρακλάδι / μουσική σκηνή της εξ Αμερικής ανεξάρτητης μουσικής, το οποίο εμφανίστηκε στα μέσα της δεκαετίας των 80, αλλά μεσουράνησε κυρίως στις αρχές και τα μέσα της δεκαετίας των 90, σχεδόν ταυτόχρονα με την εμφάνιση του grunge (το οποίο όμως είχε μικρότερη διάρκεια ζωής) και όπως και εκείνο «λάνσαρε» ένα ιδιαίτερο τρόπο ζωής, παράλληλα με τους ξεχωριστούς ήχους που έφερε στο προσκήνιο.

Ετυμολογικά, προκύπτει από τις αγγλικές λέξεις «low fidelity» (χαμηλή πιστότητα, σε αντίθεση με το πολυφορεμένο «hi-fi» - high fidelity). Η μουσική (και οι μουσικοί) χαρακτηρίζονταν από ένα (ανεπιτήδευτο συνήθως) ατημέλητο στυλ, οι κιθάρες ήταν παράφωνες, ο ήχος ακατέργαστος (λιγότερο σκληρός και μελαγχολικός πάντως από το grunge), ενώ κοινός τόπος ήταν και οι κακής ποιότητας ηχογραφήσεις (εξ' ου και lo-fi).

Τα αντιπροσωπευτικά συγκροτήματα πολλά: Pavement, Sebadoh, Dinosaur Jr., Yo La Tengo, Silver Jews, Guided by Voices, Grandaddy και Modest Mouse, μεταξύ άλλων.

Παρόλο που η σκηνή απέκτησε αρκετούς φανατικούς οπαδούς (ακόμα και στη χώρα μας), άρχισε να παρακμάζει μετά το 2000, κυρίως λόγω της διάλυσης πολλών εκ των αντιπροσωπευτικότερων συγκροτημάτων.

Η έννοια «lo-fi» μπορεί άνετα, πέρα από τη μουσική αναφορά της, να αποδώσει έναν χαρακτηρισμό σε ένα πρόσωπο ή κατάσταση, ότι δηλαδή είναι χαμηλής πιστότητας, είτε με τη καλή (εκκεντρικότητα, φρεσκάδα, πρωτοτυπία, κάτι πέρα από τα συνηθισμένα), είτε με την κακή έννοια (κυριολεκτικά). Επιβάλλεται ιδιαίτερη προσοχή στη χρήση, όσο και στη κατανόηση, η οποία πάντα πρέπει να βασίζεται και στα συμφραζόμενα.

  1. - ...και μετά το Μέγαρο, πήρα τηλέφωνο το Μαράκι και πήγαμε Decadence...
    - Σπεκ, Ιεροκλή είσαι και πολύ lo-fi τύπος μιλάμε...

  2. - Ρε θυμάσαι το παλιό στερεοφωνικό στο σπίτι των γονιών μου που ακούγαμε Floyd; Το δώσανε σε παλιατζή...
    - Καλά κάνανε στη τελική, μετά από τόσα χρόνια θα έβαζες πάνω βινύλιο και θα το χαράκωνε.... από hi-fi που ήταν κάποτε, κατάντησε lo-fi...
    - Χεχε...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Προφάνουσλυ από το αγγλικό large. Είναι αυτός που:

  1. Έχει λαρτζερία, δηλαδή γενναιοδωρία, χουβαρντοσύνη.

  2. Είναι πολύ ανοιχτός και προχώ στα θέματα σεξουαλικής ηθικής. Δηλαδή η Λόλα που τα ανέχεται όλα, ο τύπος που πρεσβεύει το «διαφωνώ ότι η ανωμαλία σου είναι σέξι, αλλά θα υπερασπιστώ και με την ζωή μου ακόμη το δικαίωμά σου να την εκπληρώσεις». Λειτουργεί κι ως αυτοευφημισμός για τον ανωμαλιάρη.

Γυναίκα, φέρε και καμιά φίλη σου να κάνουμε όλοι μαζί γούστα! Αφού με ξέρεις, είμαι και πολύ λαρτζ σε αυτά τα θέματα... Μόνο να είναι καμιά νοστιμούλα, μην μας φέρεις κάναν σουγκλάκο!...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η καλπουζανιά είναι η ανέντιμη/πονηρή πράξη, η απάτη, η μπαγαποντιά, η βρομοδουλειά. Αυτός (-ή) που την ασκεί (... λέγε με απατεώνα) λέγεται καλπουζάνος (-α). Mεσαιωνικά: καλπαζάνης.

Ετυμολογία: από το τούρκικο kalpazan = παραχαράκτης. Aυτό προέρχεται από το περσικό qalbzan = το κάλπικο κέρμα, το οποίο με τη σειρά του είναι σύνθετη λέξη από το αραβικό qalp = αλλαγή, μεταβολή, αντιστροφή [τούρκικα kalp = ψεύτικο, ελληνικά: κάλπικο, ο κάλπης (= απατεώνας), η κάλπισσα] και από το πέρσικο zan = κέρμα

Ασίστ: Mes από το Δ.Π.

«Βαρύθυμοι και νωχελείς πλέον οι Ευρωπαίοι πολίτες έχουν κάθε λόγο να περιφρονούν το δικαίωμα ψήφου περίπου όπως μιαν επιταγή άνευ αντικρίσματος. Το πολιτικό νόμισμα είναι «γράμματα» ή « κορώνα» κι από τις δύο μεριές, οπότε η καλπουζανιά δεν θέλει κολαούζο για να αποκαλυφθεί. Οι εκλογές χρειάζονται για να διατηρούνται τα δημοκρατικά προσχήματα, για να ανέρχεται στην εξουσία η πιο δραστήρια πολιτική παρέα - τα υπόλοιπα ανήκουν στο παρασκήνιο. Ματσαράγκα δηλαδή; Λαοπλάνος τσαρλατανισμός; Ευτελής διαβουκόληση και αμαρτωλή δημοκοπία;»

καπουλζανιά; (από BuBis, 25/05/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified