Η μετεξέλιξη του χιπστερά. Για να μην αντιγράφω, παραπέμπω εδώ.
- Πάμε να φύγουμε από εδώ έχει γεμίσει ο τόπος φλανέρς.
- Ρε συ, κοίτα! Αυτός ο φλανέρ είναι και εδω πέρα!
από το ίδιο άρθρο.
Η μετεξέλιξη του χιπστερά. Για να μην αντιγράφω, παραπέμπω εδώ.
από το ίδιο άρθρο.
Got a better definition? Add it!
Ο γαμάτος, ο σούπερ, ο γουάου. Σπάνιος σλανγκισμός από τη δεκαετία του '90 και τα Λύκεια. Υποτίθεται αγγλισμός του γαμάτου.
- Μπήκες στο slang.gr, το site που σου είπα;
- Μπήκα, φίλε μου, κι έπαθα την πλάκα μου! Φακάτο!
Got a better definition? Add it!
Καραλεσβία του κερατά, που κάνει και τους πιο ματσό άντρες να δείχνουν φλώροι.
- Που λες φίλε, είχαμε βγει για καφέ με τον Τάσο και την κοπέλα του την Όλγα πριν κάτι μέρες και κάποια στιγμή πέρασε μια γνωστή της και μας χαιρέτησε...
- Α ναι, για πες; Καλό κομμάτι;
- Άσε, σκέτος λεσβιάθαν ήταν.
για τον ξένο μεταφραστή: λογοπαίγνιο με το λεσβία και το όνομα Λεβιάθαν.
Got a better definition? Add it!
Η λέξη προέρχεται εκ του αγγλικού «Oh my god», έκφραση που στα ελληνικά σημαίνει «Ω θεέ μου».
Χρησιμοποιείται για να χαρακτηρίσει κανείς άτομα τα οποία ρέπουν σε συχνή χρήση της προαναφερθείσας φράσης στην αγγλικής της μορφή έναντι της ελληνικής. Τέτοια άτομα απαντώνται σε μεγάλες συγκεντρώσεις σε σημεία παροχής υπηρεσιών διαδικτύου (internet cafe ρε αδελφέ!), όπου και καθημερινά σπαταλούν ώρες ολόκληρες μπροστά από μία οθόνη φωνάζοντας στον διπλανό τους γιατί feedαρε τον αντίπαλο στο DOTΑ ή καθαρά λόγω δέους απέναντι στην υπεροχή του εικονικού αντιπάλου λόγω εμπειρίας ή/και του προαναφερθέντος feedαρίσματος.
- Πήγα χτες σε ένα internet cafe για να κάνω κάτι δουλειές, και ήταν τίγκα στους ομιτζίμιτζίδες. Μου πήραν τα αυτιά. Ήταν και μεγάλος noob αυτός ο σκορπιός ρε φίλε... Ούτε ένα stun δεν πέτυχε.
βλ. και ομιτζής, ομιτζί και τρία λολ, ομιτζίθρα! / ομυτζήθρα!
Got a better definition? Add it!
Με τον όρο σαολίν προσδιορίζουμε μια μεγάλη κατηγορία ανθρώπων. Τους ξέρουν όλοι, πολλές φορές και με διαφορετικά ονόματα, συνήθως με τον αδόκιμο, κοινό και πολύ ευρύ όρο «εναλλακτικός».
Ο σαολίν έχει σίγουρα ποδήλατο, σκύλο, τσίβες και piercing. Παίζει σίγουρα κάτι από τα παρακάτω: κορίνες, δάδες με φωτιά, μπαλάκια, ντιάμπολο.
Παλιότερα ο σαολίν άκουγε Πυξ-Λαξ και Cure, σήμερα ακούει Θανάση Παπακωνσταντίνου και Manu Chao. Παλιότερα ο σαολίν ήθελε να μάθει Γαλλικά και είχε όνειρο να πάει στο Παρίσι. Σήμερα μαθαίνει Ισπανικά και πάει Εράσμους στην Βαρκελώνη.
Είναι συνήθως αριστερών πεποιθήσεων, αλλά πολύ αόριστων και χωρίς να σκοτίζει πολύ το κεφάλι του.
Παλαιότερος τόπος διακοπών: Αμοργός, Ικαρία.
Τωρινός τόπος διακοπών: Σαμοθράκη, Φολέγανδρος.
- Ρε συ μας πιάνουν τον κώλο κάθε χρόνο στην Πάρο, ψήνεσαι να πάμε καμιά Φολέγανδρο φέτος;
- Τι λε ρε μλκ; Εκεί είναι τίγκα σαολίν!
- Μαλάκα εγώ πιστεύω πως το Αιγάλεω και το Περιστέρι θα μπορούσαν να αποκτήσουν ποδηλατόδρομους, χώρους αστικού πρασίνου και τουλάχιστον μία Μπιενάλε.
- Μάκη, βλέπω να σε κάνει η γκόμενα που γνώρισες στο Εράσμους να σε κάνει σαολίν!
Got a better definition? Add it!
Γαϊδούρι (κυριολεκτικά και μεταφορικά).
Από το τουρκικό gumar, από το αραβικό άχμαρ, συναφές προς το εβραϊκό χαμόρ (το 'χ' στις λέξεις 'αχμαρ' και 'χαμόρ' προφέρεται από το βάθος του λάρυγγα, όπως το ισπανικό j, jota, στην Ισπανία).
Συναφές με το 'χάμουρα' = ηνία, χαλινάρια.
Φορτώνομαι κάθε μέρα σα γομάρι και κανένας δε μου δίνει σημασία.
Τρέχω ολημερίς σα γομάρι στο μαγκάνι (εννοεί το κυκλικό μαγκάνι με τις φτερωτές που ανέβαζαν το νερό συνεχώς, όχι το ατρακτοειδές μαγκάνι που ανεβάζει το νερό με τον κουβά).
Υβριστικά, επικριτικά:
Δεν το περίμενα από σένα, να φανείς τόσο γομάρι (γαϊδούρι)! Είσαι πολύ γομάρι (γαϊδούρι) τελικά.
Got a better definition? Add it!
Λαθρέμπορος.
Στη μεσαιωνική Ευρώπη όμως, όπου το δίκαιο ήταν εξίσου άδικο με το άδικο, οπότε άνθισαν οι διάφοροι ληστές τύπου Robin Hood ή Jesse James στη σχεδόν σύγχρονη Αμερική, ο όρος σήμαινε παλικάρι, διότι πολύ συχνά αναδεικνύονταν σε προστάτες των αδυνάμων έναντι της στυγνής εκμετάλλευσης των «αφεντικών». Πρβλ και τον παρ' ημίν Νταβέλη.
Οι κοντραμπαντιέρηδες λόγω των κινδύνων του επαγγέλματος συνέπηγαν «συμμορίες», ανέπτυσσαν πολιτισμικά στοιχεία, τραγούδια, μουσική, έπη και θεωρούνταν τουλάχιστο άξιοι ενός ρομαντικού έρωτα. Η μετέπειτα ιπποτική παράδοση που σατιρίζεται στον Δον Κιχώτη, μιμήθηκε τους λαθρέμπορους και τους ληστές.
Κοντραμπαντιέρη, γλυκιέ κοντραμπαντιέρη
πάρε το κορίτσι απ' το χέρι, και πίσω μη γυρνάς.
(Μην το ψάχνετε σε πηγές. Η μοναδική είναι εδώ!)
Got a better definition? Add it!
Ο όρος «άσεφτος» λέγεται όταν δεν έχεις κάνει χερικό στο μαγαζί σου, δηλαδή δεν έχεις κάνει καμία είσπραξη.
Got a better definition? Add it!
Κάποιος που βρίσκεται συνεχώς γύρω από κάποιον μεγαλουσιάνο και προσπαθεί ν' ανταποκρίνεται ή και να προβλέπει και να ικανοποιεί όλες τους τις επιθυμίες και τις παραξενιές με τρόπο δουλικό.
Λέξη γαλλική: laquais. Σήμερα μπορεί ν' ακούγεται περισσότερο η αντίστοιχη αγγλική butler.
Στα γαλλικά και τα ελληνικά σήμερα είναι μειωτική έκφραση. Στα αγγλικά (αλλά στην Αγγλία) σημαίνει απλώς το αντίστοιχο επάγγελμα. Είναι αυτός που φροντίζει κάποιον τη στιγμή που βγαίνει από το σπίτι του, αν είναι καλά δεμένη η γραβάτα ή στρωμένος ο γιακάς του παλτό.
Μην τρέχεις πίσω του έτσι... λακές κατάντησες καημένε!
Δες και το λήμμα υπότσουρος.
Got a better definition? Add it!
Όταν κάποιος είναι πολύ βλάκας.
Ρε το κοπανιαμέντο, κοίτα τι έκανε!
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified