Further tags

  1. Αντίθετο του αμπαφάριστος. Και πάλι για τους παίχτες RPG και MMO παιχνιδιών, εδώ δηλώνεται πως διαθέτουν αρκετά μπάφς (αγγλ. buffs), με τη μόνη διαφορά ότι μπορεί να χρησιμοποιείται από τους παίχτες ως δικαιολογία για τη φυσική τους βλακεία, αφού το χαζό τους παίξιμο είχε ως αποτέλεσμα την ήττα της ομάδας από τον αντίπαλο ή το τέρας που προσπαθούσαν να νικήσουν.

  2. Αυτός που βρίσκεται υπό την επήρεια χασίς ή αλλιώς μπάφου, για αυτό και έχει αδικαιολόγητα πολύ καλή διάθεση (την έχει ακούσει, έχει κάνει κεφάλι, έχει γίνει).

  1. οτι μπορει ο rogue να ηταν μπαφαρισμενος η να ειχε άμυνα απο spells χρησιμοποιοντας τα κλασσικά spell resistance,fire,shadow,holy,frost,nature,arcane δε το σκεφτηκες ε; (Από εδώ)

  2. re man; mpafarismenos eisai;
    mou milas gia to ti skeftomai gia to pws tha pratw kai to
    pws tha aisthanomai, enw den me kses re man; (Από εδώ)

  3. καλύτερα να τον προειδοποιήσεις παρά να τον αφήσεις στα δίκτυα της πουτανίτσας!!!να είναι προετοιμασμένος,μπαφαρισμένος πως το λένε...!!! (Από εδώ)

(από allivegp, 27/01/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο bomber είναι αυτός που κάνει γκράφιτι, ο γκραφιτάς.

Terror X crew - Ο Έλληνας που έχεις συνηθήσει
«Κι αν ακόμα δεν εχεις μαθει αρκετά για μένα
είμαι 50-50
Ραπ και γραφιτι
MC και bomber
μέσα στην ομίχλη»

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συνδυασμός τηε λέξης ψωλή και σολάριουμ. Αργκό που χρησιμοποιείται για τις ωραίες γκόμενες που εμφανίζονται κατάμαυρες στις παραλίες από το πρώτο μπάνιο γιατί: «τα σοκαλατένια δέρματα τραβάνε τα βλέματα». Πρόκειται για ψωνάρες που παραμένουν όμως πολύ ορεκτικές για τον αντρικό πληθυσμό. Συχνά το παρακάνουν και μοιάζουν με καμμένο κρέας. Το όλο concept του ψωλάριουμ είναι η εν λόγω γκόμενα να κάνει έντονο contrast με όλους τους υπόλοιπους που διατηρούν τα πάχη και το ασπρουλιάρικο χρώμα του χειμώνα.

(σε παραλία)
- Η Μαίρη έχει αναδειχθεί από πέρσυ..
- Κωλάρα έκανε και ωραίο χρώμα... Επίσημα ψωλάριουμ!

(από dimitrakis199, 30/01/12)Σαν Σοκολατένια κουράδα (από alamo, 30/01/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ελληνιστί ο σπασαρχίδης. Αυτός που συνηθίζει να ενοχλεί και να τα σπάει σε όλους.

- Τι έγινε ρε Γιάννη πήγατε για καφέ με τον Πέτρο εχθές;
- Ναι πήγαμε αλλά δεν κάτσαμε...
- Γιατί μόλις φτάσαμε στο καφέ είδαμε ότι ήταν εκεί και ο Μάκης, ο μπρέηκμπωλ...αν καθόμασταν θα μας τα έσπαγε πάλι...

(από elpetsador, 02/02/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μουγγός, από το αγγλικό mute που βρίσκεται σε κάθε τηλεκοντρόλ που σέβεται τον εαυτό του.

- Έπιασες τελικά κουβέντα με το γκομενάκι;
-Μπα...εγώ μίλαγα κι αυτός καθότανε σαν μούτος όλη νύχτα ...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ξενικός όρος που προέρχεται εκ της γαλλικής λέξης femme για την γυναίκα (για να ανακαλύψουμε και τον πύργο του Άιφελ άμα λάχει) και στα αγγλικά χρησιμοποιείται σε αντιδιαστολή προς τον όρο butch. Αυτή η αγγλική ορολογία έχει πλέον μεταφερθεί και στα ελληνικά στο ιδίωμα των γκέι και λεσβιών και όχι μόνο.

Φαμ, λοιπόν, είναι κυρίως η λεσβία, αλλά και ευρύτερα ο/η ομοφυλόφιλος-η, αμφιφυλόφιλος-η, τραβεστί, τρανσέξουαλ και λοιπές δημοκρατικές δυνάμεις που αναλαμβάνει τα στερεοτυπικά γυναικεία χαρακτηριστικά σύμφωνα με την παραδοσιακή πατριαρχική αντίληψη. Αυτό μπορεί να γίνει είτε στο πλαίσιο μιας δομής της σχέσης (το οποίο θεωρείται πλέον παρωχημένο και αποπροσανατολιστικό), είτε, περισσότερο, ενός παιγνίου ρόλων που αναλαμβάνεται από τους/ις ερωμένους/ες. Περισσότερα στα «άρτια» λήμματά μου μπουτς και αντρούτσος.

Κάτι ενδιαφέρον με τον όρο φαμ είναι ότι μπορεί να οδηγήσει σε μια πιο προχώ σημασία της έκφρασης σερσέ λα φαμ, όπου πλέον μπορεί να χρησιμοποιηθεί για λεσβιακά ή άλλα ομοφυλόφιλα ζευγάρια, όπου είναι δυσδιάκριτο ποιος/α έχει τον ρόλο της φαμ, και αν τον έχει παγίως ή αν έχουμε χαρακτηριστικά τύπου butch in the streets, femme in the sheets.

  1. Η καθιστή γυναίκα ντυμένη πιο χαρούμενα, στα κόκκινα, (μήπως είναι η «φαμ»; δύσκολο να το πούμε) αλλά με ρούχα καθόλου θηλυπρεπή, μάλλον ρούχα καθημερινής δουλειάς, κρατάει στο χέρι χάρακα ή μπαγκέτα. Δίπλα της στο τραπέζι εργαλεία (υποδεκάμετρο, σφυρί, διαβήτης) όχι βελόνες βελονάκι κλωστές και κεντήματα - αντικείμενα παραδοσιακά γυναικεία.

Η γυναίκα πίσω της με αυστηρό μαύρο σακάκι (θα ήταν η «μπουτς»;) το ένα χέρι ακουμπισμένο στέρεα, με δύναμη στο τραπέζι, το άλλο χέρι απλωμένο πίσω από τη φίλη της. Δεν την αγκαλιάζει. Δεν δείχνει φανερά αγάπη ή προστασία. Φανερώνει όμως κτήση και βεβαιότητα. Οι γυναίκες αυτές έχουν πίστη συνωμοσία - συντροφικότητα μεταξύ τους. (Ανάλυση πίνακα του Γιάννη Μόραλη εδώ).

  1. Φυσικά οι ταμπέλες μας καταπιέζουν: ενεργητικός, παθητικός, γκέι, μπάι, μπουτς, φαμ, τρανς, τραβεστί. (Εδώ).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πρόκειται για γαλλικό τύπο πολεμικού αεροσκάφους, αλλά αναφέρεται στην καθημερινότητα σαν τα σημαντικά πρόσωπα (βεντέτες) μιας ομάδας, μιας παρέας κτλ. Ο ορισμός αποδίδεται στο Γιώργο Τράγκα.

Τράγκας: Τα ραφάλ του σταθμού μας Ο Νίκος Χατζηνικολαόυ και η Κάτια Μακρή.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το παιδί στα τούρκικα. Εναλλακτικά το μανούλι, ο κόμματος, το θεόμουνο που ξυπνά βαθιά συναισθήματα στο ισχυρό φύλο και αναφωνεί ερωτόλογα με πάθος ή και η τρυφερή προσφώνηση μάνας ή μπαμπά προς το παιδί τους.

- Γιαβρούμ τζουτζουκλέρι μ'! Τη μπάκα μ' ονειρεύεσαι, τα βράδια πασπατεύεσαι!

- Έλα δω τζουτζουκλαρίμ, ποιος σε πείραξε να τον ξλιάσω...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο ξερόλας, από το «I-know-it-all» + κατάληξη -ας.

Φυσικά το μεταχειριζόμαστε με περιπαικτική διάθεση έναντι κάποιου σπασοκλαμπάνια που το παίζει παντογνώστης. Άλλωστε το λήμμα έχει ενσωματωμένη και την έννοια του «ανοήτου» ανθρώπου: ανοϊτό-λας.

- ...και γυρίζοντας στη δραχμή, θα διαγράψουμε μονομερώς το εξωτερικό χρέος, οπότε θα αυξηθεί το ποσοστό του ΑΕΠ που θα διατίθεται για προνοιακή πολιτική.
- Πήξαμε στους ανοϊτόλες εσχάτως, ρπμ

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χρησιμοποιείται σε πολλές περιπτώσεις. Προέρχεται από τον γνωστό ράπερ των Full Face, tiny jackal.

Συνήθως χρησιμοποιείται χαϊδευτικά, με την σημασία του «χαζούλη».
Αλλά δεν υπάρχει επίσημος ορισμός. Μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε οποιεσδήποτε περιπτώσεις που ο ομιλητής θεωρήσει ότι ταιριάζει.
Επίσης μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως κοροϊδία ή απέχθεια (ή απλά για να νευριάσουμε κάποιον) προς τον tiny jackal.

(Συνήθως αυτός ο χαρακτηρισμός χρησιμοποιείται αυθόρμητα και πολλές φορές χωρίς κανένα νόημα, οπότε είναι δύσκολη η διατύπωση παραδείγματος)
1. - Πέρασε πριν αυτός ο ηλίθιος ο Τάκης;
- Ποίος; Ο τάινι τσακάλ;
- Χαχαχα, έλεος.

  1. - Τι ακούς στο κινητό ρε; Τάινι τσακάλ;
    - Έλα ρε μην τον κοροϊδεύεις...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified