Further tags

Η γυναίκα συνήθως ηλικίας 50+ με παιδιά ήδη ενήλικα ή και ήδη παντρεμένα. Προέρχεται από την αγγλική λέξη «mature» που σημαίνει ώριμη. Συνήθως το επόμενο στάδιο από τη μιλφ γυναίκα είναι αυτό του ματσουριού... Επίσης χρησιμοποιείται σαν πιο ευγενικός όρος της λέξης σιτεμένη, γρέτζω κτλ.

Την είδες αυτή που πέρασε ρε;Τ ρελό ματσούρι από Κηφισιά... έχει πάρει όλο τον δήμο στα νιάτα της, από μικρή καλογαμιόταν!

Εκ γενετής ματσούρι ο πρωταγωνιστής της ταινίας:Δημήτριος και Μουνομάχοι (από GATZMAN, 03/04/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο τοκογλύφος, ο εισοδηματίας με την κακή έννοια, ο άνθρωπος που δεν χρειάζεται να μοχθήσει για να βγάλει τα προς το ζειν, αυτός που ζει από τον τοκισμό ή το κέρδος της περιουσίας ή των επενδύσεών του, κυρίως εις βάρος τρίτων.

Έχει επικρατήσει η αρνητικότητα στον όρο αυτό, ίσως γιατί έχουμε φλομώσει από δαύτους στο Ελλαδιστάν, ίσως γιατί έχει χρησιμοποιηθεί από τον Ανδρέα Παπανδρέου στο διάσημο «ραντιέρηδες της οικονομίας» για να καταδείξει όσους χρηματίζουν εις βάρος του Ελληνικού λαού.

Ετυμολογία: ραντιέρης < γαλλική rentier, δικαιούχος ράντας

Ράντα -θηλυκό:
- (στα πλοία) αντένα τοποθετημένη στο κάτω μέρος του άλμπουρου, περίπου κάθετα σ' αυτό (κατάρτι)
- (λογοτεχνικό) είδος κούνιας για ανάπαυση
- τακτικό χρηματικό ποσό που αποφέρει μια επένδυση
- περιοδική καταβολή ποσού
- εισόδημα από χρεώγραφα
(από εδώ)

Ακόμη, ευρέθησαν στο νέτι:

Ραντιέρης: ο ενασχολούμενος με ευκαιριακές χρηματιστικές εργασίες. Ο κατά τον θυμόσοφο Ελληνικό λαό: «τοκιστής και σουλατσαδόρος» (εδώ)

Ραντιέρης: ιδιώτης τοκογλύφος που πριν από την εφεύρεση των εμπορικών τραπεζών δάνειζε τους αγρότες στην Ελληνική ύπαιθρο με όρους αντίστοιχους των 21 Τραπεζών (εδώ)

  1. Γνωστος και ως ραντιερης - οποιος ζει απο ( και για ) τους τοκους...
    (εδώ)

  2. Όταν μεγαλώσω θα γίνω... ραντιέρης (εδώ)

  3. Βαθύ κράτος ραντιέρης
    (εδώ)

  4. Η Εξουσία των Ραντιέρηδων
    (εδώ)

  5. Νοικοκυραίοι, ραντιέρηδες, καιροσκόποι
    (εδώ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εκ του αγγλικού normal που σημαίνει «φυσιολογικός». Αφορά οποιοδήποτε φυσιολογικό άτομο, αντικείμενο, μέρος ή ακόμα και συμπεριφορά κάποιου, σε βαθμό που να χαρακτηρίζεται αξιόπιστος απ' την πλειοψηφία του κόσμου.

  1. (άτομο)
    - Μου είπε ο Σάκης να βγούμε αύριο. Δεν τον ξέρω καλά, τι να του πω;
    - Ξεκόλλα ρε, είναι νορμάλ παιδί. Κάνε κάτι μαζί του.

  2. (αντικείμενο/μέρος)
    - Να πάρω την τούρτα απ' το ζαχαροπλαστείο απέναντι απ' το σπίτι σου; Φτιάχνει νορμάλ γλυκά ο τύπος; Αξίζουνε;

  3. (συμπεριφορά)
    - Γιατί χώρισες πάλι ρε;
    - Άσε με τώρα με την κάθε μαλακισμένη. Δεν μπορώ να βρω μία νορμάλ γκόμενα να συννενοηθώ ρε φίλε. Δε μπορείς να φανταστείς πόσο στόκος ήτανε. Κάθε εβδομάδα ρόμπα με έκανε στα παιδιά.

(από HardcoreGR, 07/04/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εκ του Gay friend. Ο πουστάκος κολλητός-αξεσουάρ μιας χάϊ-κλας γκόμενας, βλ. π.χ. την Κάρυ Μπράντσω στο «Sex and the City» με τη φιλενάδα της τον Stanford Blatch, την «πέμπτη κυρία» του σόου.

- Είναι ένας τυπάς που θα μας γνωρίσει κάτι φίλες του.
- Μπα και πώς έτσι, έχει τόσες πουτου περισσεύουν;
- Όχι ρε, κλασικός τζίφης!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αποκαλούνται έτσι οι φασίστες (ή όσοι θεωρούνται τέτοιοι) από τους ιδεολογικούς αντιπάλους τους. Πρώτον διότι πρόκειται για νεο-φασίστες (όχι τους αυθεντικούς του Χίτλερ) που «νεκραναστήθηκαν». Επίσης λέγεται ως πικάρισμα με την έννοια ότι ο φασίστας είναι μίζερος άνθρωπος που δεν έχει πραγματική ζωή, αλλά νεκροζώντανος σαπίζει μες το συντηρητισμό του βλέποντας Πρετεντέρη στη τηλεόραση.

Βία στη βία της εξουσίας. Να μάθουν οι μπάτσοι να ρίχνουν χημικά και να δέρνουν όσους πάνε να τιμήσουν νεκρούς. Το ξύλο που έφαγαν οι μαθητές, οι ηλικιωμένοι και οι μετανάστες δεν είναι φασιστικό; Όσοι χτυπήθηκαν ανάιτια από τα ζόμπι, δεν είχαν ψυχή; Φασίστες στις τρύπες σας. http://prezatv.blogspot.com/2012/04/blog-post_973.html

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ιντιρν­ιλούδι (ουδ) ή και Ιντιρνιλούδα (θηλ.): λόγω της παρονομασίας (ιντιρνιλού - ίντερνετ - λουλούδι) ο όρος χρησιμοποιείται πλέον στο διαδίκτυο για να εκφράσει την γυναίκεια ομορφιά και να την εξυμνήσει, προερχόμενο απ' τον στίχο παραδοσιακού θρακιώτικου τραγουδιού, η Ιντιρν­ιλούδα.

Ιντιρν­ιλούδα: θηλυκό υποκοριστικό του «Ιντιρνιλού» (αυτή που είναι από την Αδριανούπολη / Εντιρνέ στα τούρκικα).

Το δε ουσιαστικό, συνοδεύεται πάντα (μα πάντα) μέσα στον λόγο, ανεξαρτήτως θέσεως, απ' το επιφώνημα ωχ αμάν αμάν, για να εκφράσει τον σεβντά.

Στο κατόπι τους δε, είναι πάντα ο Internet Jones.

παραδειγμα1

ωχ αμάν αμάν,μια ιντίρνιλούδα λούζονταν,
μια ιντίρνιλούδα λούζονταν κι η μάνα της τη χτένιζε
............... παραδειγμα 2

-ρε συ μπηκα σ ενα προφιλ και ωχ αμαν αμαν ρε
-τι;! εχεις παθεις σοκ
-ναι.νεοτάτη κι εχει κορη!την ειχα για τη μικρη της αδερφη!
-και;
-τι ιντιρνιλουδια ηταν αυτα ωρε κι οι δυο τους
-για λεγε
-μανα και κορη ρεξονα μαζι
-τι ρεξονα ρε ζαβε;
-ρεξονα ρε σου λεω.μ αφησανε ξερο.πως να στο περιγραψω!
-αλλος Internet Jones μας προεκυψε,σοβαρεψου!

(από panos of oz, 17/04/12)(από panos of oz, 17/04/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το αντίθετο του δηθενιά, δηλαδή το αυθεντικό, δη ρήαλ θινγκ, δη ρήαλ σταφ, το πραγματικό και όχι φαντασιακό, επιτηδευμένο, γιαλαντζί ή ντεμέκ. Εκ της αγγλικής λέξης original και της σλανγκικής κατάληξης -ιά. Κάτι, δηλαδή, που έχει κερδηθεί με πόνο και πίκρα. Ως μέρος είναι ό,τι δεν έχει προλάβει να γίνει τουριστίκλα, ούτε δηθενάδικο.

  1. Μάλλον. Παραδοσιακά και διεθνώς οι πιο ρηξικέλευθες μουσικές τάσεις του 20ου αιώνα ξεπήδησαν από την κοκκινότουβλη βροχερή εργατιά του Μάντσεστερ, τα βρώμικα στενά του Ανατολικού Λονδίνου, τα γκέτο του Παρισιού και της Νέας Υόρκης, το μαύρο περιθώριο του Σικάγο και της Λουιζιάνα. Κοινός παρονομαστής η απόγνωση, η αντίδραση, η απόδραση. Μα και στην Ελλάδα, το ίδιο: τα πιο διαχρονικά μας ρεύματα δημιουργήθηκαν από χασικλήδες στη φυλακή ή από κατατρεγμένους στη δικτατορία. Όταν μεγαλοπιαστήκαμε, κάναμε τον Καρβέλα συνθέτη και το Φοίβο περιζήτητο.
    Παρότι η Αθήνα του 2011 δεν έχει την οριτζιναλιά του Μάντεστερ του 1980 ή της Νέας Ορλεάνης του 1910, έχω μια αίσθηση και μια κρυφή ελπίδα ότι σιγά σιγά ο Έλληνας μαθαίνει να αναγνωρίζει την ψευτιά και την ευκολία και αρχίζει να εκτιμά αυτό που αποκτάται δύσκολα. Αλλά είναι αυτό τελικά που μένει. Στην τέχνη και στη ζωή. (Εδώ).

  2. αν θελεις οριτζιναλια,τοτε θα πληρωσεις σε ολα τα επιπεδα......(Εδώ).

  3. και η πατατούλα οριτζιναλιά και το μισόκιλο χυμα λευκο 1.20 !!!!!!!!!! αναψυκτικό κουτι νομίζω 0,80. (Εδώ).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σκωπτικό επιφώνημα αηδίας / ειρωνείας.

Διαφημιστικό μιμήδιο που έγινε βάιραλ σε χρόνο ντετέ λίγο προ των εκλογών του 2012. Συχνά απευθύνεται με μαζοχιστική διάθεση εις εαυτόν, ειδικά όταν κάποιος πρόκειται να σε πηδήξει (Τασούλα εν όψει χουφτώματος Κίτσου, Μπένυ ατενίζοντας προεκλογικά τον Τσίπρα, κλπ). Για να είναι πλήρως αποδοτικό, δέον να εκφέρεται μακρόσυρτα και βουκολικώ τω τρόπω.

Η ανάρτηξις του λήμμαν γίνεται με πάσα επιφύλαξη καθώς δεν γνωρίζουμε εάν θα αντέξει στον αδυσώπουτσο σλανγκικό χρόνο.

- Σε ερώτηση για το πώς σχολιάζει την έκφραση που χρησιμοποίησε ο κ. Τσίπρας από γνωστή διαφήμιση για τον ίδιο ότι «έχει ξεφύγει», ο κ. Βενιζέλος απάντησε: «θα χρησιμοποιήσω και εγώ μια έκφραση από την ίδια διαφήμιση. Τράτζικ»!
(Ποντίκι)

- «Τράτζικ» το δημοτικό συμβούλιο Βάρης - Βούλας - Βουλιαγμένης (εδώ)

- ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑ… ΤΡΑΤΖΙΚ: Τρεις και ο κούκος στην ομιλία Βενιζέλου (εκεί)

- Solarium με αποτέλεσμα.....ΤΡΑΤΖΙΚ.....
(παραπέρα)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτός που υιοθετεί συμπεριφορά γιάπη (yuppie) ως υπεραναπλήρωση για την επαρχιώτικη (βλάχικη με ευρύτατη έννοια) ή ταπεινή καταγωγή του, οπότε χαρακτηρίζεται από συμπτώματα νεοπλουτισμού, επιδειξιομανίας, καγκουροσύνης, και προσπάθειας να αφομοιωθεί πλήρως ως μεγαλο-μικροαστούλης.

Βλ. και το σχετικό βλαχοκυριλέ.

  1. λετε να σταματησει ο Ελληνας βλαχογιαπης να αγοραζει BMW και Mercedes Made in Egypt; (Εδώ).

  2. ξερεις ειμαι ενας 43ετων βλαχογιαπης, εχω να ανεβω σε μηχανη 20 χρονια. (Εδώ).

  3. Στηλίτευσε ανηλεώς τους κριτές του πασοκάνθρωπου βλαχογιάπη Κωστόπουλου γράφοντας : «Τρίβουν τα χέρια τους διάφοροι συμπλεγματικοί που δεν κατάφεραν να χωνέψουν την ενσάρκωση του greek dream στο πρόσωπο του Πέτρου Κωστόπουλου, τη διαδρομή Βόλος – Αθήνα – Παρίσι – Φιλοθέη – Μύκονος». (Από το wordpress της Χρυσής Αυγής).

(από Vrastaman, 11/05/12)(από Khan, 11/05/12)

Got a better definition? Add it!

Published

Κάνω κάποιον να ενοχληθεί με τα λόγια ή τις πράξεις μου.

(απ' το βικιλεξικό)

- Ξαδερφούλα, πως ντύθηκες έτσι με σούπερ-μίνι να πας για καφέ; Θα σε λένε ξέκωλο στο δρόμο.
- Έλα μωρέεε, σταμάτα να με πικάρεις!

- Άστο ρε το παιδί. Μην τον πικάρεις άλλο. Τον έχεις ταράξει στις φάπες. Άμα εξαγριωθεί καμιά μέρα θα πέσουνε μπουνιές.

(από HardcoreGR, 13/05/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified