Σε ένα ποίημά του για μια αγαπημένη γυναίκα, ο Σεφέρης γράφει: «Για μια Ελένη, για ένα άδειο πουκάμισο». Το άδειο πουκάμισο (και η Ελένη που εδώ δεν απασχολεί), σημαίνουν ότι το νόημα της ζωής είναι το κενό, η φθορά και το απατηλό (οι άγγλοι χρησιμοποιούν την παπαριά: elusive).

Η φράση «άδειο πουκάμισο» έχει έκτοτε αυτονομηθεί και χρησιμοποιείται δίκην κυριολεξίας και εσφαλμένα για να περιγράψει και το χαμένο κορμί, τον τιποτένιο / ουτιδανό, αυτόν που δεν έχει μπέσα / άντερα (βλ.τελευταίο παράδειγμα).

Σύνοδος Ευρωζώνης: Θριαμβολογίες για ένα άδειο πουκάμισο. (από εδώ)

Η επαναλειτουργία της Θεολογικής Σχολής της Χάλκης θα ήταν θετική εξέλιξη, αλλά χωρίς ιδιαίτερη σημασία. Στην πραγματικότητα, πρόκειται για «άδειο πουκάμισο». (από εδώ)

Ανάπτυξη χωρίς απασχόληση είναι ένα άδειο πουκάμισο. (από εδώ)

Μη ξεχνάς ότι για μιά καραπουτανάρα, για ένα άδειο πουκάμισο, σφαζόσαντε οι Αχαιοί με τους Τρώες επί 10 χρόνια, σε ένα πόλεμο που δε θα κράταγε πάνω από που δε θα κράταγε πάνω από ένα μήνα αν δεν ερχόσαντε στα μαχαίρια Αχιλλέας κι Αγαμέμνονας για χάρη μιας άλλης πουτάνας. (από εδώ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κάποιος που δεν το λέει η περδικούλα του (ή απλά φοβάται, αν είναι γυναίκα και δεν έχει περδικούλα).

Πιθανώς λόγω της διαπιστωμένης έλλειψης θάρρους του συμπαθούς πτηνού κι όχι άλλων εξωτερικών ομοιοτήτων.

Ο Χ. είναι τελείως κότα, όλο το βράδυ τον κοίταζε η γκόμενα, αλλά δεν τόλμησε να την κεράσει ούτε σφηνάκι!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η ομάδα του ΜΠΑΟΚ, όπως και το αεκάκι, καθώς και ο οπαδός τους, επειδή αμφότερες και οι δύο έχουν ως σύμβολο τον δικέφαλο αετό. Ο Ρωμαίικος δικέφαλος αετός λαμβάνεται μειωτικά έως βλάσφημα ως κοτόπουλο (έχει και κορδωμένο στήθος), προκειμένου οι οπαδοί αντίπαλων ομάδων να την πούνε στους λαχαναγορίτες και ΑΕΚάρες ότι και καλά είναι κότες ή ότι πρόκειται να τους ξεπουπουλιάσουν. Απαντάται συνήθως ως το δικέφαλο κοτόπουλο, αλλά και γκρηκλιστί ως the two-headed chicken. Το δε αρκτικόλεξο ΑΕΚ αναλύεται ως Άντε Επιτέλους Κοτόπουλα.

Ασίστ: Ραν-Ταν-Πλάν.

  1. Ο Άρης είναι το αφεντικό και χει για χρόνια τώρα γκόμενα του....ένα δικέφαλο κοτόπουλο«ΛΑΛΑ ΛΑΛΑΛΑΛΑΛΑΛΑΛΑΛΑΛΑ ΚΑΙ ΣΤΗΝ .... μας για πάντα καταραμένα χτικιά. (Δώθε)

  2. ΔΙΚΕΦΑΛΟ ΚΟΤΟΠΟΥΛΟ Η ΑΛΛΙΩΣ ΤΟ ΑΕΚακι !! ΠΟΥ ΤΗΝ ΠΑΡΑΒΛΕΠΕΙ ΚΑΙ ΛΙΓΑΚΙ !!! ΑΕΚ «Αθλητική – Ένωση - Κωνσταντινουπόλεως»Η « Άντε – επιτελούς – κοτόπουλα» για κάποιους, »Ένωση« για κάποιους άλλους,ΑΕΚάκι για τους περισσότερους. η πιο γλοιώδης , ύπουλη , υποχθόνια και άξια της μοίρας της, ομάδα της Ελλάδας μας Αιώνια τρίτη στη βαθμολογία του πρωταθλήματος , και όχι μόνο , φέτος να δούμε γλέντια και μοιρολόγια που θα έχουμε , «κανάρες μου»,μια ζωή στην μιζέρια , στην κλάψα , στο παράπονο και «κλάμα η κυρία ρε παιδάκι μου» !! Κλαψιάρηδες , μίζεροι , και από κόμπλεξ άλλο τίποτα !! Μια ζωή παράπονο και αδικία ΜΑΡΘΑ ΒΟΥΡΤΣΗ ΣΕ ΟΛΟ ΤΗΣ ΤΟ ΜΕΓΑΛΕΙΟ !! (Κείθε).

  3. ΔΙΚΕΦΑΛΟ ΚΟΤΟΠΟΥΛΟ BARBEQUE (Παραπέρα).

  4. Σήμερα τσικνήσαμε δικέφαλο κοτόπουλο! (Παρακείθε).

(από Khan, 06/05/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτός που είναι υπερευαίσθητος και φοβάται να αναμιχθεί σε οποιαδήποτε ένταση (καλομαθημένος σκατοφλώρος). Η λέξη προέρχεται αρχικά από το ζεύγος Κλούβιου και Σουβλίτσας.

- Πάμε να ξεφορτώσουμε τις παλέτες με τα πλυντήρια;
- Είσαι σοβαρός; Θες να ιδρώσω και να χτυπήσω;
- Σιγά μωρή Σουβλίτσα. Μήπως θες να περιμένω να σου στεγνώσει το μανό;

Κλούβιος και Σουβλίτσα - ρετρό. (από poniroskylo, 10/03/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο έχων συχνοουρία. Χρησιμοποιείται κατά κόρον στις ακόλουθες περιπτώσεις:
1. Χαϊδευτικά για τα μωρά που κατουράνε τις πάνες τους.
2. Για όσους κατουριούνται πάνω τους.
3. Για τους δειλούς και φοβητσιάρηδες, που επιδεικνύουν ανοιχτά έλλειψη θάρρους.

1.

Μάνα προς παιδί:
Τι έχουμε εδώ, τι έκανε ο κατουρλής μου.

2.

- Πάμε να φύγουμε, είδα κάτι αναρχικούς στο δρόμο.
- Ρε μαλάκες κατουρλήδες, τα κλάσατε; Μην κάνετε σαν κωλόγριες.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σημαίνει «αυτός που πολεμάει από μακριά», βλ. και τηλεόραση, τηλεκουμάντο κ.ο.κ.

Στην εποχή μας περιγράφει τον δειλό που τσαμπουκαλεύεται να τσακώνεται με όλον τον κόσμο στο Ίντερνετ εκ του ασφαλούς PC του, λ.χ. e-λληνάρα.

Με λίγα λόγια αυτό που ο Χαλικούτης όρισε ως pussy-fighter σε σχόλιο στο λήμμα μουνομάχος.

Σε φόρουμ που πόσταρα, ένας είχε επίτηδες το νικ «Τηλέμαχος», επειδή του άρεσε να γκρινιάζει για τα πάντα και να τσακώνεται επιθετικά με όλον τον κόσμο. Είχε πάντως χιουμοριστική αυτογνωσία.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ορισμός του όψιμου νεο-Αεκτζή που έμαθε την ΑΕΚ το 2004, την εποχή που έγινε trendy και μόδα απο τον γνωστό κοντοπούτανο κοκάκια.

Ο κομήτης χαρακτηρίζεται από το γεγονός ότι είναι ξερόλας,το παίζει ότι είναι η Δομή στα ποδοσφαιρικά, έχει άποψη επί παντός επιστητού όσον αφορά την ομάδα της ΑΕΚ, παρακολουθεί μόνο ποδόσφαιρο γιατί νομίζει ότι μια ομάδα είναι μόνο η ΠΑΕ και συνηθίζει να συχνάζει πίσω από την οθόνη του υπολογιστή του. Έχει 300.000.000 posts σε γνωστό κομητοφόρουμ και το μόνο που έχει κάνει για την ομάδα του είναι restart στον υπολογιστή του.

Είναι τζάμπα μάγκας, με ύφος σαράντα καρδιναλίων αλλά, κατά βάση, είναι μια κότα που κρύβεται.

Τέλος, να προστεθεί ότι κατά βάση είναι Πανιώνιοι, Εργοτέλης, Λάρισα και ο,τιδήποτε άλλο, έχοντας μάλιστα οι περισσότεροι κομήτες εισιτήρια διαρκείας στις εν λόγω ομάδες.

  1. - Ρε μαλάκα, πάλι ο καρδινάλιος γράφει παπαριές στο κομητοφόρουμ.
    - Έλα μωρέ τώρα, ποιός ασχολείται με τον κομήτη, τον ανύπαρκτο.

  2. - Η ΑΕΚ πάει κατά διαόλου, φίλε.
    - Ναι, αλλά πού θα είμασταν το 2004;
    - Καλά, γάμα το, είσαι κομήτης.

  3. ('Εξω από σύνδεσμο) ΚΟΜΗΤΕΣ ΓΑΜΙΩΣΤΕ

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο άνθρωπος που φοβάται πολύ, ο φοβιτσιάρης, ο δειλός.

- Ρε, πάμε αύριο να κάνουμε Extreme Snowboard;
- Έεεμμ, άστο καλύτερα, δεν...
- Άντε ρε κλανίκουλα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Είδος ανδρός που απλώς περιφέρεται γύρω από γυναίκα, η οποία αφήνει τεχνηέντως να πλανάται στον αέρα η πιθανότητα του sex, χωρίς όμως να έχει το θάρρος για τα περαιτέρω. Αρκείται απλώς στη μυρωδιά που αναδύεται από την «ευαίσθητη περιοχή»... Σχεδόν πάντα είναι παρατρεχάμενός της και της κάνει θελήματα.

Τον έχει για θελήματα κι' αυτός αντί να την κουτουπώσει, τη μυρίζει μόνο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο φοβητσιάρης.

Μα καλά τι χέστης είσαι εσύ; Φοβάσαι να πας στην αποθήκη να σκοτώσεις μια κατσαρίδα;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified