Further tags

Η κοπέλα που έχει απαλό αιδοίο, άλλως πύλη του Παραδείσου.

Συνώνυμο: γλυκομούνα.

- Καλά, η τύπισσα είναι να πηδάς μέχρις αποφράξεως σπερματοφόρων αγωγών.
- Τόσο απαλομούνα είναι, ρε;

Βλέπε και -μούνα, -γκόμενα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Βλ. απαλομούνα.

Τι γλυκομούνα που είσαι, μωρό μου!!!

Βλέπε και -μούνα, -γκόμενα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η μουνάρα επί τρία. Κατά το τρισάγιο.

Η γκόμενά του είναι τρίσμουνο, λέμε!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η πολύ εύκολη γκόμενα. Αυτή που δεν θέλει και πολύ ψήσιμο για να τη ρίξεις στο κρεββάτι.

- Τελικά πολύ ζόρικη αυτή η γκόμενα του Κώστα ρε, του έχει βγάλει το λάδι!
- Ποια, αυτή; Αυτή ρε γαμιέται για ένα πιάτο χόρτα! Άσχετα αν αυτός είναι τελείως μουρόχαβλος και δεν μπορεί να τη γαμήσει.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο μικράν έχων την ψωλήν, ωσεί γυμνοσάλιαγκα τινά.

Ο τοιούτος συχνά μετατρέπεται σε σαλιγκαρόπουστα στην λογική του δε γαμείς που δε γαμείς, δε γαμιέσαι να γαμήσουμε κι εμείς;

Τι πήδημα μωρέ να καταλάβει με τον σαλιγκαροψώλη; Σαν κωλοσκούπισμα ήτανε...

Δες και -ψώλης.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πρωκτάρης, πρωκτάρα: Μπούστης που είναι πρωτάρης στο σεξ.

Υπάρχει και το θηλυκό πρωκτάρα, που είναι η κοπελιά που τον παίρνει από πίσω για πρώτη της φορά.

  1. - Μίλτο μου, είμαι πρωκτάρης, γι' αυτό με το μαλακό!

  2. - Γιώργο μου, είμαι πρωκτάρα, δεν τον έχω δώσει αλλού, να το ξέρεις. Μόνο για σένα το κάνω, αλλά πρώτη και τελευταία. Εντάξει Γιωργάκη μου;
    - Καλά, καλά, φά' τον τώρα και βλέπουμε. (της τόνε βάζει) - Μωρή, εδώ μέσα χάνεις καρπούζι ολόκληρο. Τι πρωκτάρα και μαλακίες;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χαρακτηρισμός για άτομο εξόχου γκαντεμιάς, κωλοκατάστασης και εν γένει ανεπιθύμητων εξελίξεων σε όλα τα επίπεδα και τομείς (π.χ. σχέσεις, εργασία, στρατό, τροχαίες παραβάσεις καιτελειωμόδενέχει...)

Εβραίος χρησιμοποιείται στο στρατό για φαντάρους μουλτιπιπωμένους, ιδιαίτερα όταν συμβαίνει στα καλά καθούμενα, απροειδοποίητα και καθ'εξακολούθηση.

Να μην συγχέεται με τον Μητσοτάκη, σπανίως η γκαντεμιά του τσιμπουκομαγνήτη φέρει παράπλευρες απώλειες, είναι επί το πλείστον αυτοκαταστροφική.

Αντίθετο του κωλόφαρδου!

  1. - Τί'ν'αυτός ο Λάκης ρε, δέκα αυτοκίνητα παρκαρισμένα παράνομα, μόνο το δικό του έγραψε η τροχαία.
    - Τσιμπουκομαγνήτης, λέμε, τσε βάλε!

  2. - Πάλι τιμωρημένος ο Καραμήτρος; Τί έγινε;
    - Τι να γίνει, κοιμόταν στο σκοπέτο.
    - Από πίπα σε πίπα τον πάει ή μου φαίνεται;
    - Έλα ρε, διάσημος τσιμπουκομαγνήτης το παλουκάρι!!!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το λέμε για μια γκόμενα που θα κάνει τα πάντα για να πηδηχτεί.

Συνήθως είναι χοντρή, άσχημη και αγάμητη.

  1. - Κοίτα αυτή την πατσαβούρα πώς σε κόβει, εκεί στο μπαρ.
    - Αυτή είναι πέσε πούτσα να σε φάω ρε, δε βλέπετε;

  2. - Μήπως πάμε να το γαμήσουμε το πουρό, κοίτα πώς χαλβαδιάζει.
    - Ναι, πέσε πούτσα να σε φάω.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παρέα ή σύνολο γυναικών που χαρακτηρίζονται από το κοινό γνώρισμα της υπέρμετρης λατρείας του ανδρικού μορίου σε κάθε περίπτωση, με κάθε μέσο και τρόπο, κοινώς είναι ξεκωλιάρες και η εμφάνιση αυτών συχνά χαρακτηρίζεται από ξώμουνο και ξώβυζο ρουχισμό, προκλητικό βλέμμα και πουτανιά.

  1. Είδες το πάνελ της νέας εκπομπής; Όλες οι μούνες μαζευτήκανε. Ο θίασος του Ξεκωλίδη!!

  2. Περπάταγα στη παραλία και γινότανε χαμός. Ο θίασος του Ξεκωλίδη!!!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο καπάτσος, ο καταφερτζής. Ο διαόλου κάλτσα. Ο σαρβάιβορ.

Και γενικότερα: ο μαγκιόρος, ο έμπειρος, ο καραμπουζουκλής.

Λέγεται για γυναίκες, αλλά και για άντρες. Και στις δύο περιπτώσεις έχει το γούστο του, για διαφορετικούς κάθε φορά λόγους. Όταν το πεις σε γυναίκα, αλλά είσαι λίγο φλωράκος ή φοβάσαι μην παρεξηγηθείς, μπορείς να προσθέσεις το εκτονωτικό με την καλή έννοια. Κάτι σαν το να βάζεις emoticon στον γραπτό ιντερνετικό λόγο. Το καλύτερο είναι βέβαια να τις παινεύεις πουτάνες σκέτο νέτο, χωρίς πισωγύρια και επιφυλάξεις. Όπως μου έλεγε και μια φίλη μου πορνίδιο 22 Μαΐων, «το πουτάνα είναι τίτλος τιμής σήμερα για μια γυναίκα»...

Κάποιος μπορεί να είναι πουτάνα γενικώς στη ζωή του, είτε να είναι πουτάνα σε κάποιον ειδικό τομέα.

Στη δεύτερη περίπτωση είναι συνώνυμο με το μανούλα.

- Ο Khan είναι μεγάλη πουτάνα στη φιλοσοφία.

Λόγω του καταρχήν υβριστικού περιεχομένου της, η λέξη διαθέτει ισχυρές, ισχυρότατες συνδηλώσεις (connotations, που αφορούν κατά τον Μπάμπη ιδίως το συγκινησιακό, βιωματικό επίπεδο). Ακούς λ.χ. να φωνάζουν κάποιον πουτάνα και αμέσως σου 'ρχεται κείνο το μπουρδελάκι στη Θήρας όπου είδες για πρώτη φορά στη ζωή σου πουτάνα live.

Eξ ου τώρα και οι εξίσου ισχυρές υποδηλώσεις της λέξης (implications): αυτό που λανθάνει στη σημασία της λέξης, αυτό που δεν λέγεται ρητά αλλά υπονοείται.

Εν προκειμένω, αυτό που δεν λέγεται ρητά αλλά εννοείται είναι πως ο άνθρωπας πουτάνα-έμπειρος δεν είναι αυτό που λέμε με το σταυρό στο χέρι. Δεν είναι αυτό που λέμε καλό παιδί. Συνήθως (όχι πάντα ωστόσο) είναι χωμένος σε βρομοδουλειές και η ικανότητά του έγκειται στο να επιβιώνει και να βγαίνει κερδισμένος ισορροπώντας σε τεντωμένο σκοινί, στα όρια μτξ του νόμιμου και του παράνομου.

  1. - Ο Μάκαρος είναι μέγιστη πουτάνα και εξίσου μέγιστη μορφή.

  2. - Θα πετάξω λίγο μπούτι λίγο βυζί έξω και να δεις για πότε θα σταματήσει ταξί να με πάρει. Είμαι μεγάλη πουτάνα εγώ, όχι που θα κάτσω να περιμένω...

  3. - Lacan, η μεγάλη πουτάνα της ψυχανάλας στη Γαλλία και όχι μόνο.

- Lacan, η μεγάλη πουτάνα της ψυχανάλας στη Γαλλία και όχι μόνο. (από Khan, 10/05/10)

βλ. και δεν ακούς τη γριά πουτάνα...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified