Further tags

Αυτός που μπορεί να χαρακτηριστεί ως απολύτως ειδικός για μια συγκεκριμένη ενέργεια.

Η μουσούδα του μυρμηγκοφάγου είναι ξεματοχινή να μπαίνει στη λιγκονότρυπα και να τσακώνει τα λιγκόνια.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Είδος άσχημης σαύρας.

Είναι η μούρη της σα σκουτρινέλα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το ραμολί.

Πρέπει να πεταχτώ απέναντι, έχω να κοιτάξω το κούσαλο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πρόκειται για κρητικό ιδιωματισμό που χρησιμοποιείται για αρνητικό χαρακτηρισμό κάποιου. Σύνθετη λέξη (παρά + ώρα). Σημαίνει άκυρος, παρά την ώρα του, χαζούλης, ανεπιθύμητος.

- Δεν θα πιστέυεις τι έγινε σήμερα...!
- Τί;
- Εκεί που ετοιμαζόμουν να πάω για ψώνια, συνάντησα στον δρόμο εκείνη την παράωρη και μου έπιασε κουβέντα και άργησα στις δουλειές μου!!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Από το τουρκικό κιόρ, που σημαίνει κυριολεκτικά ο τυφλός ο αόμματος. Απαντάται και ως «κιόρι».

Έτσι προσφωνείται απαξιωτικά έως υβριστικά ο απρόσεκτος. Ευρέως διαδεδομένο στη Β. Ελλάδα.

Πού πας βρε κιόρι;! Ολόκληρο STOP μπροστά σου και δεν το βλέπεις;

(από iwn, 17/10/10)(από jesus, 31/03/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το ατίθασο παιδί, ο τσαχπινογαργαλιάρης, ο άταχτος. Κρητική διάλεκτος.

Κάτσε ρε ατσουπά ... ήσυχος.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο ψεύτικος, ο άχρηστος στα Γιαννιώτικα.

Απαντάται και ως πασλέ (το προϊόν απομίμηση ή «μαϊμού») ή πασλίμι (ό.π.).

Κατά μη διασταυρωμένη πληροφορία, προέρχεται από το επίθετο παλιού Εβραίου των Ιωαννίνων του οποίου ο γιος ήταν διανοητικά καθυστερημένος.

- Αγόρασα ένα φοβερό ρολογάκι σήμερα. Μόνο 50 ευρώ!
- Άντε ρε! Καμιά πάσλα θα σου πλάσαραν.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το μικρό παιδί στα Γιαννιώτικα. Απαντάται συνήθως ως σ'μαδ'. Χρησιμοποιείται συνήθως ειρωνικά.

- Εγώ θα πάρω μηχανάκι!
- Άντε απο'δω ρε σ'μαδ' που θες και μηχανάκι!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο μπουνταλάς, ο βλάκας, ο ηλίθιος, ο άχρηστος (Γιαννιώτικα).

Μπανταλομάρα: η ηλιθιότητα, πιθανότατα από το μπανταλός.

  1. Α, ωρέ, όλο μπανταλομάρες λες!

  2. Εντελώς μπανταλό το παπούτσι που ψώνισες.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λεμπέτι ονομάζεται χρόνια τώρα, χαϊδευτικά, το Ψυχιατρικό Νοσοκομείο Θεσσαλονίκης στο Δήμο Σταυρούπολης και συγκεκριμένα στη περιοχή Λεμπέτ.

Συνεπώς, όποιος διακριτικά και με νόημα παραπέμπεται εκεί, ασφαλέστατα και σε καμιά περίπτωση δεν υπονοείται κάποια μετάθεση του Εθνικού Συστήματος Υγείας, αλλά ότι είναι τρελός για δέσιμο, για τα σίδερα, θεότρελος, παλαβός, γκάου-μπίου και τα συμπαρομαρτούντα.

Η περιοχή ονομαζόταν έτσι κατά μία εκδοχή γιατί εκεί βρίσκονταν τα κτήματα του πασά Λεμπέτ, κατά μία άλλη, γιατί εκεί βρίσκονταν εγκαταστάσεις (στάβλοι) του συμμαχικού στρατού που χρησιμοποιήθηκαν κατά τον Α' Παγκόσμιο Πόλεμο.

Τι μου λες γι αυτόνε τώρα; Αυτός παιδάκι μου είναι για το Λεμπέτι.

Σύγκρινε: για τ' Ασβεστοχώρι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified