Further tags

Τοπικός ιδιωματισμός από την Αρκαδία για τον τσιγκούνη. Για ιδιωματισμούς από την Αρκαδία δες εδώ. Για ενδιαφέρουσες υποθέσεις για την ετυμολογία του καρμίρης δες εδώ.

Πάσα (Δ.Π.): tzagos.

Δεν δίνει του αγγέλου του νερό ο καρμιροσάκκουλος!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ψηλός, αργός και άγαρμπος.

Αυτός είναι σκέτος φασιακούτας, δε μπορεί να κάνει μια δουλειά σωστά.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο λεβέντης στα αρβανίτικα.

Ενίοτε ως παρατσούκλι, συνθετικό σε μικρό όνομα, πχ. ο Κωτσιονταής.

  1. Για κοίτα ενα νταή.

  2. Μη περνιέσαι για νταής γιατί θα φας της χρονιάς σου.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο άπλυτος, συνήθως απεχθής άνθρωπος, που τις περισσότερες φορές τυχαίνει να είναι και παχύσαρκος και άσχημος...

- Ρε συ, πώς είναι έτσι αυτός...
- Ναι ρε! Ο Αλέξανδρος είναι ντόντος, βρωμάει από χιλιόμετρα μακριά.

Ντόντος ο εξαφανισθείς (από σφυρίζων, 09/12/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χαϊδευτικό ή παρατσκούκλι του Κώστα στα αρβανίτικα.

  1. Πού είσαι ρε κόκο, που χάθηκες;

  2. Έλα ρε κόκο και σε περιμένουμε ώρα...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κουκουμπρέλα σημαίνει κάτι που κατασκευάστηκε λάθος, κάτι ασήμαντο, κάτι που δεν μπορεί να χρησιμοποιηθεί ούτε χρησιμεύει σε κάτι.

Σημαίνει ο άνθρωπος που δεν μπορεί να κάνει κάτι σωστό.

  1. Τι είναι αυτός ρε, μεγάλος κουκουμπρέλας...

  2. Τι έφτιαξε πάλι; χαχα έφτιαξε μία κουκουμπρέλα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ταμαχιάρης, ταμαχιάρα

Κάποιος που τρώει αλλά δεν παίρνει δύναμη, κάποιος που δεν αντέχει στη βαρειά δουλειά, κάποιος που δεν αποδίδει στη δουλειά, το ζώο που δεν είναι αποδοτικό σε γάλα.

Μην τον παίρνεις στη δουλειά, είναι ταμαχιάρης (δεν αποδίδει).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η γυναίκα που είναι εύκολη και γυρνάει με πολλούς άντρες.

  1. Ναι τη ξέρω, δεν κάνει για γάμο, είναι χωραφιάρα.

  2. Την είδα προχθές με τον νίκο και εχθές με τον παναγιώτη. Ε, μη δίνεις σημασία είναι χωραφιάρα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Γενική της ιδιότητας συντακτικά, συνηθίζεται στην βόρεια Πελοπόννησο, ιδίως στην Αχαΐα. Σημαίνει της προκοπής, κάτι που αξίζει, ίσως είναι παραφθορά της γενικής «της ωφελείας» ή της γενικής «του οφέλους». Λέγεται περισσότερο κριτικά και συχνά απαξιωτικά, όταν δηλαδή κρίνει κάποιος ή κάτι αυστηρά ή αρνητικά, οπότε υπάρχει μια επικριτική διάθεση στη χρήση του.

  1. Να σ έβλεπα μια φορά να κάνεις και κάτι τς (=της) εφελαής!

  2. Ήταν κακή μαγείρισσα, δεν ήξερε ούτε ένα φαΐ τς εφελαής να κάνει!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Προέρχεται από το «Ευγενειωτάκι» ή «Ευγενιωτάκι», που είναι υποκοριστικό του «Ευγενειώτης - Ευγενειώτισα» ή «Ευγενιώτης - Ευγενιώτισα» , που είναι ο/η κάτοικος της περιοχής-γειτονιάς «Ευγένεια» , στο Κερατσίνι. Η χρήση του υποκοριστικού υποδηλώνει χαρίεσσα διάθεση, συμπάθεια, οικειότητα ή στάση θετική και φιλική, λόγω της καταγωγής κάποιου από τη συγκεκριμένη περιοχή ή λόγω κοινής καταγωγής από τον ίδιο τόπο. Γενικώς αποφεύγεται να χρησιμοποιείται για ηλικιωμένους γιατί προκαλεί θυμηδία η ηλικία σε σχέση με το υποκοριστικό, εκτός κι αν λέγεται χιουμοριστικά ή σατιρικά. Μια άλλη χρήση της λέξης μπορεί να είναι για μικρά παιδιά ή εφήβους που κατοικούν στην Ευγένεια.

  1. - Τον ξέρεις αυτόν; - Ναι μωρέ, ευγενιωτάκι είναι κι αυτός, μένει στην πλατεία.

  2. Τα ευγενιωτάκια ραντεβού το Σάββατο στο πολιτιστικό κέντρο για το γλέντι μας.

  1. Είναι και τα δύο ευγενιωτάκια, άσχετο αν μένουν στα Μελίσσια τώρα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified