Ο συγκρατούμενος που κατοικεί στο ίδιο κελί με έναν άλλο, σαν συγκάτοικος. Δύο κρατούμενοι στο ίδιο κελί ενδεχομένως να είναι και τακίμηδες μεταξύ τους.

Ο Ευγένιος είναι ο μόνος συγκελίτης μου από τότε που οι μπάτσοι κρέμασαν τον Αστρίτ.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χαρακτηρισμός με απαξιωτική ή χιουμοριστική διάθεση αναλόγως το ύφος που θα λεχθεί για τους αναρχοσυνδικαλιστές αλλά και αναρχικούς που ασχολούνται με το συνδικαλισμό.

Συναντάται και στη μορφή συνδικάλας χαρακτηρίζοντας τόσο τους παραπάνω όσο και τους συνδικαλιστές βάσης. Σε απαξιωτική χρήση από μηδένια, life&style αναρχικούς και λοιπούς μεταμοντέρνους. Με χιουμοριστική διάθεση από τους ίδιους τους αναρχοσυνδικαλιστές και συμπαθούντες.

- Είπα και σε ένα φίλο μου για απόψε.
- Ποιο φίλο σου; Εκείνο το κούκλο τον αναρχοσυνδικάλα;!
- Θα έρθει ο φλώρος ο συνδικάλας που δεν έχει κάψει ούτε ένα καρτοτηλέφωνο; Α καλά... άσε που θα τρώει και κρέας... ΕΓΩ φεύγω!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κυριολεκτικά ή ειρωνικά, αυτός που κάνει ζημιές. Θηλυκό: ζημιάρα.

Πολύ ζημιάρης μας βγήκε ο Πελοπίδας. Θα μας φάει όλα τα γκομένια, νομίζω;

(από Khan, 11/08/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Η σανταποδαρούσα που δεν τσιμπάει, αρθρόποδο της ομοταξίας Diplopoda.

  2. Γέρος που τζοχαδιάζεται εύκολα.

  1. Σκότωσα ένα ντριλιμόναρο στην κουζίνα πριν από λίγο.

  2. - Γιατί έχεις τέτοια μούρη;
    - Με κατσάδιασε πάλι αυτός ο ντριλιμόναρος ο παππούς μου!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η έκφραση χρησιμοποιείται καθ' υπερβολήν, για να δηλώσει την «σχεδόν» απουσία, ή τον εξαιρετικά χαμηλό βαθμό ή μέγεθος κάποιων πραγμάτων.
Η έκφραση ακολουθείται από ουσιαστικό, μονάδα μέτρησης, ή αφηρημένη έννοια. Με μηδέν βαθμούς, με μηδέν στροφές, με μηδέν αυτοπεποίθηση, με μηδέν βυζί, με μηδέν ντροπή, με μηδέν συμμετοχή κ.ο.κ.

  1. - Χθες γνώρισα μια γκόμενα...
    - Για λέγε, για λέγε...
    - Θεά, ωραίος τύπος, αλλά με μηδέν βυζί.
    - Για να λες εσύ που είσαι του σαμπανιζέ, ότι είχε μηδέν βυζί, φαντάζομαι ότι θα έχει κοιλότητα, η καμένη η κοπεγιά!

  2. - Ρε τι χάλια έπαιξες χθες. Σαν σταματημένος πήγαινες.
    - Ε, τι περίμενες; Με μηδέν βαθμούς, να χορεύω στη χορταρού; Νορβηγός είμαι;
    - Σωστά, ξέχασα ότι σε πήρανε στην ομάδα για Βραζιλιάνο!

  3. (από το σλανγκρ, και σχόλιο της συγγραφικής εδώ)
    όλες οι ταχύτητες κουμπώνουν και κάνουν τον θόρυβο. Απλά την πρώτη επειδή την βάζεις με μηδέν στροφές, την ακούς, γιατί δεν υπάρχει θόρυβος.....

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πρόκειται για άτομο που θέλει να κάνει τα πάντα τσάμπα, χωρίς να δίνει ούτε ένα λεπτό του ευρώ, όπως π.χ. τσαμπέ είσοδοι, κούτρα τσιγάρα και άλλα τέτοια. Αξιόλογα συνώνυμα αποτελούν το καβατζόπουστας και το τζαμπατζής.

- Ρε συ, τι θα γίνει μ' αυτόν το μαλάκα τον Σάκη; Καλόμαθε να τον κερνάω όταν βγαίνουμε.
- Ε αφού το ξέρεις ότι είναι κουτρατζής ρε, εσύ γιατί τον κερνάς;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Δεν αναφερόμαστε στην μεταδοτική νόσο που προκαλούν τα μπαμπέσικα αραχνοειδή παράσιτα που φωλιάζουν στο δέρμα και σού γαμούν τα ράμματα, αλλά σε άλλου είδους αρρώστια: στην πώρωση που νοιώθει ο κάθε είδους φετιχιστής για το το υποκείμενο ή αντικείμενο του πόθου και της εμμονής του.

Ψώρα έχουν κάγκουρες, γκατζετάκηδες, στρατόκαυλοι, εφαψάκηδες, φραπεμανιακοί, σφίχτες, σλανγκοπαθείς, αρχαιόκαυλοι, e-λληναράδες, τετρατριχοτόμοι, μοντελοπνίχτες, βέλτσοι, χριστιανοταλιμπάν, μουνάκηδες, κωλάκηδες, βυζάκηδες, κρητικοί, πρεζάκια και πάρα μα παπάρα πολλοί άλλοι αρρωστάκηδες.

Αγγλιστί, On a jag.

- Την ψώρα του ψαροτουφέκου την κόλλησα από τον πατέρα μου αλλά και τον θείο μου. Από πολύ μικρός είχα μεγάλη λόξα με τα μακροβούτια και τις βουτιές γενικά…
(εδώ)

- Δεν κατέχω το άθλημα του προγραμματισμού όμως έχω μεγάλη ψώρα και ασχολούμαι αρκετά…
(εδώ)

- Έχω αρκετά καλα οπλάκια στο μυαλό μου καθώς έχω μεγάλη ψώρα για το κυνήγι...
(εδώ)

Το άκαρι της ψώρας (από Vrastaman, 12/01/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Περιγράφει γενικώς άνθρωπο που γίνεται υπερβολικά γελοίος και συνάμα ενοχλητικός προκειμένου να κερδίσει την εύνοια κάποιου και να πετύχει τον σκοπό του.

- Ρε συ τι είναι τούτος; Με έχει πρήξει να πούμε, όλο κομπλιμέντα και πίπες μου αραδιάζει από το πρωί.
- Είδες τι γλιτσιάρης που είναι;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ανεγκέφαλη έκφραση - πλεονασμός, που υποδηλώνει απαξίωση ή/και (αυτο)σαρκασμό. Με άλλα λόγια, είμαστε επιεικώς απαράδεκτοι, για τα πανηγύρια ή απλά δε βλεπόμαστε, είμαστε ένα μάτσο χάλια.

Χρησιμοποιείται σε όλα τα πρόσωπα, ανάλογα με την περίσταση.

- Έλα ρε... Δε σ' ακούω καλά... Γήπεδο είσαι; Πόσο είναι;
- Άσε φίλε, είμαστε για να 'μαστε. Σέρνονται τα παλτά...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο κλεπταποδόχος, αυτός που μεταφράζει ένα κλεψιμαίο σε αντικείμενο νόμιμης αγοράς.

Πηγή: Ένα ψιχίο της πλούσιας σλανγκικής τραπέζης του Χότζα.

Σε κάποια γωνία του Μοναστηράκι, υπάρχουν ακόμα ακουμπιτζήδες (=ενεχυροδανειστές), σαράφηδες, τοκογλύφοι και μεταφραστές (=κλεπταποδόχοι), που ξεπλένουν τα κλεψιμέικα και τα επαναφέρουν στην έντιμη αγορά! Ούτω πως, όταν κάποιος βλάκας δήμαρχος (νομίζοντας πως ξέρει την Αθήνα) προσπάθησε πριν χρόνια να λαϊκίσει βολτάροντας δήθεν ανέμελα με την κλάκα του στο Μοναστηράκι, τα σαΐνια του φάγανε το πράσο πριν να πει «κύμινο»...

Βλ. γιουσουρούμ.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified