Further tags

Ο γεροδεμένος, ο μποντιμπιλντεράς.

Ανακοινώθηκε ο γάμος της χρονιάς: Παντρεύεται στα 37 της η Ελληνίδα δημοσιογράφος και ο σωματαράς σύντροφός της. (Εδώ).

Got a better definition? Add it!

Published

Βασικά είναι o εντελώς αφρόντιστος, ατημέλητος. Όμως με την εξασύλλαβη έμμετρη σύνθετη αυτή λέξη, που τη λες και γεμίζει το στόμα σου, περιγράφεται-χαρακτηρίζεται γλαφυρά, χορταστικά, έντονα απαξιωτικά και με έμφαση και ο τιποτένιος, ο κουρελής, ο κακομοίρης, ο αποτυχημένος, ο περιθωριακός, ο προβληματικός κλπ.

2 μόρτισσες συζητούν:- Τι να σου λέω φιλενάδα? πήγα τις προάλλες στον χορό που λέγαμε, μπας και βρω κάναν άντρα της προκοπής, αλλά μόνο κάτι ξεπαρταλιασμένοι ήσαν εκεί.

Got a better definition? Add it!

Published

Άτομο που για πρωινό τρώει στεροειδή και λόγω υπερβολικής σωματικής διάπλασης γεμίζει ασφυκτικά το κάθισμα στο τραίνο ή ένα στενό πεζοδρόμιο και δε χωράς να περάσεις.

Σύνθετο, ετυμολογείται από το Ράμπο και την κατάληξη -ειδές.

Χαρακτηρίζεται ως άτομο όχι απλώς βίαιο αλλά ως άτομο που έχει φετιχοποιήσει τη βία και δεν αγαπάει ούτε άντερα του. Συντηρεί τις εταιρίες παραγωγής και πώλησης αναβολικών και τις εταιρείες συμπληρωμάτων διατροφής. Ο ναρκισσισμός του είναι σε άλλα επίπεδα και στόχος της ζωής του το "τέλειο" σώμα που οι πολλοί κοιτώντας το με οίκτο θα το χαρακτηρίζαμε τερατώδες. Υπερβολικά φουσκωμένοι ιστοί, βαρύ πάτημα, αφύσικα φαρδιές πλάτες. Πουλάει ποζεριλίκι στο γυμναστήριο και στη παραλία. Πουλάει τσαμπουκάδες στους πιο αδύναμους από αυτόν και σε γυναίκες. Το χαρακτηρίζουν μεταξύ άλλων ο κομπλεξισμός, η καταπιεσμένη σεξουαλικότητα, η έλλειψη παιδείας με αποτέλεσμα τη προσήλωσή του σε κούφιες έννοιες όπως: αίμα, φυλή, θρησκεία, έθνος και έτσι είναι απόλυτα χειραγωγήσιμο άτομο. Συχνά αναζητά την επιβεβαίωση και χρησιμοποιεί την γυναικεία παρουσία και τους τραμπουκισμούς ως άλλοθι... έναντια στην ασεξουαλικότητα του ή την σεξουαλική του ανικανότητα λόγω των αναβολικών. Συχνάζει κυρίως σε γυμναστήρια ή σιδεράδικα αλλά και σε καφετέριες που συχνάζουν και άλλοι γορίλες σαν αυτόν. Στους χωρους αυτούς τους αναζητούν διάφοροι όπως: άνθρωποι της νύχτας για να τους προσλάβουν για μπραβιλίκια, νεοναζί για να τους στρατολογίσουν και να κάνουν τη βρώμικη δουλειά, συνδεσμίτες για να τους στρατολογίσουν επίσης, αναρχικοί/αυτόνομοι/αντίφα για να τους επιβραβεύσουν για την βοήθεια που πρόσφεραν στους νεοναζί. Αν το ραμποειδές καταφέρει να τελειώσει το λύκειο (λέμε τώρα) αποκαθίστατο επαγγελματικά ως γουρούνι των ΜΑΤ (εκεί και αν βγάζει όλα του τα κόμπλεξ), αλλιώς γίνετε μπράβος σε στριπτιτζάδικο ή σκυλάδικο, ασφάλεια προσώπων, σεκιουριτάς. Τον ελεύθερο του χρόνο οργανώνεται στις νεοναζιστικές συμμορίες και στους συνδέσμους οπαδών. Υπάρχουν και μερικά δείγματα ραμποειδών που δεν ασχολούνται με ναζιστάκια και χουλιγκάνους και ειδικά αν έχουν λύσει το οικονομικό η ζωή τους είναι σπίτι-σιδεράδικο, σιδεράδικο-σπίτι. Ο δείκτης IQ τους είναι γενικά κάτω του μετρίου και είναι τραμπούκοι και ψευτόμαγκες.

Συνώνυμα: Γορίλας, σβάρτσος, ράμπο, γυμναστηριακός, ντουλάπα, φαρμακωμένος, μπιλντέρι, πρησμένος, ντούκι, σώμας, χτιστός, φουσκωτός, donkey-kong, σφίχτερμαν, μπονταίο, τίγκας, τέρας κ.τ.λ.

- Δες ρε μαλάκα το ραμποειδές με πόσο γλοιώδη τρόπο την πέφτει στη κοπέλα.
- Μου έρχεται να τον πατήσω ένα μπουκέτο στη μάπα και να τον ξαπλώσω κάτω.
- Ώπα ρε άντρα πρόσεχε τα ψωλοχύματα μη μας πιτσιλίσεις και εμάς...

ραμποειδές γορίλας

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η χαμηλοκώλα, με επιπλέον γιδιότητα πισωκούνας.

  1. ακουστηκε στη γειτονια "κουνησου μωρη μποθρονα χαμηλοκουνα" και βγηκαν ολοι οι αντρες εξω γιατι νομιζαν οτι εβριζαν τις γυναικες τους (εδώ)

  2. Σε αναλογίες σώματος και στήθος είναι καλύτερο το πίσω, αλλά είναι άσχημη :-? Το δεξιά είναι λίγο χαμηλοκούνα αλλά το πρόσωπο με ενθουσιάζει (Phorum):
    Η Μέρκελ γυμνόστηθη (χαζοτουκάν;) σε παλιά φωτογραφία

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

μποθρώνα, μποθρόνα

Η χοντρή γυναίκα, γενικώς.
Συνώνυμα: τόφι, κωλαρού, πατόζα, μπουρέκλα, φακλάνα.

-“Ω θεοί ...”
-“Μποθρώνα!”
εδώ

Λέγεται και για αγόρια (παράδειγμα 5).

  • Από άβαταρ Μαντόνα κι από κοντά σκέτη μποθρώνα (εδώ)
  1. Ο μπαμπάς ήτο φίτνες κι η μανούλα μποθρώνα. Αφότου τον άφησε να χρησιμοποιήσει το κορμί της ως τραμπολίνο σκέφτηκαν "θα γεράσουμε μαζί"(εδώ)
  2. Αλλα φταις κι εσυ που σου την πεφτουν! Παραεισαι ομορφη. Γινε μια μπουχεσα, πατόζα, μποθρονα να δουμε αν θα σου γραφουσι ντιεμια (εδώ)
  3. Έφαγε κ βαρυνε η μποθρόνα η κουμπαρομπεμπέκα. (εδώ)
  4. -ΚΑΡΓΙΕΣ ΤΕΛΟΣ Η ΔΙΑΤΡΟΦΗ ΜΕ ΕΤΑΜΑΜΕ, ΚΟΤΣΙΠΕΡΙ ΚΑΙ ΚΙΝΟΑ. ΕΡΧΕΤΑΙ ΚΟΡΝΠΗΦ ΒΕΝΕΖΟΥΕΛΑΣ ΚΑΙ ΚΥΤΤΑΡΙΤΙΔΑ ΩΣ ΤΟ ΓΟΝΑΤΟ. Ψ Ο Φ Ο
    -ΕΠΙΤΕΛΟΥΣ! ΤΟ ΛΑΙΚΟ ΠΑΙΔΙ, ΜΕ ΤΗ ΜΠΟΘΡΟΝΑ ΣΥΖΥΓΟ, ΤΩΡΑ ΔΙΚΑΙΩΝΕΤΑΙ! (εδώ)
  5. Νικοο μου σε αγαπω σε εκτιμω αλλα εχεις γινει μποθρόνα. #destetous (εδώ)
  6. "29 κατασκευαστές brazilian συνιστούν δίαιτα” πες το ψέμματα θα ξεράσουμε τον λουκουμά με την κάθε μποθρόνα! (εδώ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αναφέρεται κυρίως σε κάποιο άτομο υπερβολικά γυμνασμένο -άσβερκο- και γενικότερα θέλει να τονίσει αυτή η λέξη την πυγμή και την ρωμαλέα όψη του ατόμου.

- Σκάει προχθές μαλάκα στο κλαμπάκι ο ψηλός, έχει γίνει θηρίο.
- Για πες μου λεπτομέρειες.
- 2 μέτρα, άσβερκος, με κάτι δάχτυλα σαν σουτζουκάκια.Άστα να πάνε...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αλβανός υπήκοος, συνήθως χρησιμοποιείται με υποτιμητικό τρόπο.

Πεινάλας τηγανοκέφαλος έκλεψε αρνιά, τα έφαγε και πριν προλάβει να φτάσει στην Αλβανία για να τα χωνέψει, κατέληξε στο αυτόφωρο...

Πηγή: Εφημ. Στόχος, 30 Ιαν 2014

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μεγαλόσωμος άντρας, συνήθως κατ' επάγγελμα μπράβος.

Έσκασε μύτη χτες στο μαγαζί ο Χ επιχειρηματίας με κάτι άσβερκους που για να περάσουν την πόρτα γυρνούσαν πλάγια.

Σύνθετη λέξη: στερητικό α- και σβέρκος.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

τσαμπί + γεράκι = Αυτός του οποίου η μύτη προσομοιάζει στο ράμφος γερακιού με κλίση προς τα κάτω στην άκρη της μύτης, όμοια με αυτή του τσαμπιού σταφυλιών.

Μην τη βλέπεις τώρα που το παίζει γκομενάρα, πριν από την πλαστική μύτης ήταν τσαμπογέρακο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο σωματώδης άνθρωπος. Πιθανολογείται ότι προέρχεται από τον χαρακτήρα ελαστικών της εταιρίας Michelin (βλ. Bibendum).

Συν. φουσκωτός, μπράβος.

Μιλάμε το καινούργιο κλαμπ που άνοιξε θυμίζει παλαίστρα! Γεμάτο λαστιχένιους ήταν μέσα, νόμιζα ότι αν σκοντάψω σε κανέναν θα με κατεδάφιζαν.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified