Further tags

Άλλος ένας ρηματικός τύπος - ουσιαστικό, κατά τα πρότυπα του «ο γαμάω», «ο σκοτώνω» και δεν συμμαζεύεται.

Η φράση έχει τις ρίζες της στο ποδόσφαιρο, αναφορικά με ένα παίχτη (επιθετικό συνήθως) ο οποίος είναι τεχνίτης της ντρίμπλας, δίνοντας την εντύπωση ότι κανείς αντίπαλος αμυντικός δεν είναι αρκετά ικανός ώστε να τον «κόψει», να του κλέψει την μπάλα.

Συναντάται και εκτός των γηπέδων, περιγράφοντας τον άνθρωπο που ελίσσεται - κυριολεκτικά ή μεταφορικά - το χέλι με λίγα λόγια.

- Κοίτα τι κάνει το φάντασμα! Τους πέρασε όλους μόνος του!
- Σου είπα ότι είναι ο δεν κόβομαι... από τις καλύτερες μεταγραφές!

Got a better definition? Add it!

Published

Χτυπάει απρόσμενα πολύ στο γούγλε, κι εγώ περίμενα ότι θα είναι κάνα λευκαδίτικο.

Δεν έχει καμία σχέση με τις σηκωμάρες, έχει να κάνει με την παντελή απουσία διάθεσης να σηκωθείς από το κρεββάτι το πρωί, από αυτές τις φάσεις που πατάς το σνουζ στο ξυπνητήρι για κάνα δίωρο. Το είδα να αναφέρεται και για γενικότερη βαρεμάρα να ξεσηκωθείς να βγεις απ' το σπίτι να πας να κάνεις κάτι, αλλά νομίζω η κύρια χρήση παραμένει η πρωϊνή.

Εξαιρετικό δείγμα της βαρεμάρας του έλληνα, καθώς παρουσιάζει αυτήν ακριβώς τη βαρεμάρα ως αρρώστια, ως φυσιολογικό-αντικειμενικό αίτιο, και όχι ως επιλογή. Είμαστε αντιβολονταριστές, τι να κάνουμε...

Πάλι τον ασήκωτο είχα σήμερα το πρωΐ ρε πούστη... Κι αυτός ο μαλάκας, τα μαθήματα έντεκα η ώρα τα χαράματα τα βάζει;

Got a better definition? Add it!

Published

Συνώνυμο με τον παπατζή στην κυριολεκτική έννοια, δηλαδή η παίκτρια του ''παπά''.

Μεταφορικά περιγράφει γυναίκα, ενήλικη, με ευχέρεια λόγου, έντονη πειστικότητα που αφήνει μία εντύπωση αίσθησης ερωτοτροπίας με μη εκπληρώσημες υποσχέσεις και συνήθως με εμπλοκή ανταλλαγμάτων εκ μέρους των μνηστήρων (θαυμαστών).

- Τι κάνει ο Μήτσος με την ''κούκλα'' απέναντι;
- Τίποτα δεν θα κάνει, αυτή είναι γνωστή παπατζού περιωπής.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ηχομιμητικό του χτυπήματος των δοντιών επιφώνημα που δείχνει α) κρύο, β) μεταφορικώς κρύο σαχλό αστείο τ. σεφερλίτιδα, γ) δέος και φόβο για κάτι τρομακτικό και μακάβριο (κυριολεκτικά ή μεταφορικά ή ειρωνικά).

  1. Μπρρρ...παγωνιά. (Εδώ).

  2. α) - πάνε 20 χρόνια από τότε και ο μακαρίτης που τα έβλεπε αυτά έχει πάθει εκταφή (μουάχαχα... μπρρρ).
    (Ιρονίκ εδώ)

β) - vagina dentata είναι βέβαια και ένα αρχετυπικό ονειρικό περιεχόμενο σύμφωνα με την ψυχανάλυση....μπρρρρ (εδώ).

  1. - σίσυφος είναι αυτός που την περνάει ολημερίς στο συσιφόνι....
    μπρρρ... (εδώ).

(από Khan, 01/02/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χαρακτηρισμός για κάποιον τελείως ατάλαντο.
Χρησιμοποιείται κυρίως για ηθοποιούς.

- Πάμε να δούμε την παράσταση του Ρώμα;
- Πας καλά; Αυτός είναι Αταλάντου και Ατέχνου γωνία!

Τυπική και ανίατη περίπτωση... (από Τσακ εις την μέσην, 03/02/11)....Αννα Μαρία και τα μυαλά στα υποσιάγωνα (από GATZMAN, 04/02/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Ο γκέι.

  2. Τον παλιό καιρό, «κάνω την κυρία» σήμαινε κλέβω πορτοφόλια.

  1. Σιγά μην την πέσει ο Αμπεμπαμπλόμ στο Μαράκι, αυτός είναι κυρία από τις λίγες!

  2. Κάτω στα Λεμονάδικα έγινε φασαρία, δυο λαχανάδες πιάσανε που κάναν την κυρία.

(από Khan, 04/02/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κλασσική έκφραση σχετικά με άτομο για το οποίο επίκειται θάψιμο μεν, αλλά δεν είναι και για τον πέουλα τελείως δε, το έχουμε σε μια άλφα εκτίμηση.
Ωσεκτουτού, συναντάται πριν τα δυσάρεστα σχόλια, ως ελαφρυντικό.

- Φιλενάδα κάτσε να μου τα πεις όλα! Πώς ήταν, λέγε!
- Τι να σου πω φιλενάδα, ο Μίλτος καλός - χρυσός αλλά... κούκου δεν του έκανε με τίποτα...

Ο Τέρης Χρυσός αλλά πολύ τακα-τακας (από HODJAS, 18/02/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η φίλη μου που τρώμε μαζί μέχρι σκασμού στα Μακγκούτις πριν να ρίξουμε τα κορμιά μας στην πισίνα κι όποιον πάρει η πλημμυρίδα.

- Πού είσαι φαλενάδα; Σ' ακούω μα δε σε βλέπω.
- Προσπαθώ να πάρω τη στροφή.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χαρακτηρισμός ατόμου, συνήθως εντυπωσιακά χοντρού. Από τις περιπτώσεις που σου κάνει εντύπωση το πώς μπορεί και περπατάει καν.

- Ω ρε φίλε, κοίτα διακριτικά τι περνάει στα δεξιά μας...
- Πω πω έλεος, σα ζάρι με πόδια είναι...!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η φράση «ο Χ γέρνει» ισούται με «ο Χ είναι ομοφυλόφιλος» ή «ο Χ τον παίρνει».

Επομένως, ο σύνδεσμος και στο γνωστό τον παίρνεις και γέρνεις δεν είναι συμπλεκτικός και δεν συνδέει κατά παράταξη δύο κύριες προτάσεις. Διότι τούτο θα συνιστούσε πλεονασμό, σαν να λέγαμε τον παίρνεις και τον παίρνεις. Η σημασία του και είναι μάλλον συμπερασματική: τον παίρνεις άρα γέρνεις. Η δεύτερη φράση είναι το αποτέλεσμα της πρώτης, δηλ. αν κάποιος αρχίσει να τον παίρνει, στοιχειοθετείται τεκμήριο (μαχητό;) ότι γέρνει, ότι είναι πούσθης.

Κοντινότερο συνώνυμο του γέρνει είναι το κουνιέται.

Το γέρσιμο αναφέρεται φυσικά στο χαρακτηριστικό σπάσιμο της μέσης των λούγκρηδων καθώς αυτοί περιφέρουν το σαρκίο τους δώθε κείθε, με όλη τη χάρη μιας έφηβης νεράιδας όπως θα έλεγε ο vrastaman. H έκφραση είναι κυριολεξία, οι πούστιδι τω όντι γέρνουν. Αντιθέτως οι πιουρ αρσενικοί (οφείλουν να) είναι πάντα στητοί, ευθυτενείς, αλύγιστοι.

  1. (in da gym)
    - Έχεις προσέξει κάτι με το γυαλάκια που 'ρχεται και σου πιάνει την κουβέντα;
    - Όχι, τι;
    - Ότι γέρνει βρε μαλάκα... Όλο το gym το λέει... Πρόσεχε.

  2. - Το Νίκο τον βλέπω να γέρνει επικίνδυνα.
    - Βρε λες;
    - Δεν ξέρω, εσένα πώς σου φαίνεται;

Βλέπε και την τρίζει την όπισθεν και γαμιέμαι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified