Further tags

Η έκφραση χρησιμοποιείται:

  • από άτομα πολύ μικρής ηλικίας, που δυσκολεύονται στην άρθρωση, και λόγω της συχνότητα που το ακούν σε ταινίες, τους έρχεται καλύτερα από το μαδερφάκερ (το οποίο και μάλλον δεν ξέρουν τι σημαίνει).
  • από αντιαμερικανούς ή ελληνάρες, που γελοιοποιούν με αυτόν τον τρόπο τα αμερικανάκια, και τους συν αυτώ
  • από άτομα που γλωσσεύουν την μπέρδα τους

    Η λέξη αποτελεί λογοπαίγνιο και βασίζεται στην παγκοσμίως, μέσω Χόλιγουντ, διαδεδομένης αμερικανικής βρισιάς, του «motherfucker». Που κυριολεκτικά αναφέρεται στον αιμομίκτη μητρογάμη.

  1. - Έλα ετοιμάσου Μιχάλη. Ήρθε η μάνα σου να σε πάρει.
    - Οκέιιιι μάδερφάδερ. Τα λέμε αύριο σχολείο.

  2. - Άκου τι συνέβη το πρωί. Εμφανίζεται ένας μαδερφάδερ τουρίστας και μου λέει ότι τον έκλεψα, γιατί βρήκε λέει το γάλα ένα ευρώ πιο ακριβό από το σούπερ μάρκετ.
    - Είχε και λίγο δίκιο, όμως. Ενα ευρώ ρε αγύρτη κι εσύ. - Κάτσε ρε μαλάκα, μπακάλικο είμαι, όχι ο Βερόπουλος.

  3. - (Mπράβος:) Τι γίνεται αφεντικό, όλα καλά; - Καλά, αλλά σήμερα σε θέλω λίγο πιο συγκρατημένο. Περιμένουμε ένα τσούρμο Αμερικάνους φοιτητές. Μην αρχίσεις πάλι να τους χαλάς τις μάπες, σε θέλω χαλαρό. Την προηγούμενη φορά μου στοίχισε 300 ευρώ ο δικηγόρος για το αυτόφωρο.
    - Δεν φταίω εγώ ρε αφεντικό. Αυτοί πίνουν και μ' αρχίζουν στα μαδερφάδερ, κι εγώ δεν μπορώ να μου λένε για τη μάνα μου. Αμα αρχίσουν πάλι, δεν ξέρω τι θα κάνω...
    - Μπιούτιφουλ, σε παρακαλώ. Θες να πλακώσει ο ράμπο να σε κάνει κεφτεδάκια ρε;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ναυτική σλανγκ. Μπαρκαρούτσος είναι αυτός που μπαρκάριζε ή μπαρκάρει σαν κατώτερο πλήρωμα. Η λέξη προέρχεται από το «μπαρκάρω σαν μούτσος» --> μπαρκαρούτσος (φαντάζομαι).

Αλλά έλα που η σλανγκ έχει και τη σλανγκ της!!! Ο συγκεκριμένος όρος χρησιμοποιείται από τους στεριανούς για να χαρακτηρίσει όλους τους ναυτικούς, υποτιμητικά βέβαια. Επίσης χρησιμοποιείται υποτιμητικά για ανώτερο πλήρωμα, υποννοώντας ότι είναι κακοί επαγγελματίες ή άσχετοι με την δουλειά τους.

  1. - Πάμε για καφέ;
    - Οκ, για πού;
    - Πάμε στην Κιβωτό.
    - Όχι ρε μαλάκα, εκεί πάνε όλοι οι μπαρκαρούτσοι!!! Θα πάθουμε ναυτία.

  2. - Ρε Γιώργο, ποιος είναι αυτός που σε χαιρέτησε;
    - Για τον συνάδελφο κύριο Μπαρκαρούτσο λες;
    - Ναι, και πως λέγεται;

  3. - Που λες Κώστα μου, το τελευταίο μπάρκο ήταν για κλάματα. Είχα πρώτο ένα μαλάκα ολκής.
    - Δηλαδή;
    - Ο μαλάκας, ούτε να γράφει δεν ήξερε. Όλα τα ραπόρτα εγώ τά 'γραφα του μπουχέσα. Και κόντεψε να μας βουλιάξει και μία φορά. Μπαρκαρούτσος από τους λίγους...

(από electron, 23/09/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η μουσταλευριά, που παρεμπιπτόντως είναι η εποχή της τώρα, είναι ένα γλύκισμα (κατηγορίας ρυζόγαλου, σε μπολάκι, που το προτιμούν οι μπαρμπάδες και οι θείες), φτιαγμένο από μούστο (αγίνωτο κρασί, χυμός που βγάζουν τα πατημένα σταφύλια, συνήθως τα κόκκινα), αλεύρι και καρύδια.

Πέραν από γλυκό, είναι και μπαμπαδοσλάνγκ. Αποκαλείται μουσταλευριά ο πονηρός. Συνήθως εξέρχεται από στόματα παππούδων προς εγγονούς, ή παππούδων με την ευρύτερη έννοια για παρδαλές κοπελιές. Είναι ένας από τους κλασικούς μπαμπαδισμούς που αντικαθιστούν λέξεις σόκιν.

- Έλα εδώ ρε κατεργαράκο.
- Ναι παππού!
- Πόσες φορές σου είπα να μην πηγαίνεις στα παρτέρια;
- Να βάλω και αυτές από πέρσι;
- Είσαι μια μουσταλευριά, άλλο πράμα

- Ξέρεις ποιον είδα χθες;
- Τον Φρατζέσκο, τον είδα κι εγώ, και ζήλεψα και λίγο. Είδες με ποια νταραβερίζεται; - Σιγά μη δεν ξέρω αυτή τη μουσταλευριά. Θα του φάει ότι είναι να του φάει, και μετά θα τον παρατήσει.

(από electron, 16/09/09)λήμμα/ορισμος/σχόλια 3πκ... (από BuBis, 19/09/09)λήμμα/ορισμος/σχόλια 3πκ... (από BuBis, 19/09/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η λιπαρή μάζα που βρίσκεται κάτω από το δέρμα.

Μεταφορικά, αναφέρεται σε άνθρωπο τσιγκούνη που καταφέρνει να βγάλει κέρδος από ασήμαντη πηγή.

…βγάζει από τη μύγα ξίγκι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο επαγγελματίας χειροκροτητής.

Στον προηγούμενο αιώνα υπήρξε part-time απασχόληση. Στην όπερα μάλιστα, έπρεπε να είναι και γνώστης της μουσικής και να έχει σχέση με την παράσταση, ώστε να ξέρει πότε να χειροκροτήσει (δίνοντας και το έναυσμα για χειροκρότημα και στους άλλους θαμώνες). Ο λόγος ύπαρξης των κλακαδόρων, ήταν ο φόβος ότι το κοινό θα χειροκροτούσε σε ακατάλληλη στιγμή. Και δεν το ήθελαν αυτό, γιατί η υψίφωνος μπορεί να έχανε καμιά νότα, και πάει το αριστούργημα.

Η λέξη προέρχεται από το αγγλική λέξη «clack» (θορυβώ), «clacker» (γιογιό, καραμούζα, παιδικό παιχνίδι που κάνει θόρυβο).

Σήμερα, η λέξη χρησιμοποιείται ως συνώνυμο των: κομματόσκυλο, φερέφωνο, οπαδός, αβανταδόρος.

- (...) ενδιαφέροντός του από τα καυτά προβλήματα στο εάν έβηξε ή κατούρησε ο κάθε λογής υπουργοποιημένος και βολεμένος κυβερνητικός ή κομματικός κλακαδόρος. ...

- Όποιος τολμά να εκφράσει ελεύθερα μια άποψη που δεν βολεύει το ΠΑΣΟΚ και το «εκσυγχρονιστικό» παρακράτος, αμέσως στιγματίζεται σαν κλακαδόρος της Ν.Δ....

(Από ιστότοπους)

(από electron, 16/09/09)Είσαι σκέτο παρακράτος (από allivegp, 30/09/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ορός από το αγγλικό (one size) που αναγράφεται πάνω σε ρούχα υποδηλώνοντας το μέγεθος.

Εν προκριμένω αναφέρεται σε ρούχα που προορίζονται για άτομα μικρών διαστάσεων ή τουλάχιστον σε ρούχα που έχουν μεγάλο εύρος ταιριάσματος.

Το σλανγκ υπονοεί γκόμενες μικρού μεγέθους (συνήθως το πολύ 40-45 κιλά) που είναι ευκολόχρηστες κ ευέλικτες κατά την σεξουαλική πράξη!!

Δηλαδή κοινώς η γκόμενα μινιόν, ο πουτσομεζές!

- Ρε μαλάκα το πηδάς αυτό;
- Αυτό το ουάν σάιζ το παίζεις στα δάχτυλα, το κάνεις ό,τι θες και χωράει μέχρι και στην τσέπη σου!!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συνοδεύεται από τη χειρονομία της πρώτης φωτό, που αποτελεί επέκταση σε δύο χέρια της κλασσικής μονοχειρικής μεταλλικής χειρονομίας.

Χρησιμοποιείται σε καταστάσεις μόνο μπλακ, όταν τα περίφημα κερατάκια συνοδευόμενα από το μοχθηρό ύφος μάλλον υποτιμούν το μέγεθος της καφρίλας.

Δια του παρόντος εισηγούμαι, με α πριόρι εξασφαλισμένη τη μηδενική απήχηση, την γελοία χειρονομία της δεύτερης φωτό, αναστροφή αυτής της πρώτης, η οποία δέον να συνοδεύεται από την ατάκα «νοτ ηνάφ χέβυ μέταλ φορ του χανντς», και λειτουργεί ως ενδιάμεσος κρίκος ανάμεσα στο απλό και το σύνθετο ομαδικό.

- ...και της λέω «πάρ' τα μωρή άρρωστη!».
- Τού ματς χέβυ μέταλ φορ ουάν χάνντ.

(από jesus, 17/09/09)(από jesus, 17/09/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σκληρή έκφραση της καλιαρντής, που έχει περάσει και στην κλασική αργκό (αφού είναι συγκοινωνούντα δοχεία), για την άσχημη ή φτωχιά ή γριά (ή και τα τρία) χαρμανιασμένη αδερφή, που δεν κατορθώνει να ψήσει για κλαρίνο, ούτε αυτούς που γλίτωσαν απο το Νταχάου.

(Στο πάρκο):

– Φίλε, με συγχωρείς τι ώρα έχεις;
– Δυο και δέκα.
– Κάπου σ' έχω ξαναδεί. Πώς σε λένε;
– Κωστή.
– Από 'δω είσαι;
– Όχι, απ' το Βόλο.
– Ωραίος ο Βόλος, έχω πάει τρείς φορές. Να έρθω να κάτσω εκεί, να τα πούμε;
– Και δεν έρχεσαι; Στην πλάτη μου θα σε πάρω;
– Ωραίααα. Στην Αθήνα πού μένεις;
– Σ' ένα ξάδερφό μου.
– Φοιτητής είσαι;
– Ναι.
– Έχεις φιλενάδα;
– Όχι.
– Θές να κάνω τίποτα εγώ;
– Ά εκεί το πας; – Μόνο του πάει...
– Βρε ίσα μωρή καημόπουτσα, που πα' να με διπλαρώσεις! Εμένα βρήκες; Φύγε τώρα με το κεφάλι γερό, γιατί θα το πάρεις στα χέρια! Τ' άκουσες;
– Καλά-καλά, φεύγω! Άει στο διάολο τσογλάνι, που 'χασα την ώρα μου μαζί σου!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Δικηγορίστικη αργκό, για τον ειδικευμένο (;) δικηγόρο στο δίκαιο της ευθύνης από αυτοκινητιστικά ατυχήματα.

Οι δικηγόροι που ασχολούνται με τα τουτού, έχουν στην Αθήνα ολόκληρο κτήριο δικό τους (Νο 3 Ευελπίδων), διαθέτουν ομοιόμορφα απαθή αλλά πονηρά μούτρα και γνωρίζονται όλοι μεταξύ τους, αφού αποτελούν ιδιαίτερο σινάφι.
Αυτό βέβαια, δεν σημαίνει ότι δεν «σκοτώνονται» μεταξύ τους επ’ ακροατηρίω (χάριν του πελάτη) κι ότι δεν παίζουν δικονομικές πουστιές ο ένας στον άλλο (π.χ. καθησυχάζει τον συνάδελφο ότι ματαιώθηκε η δίκη λόγω απεργίας γραμματέων, ενώ η συγκεκριμένη γραμματέας-κομματόσκυλο δεν απήργησε και τον ερημοδικάζει).

Έξω απ’ το κτήριο, η εικόνα θυμίζει την κολυμβήθρα του Σιλωάμ από τους μπανταρισμένους, τους πατεριτσοφόρους, τους χωλούς, τις κλαίουσες χήρες και τα ορφανά κλπ ενάγοντες, που περιμένουν υπομονετικά την σειρά τους να δικαιωθούν!
Ιδιαίτερη προσοχή οφείλουν να έχουν οι δικηγόροι των εναγομένων (συνήθως ασφαλιστικών εταιριών), που καλούνται να παίξουν το ρόλο του «κακού», υποβάλλοντας προσβλητικές ερωτήσεις και αμφισβητώντας πρόσωπα και πράγματα σε έντονο και καχύποπτο ύφος, προκειμένου να μειώσουν τα (φουσκωμένα) αιτούμενα κονδύλια αποζημιώσεως του ενάγοντος θύματος.

Άλλωστε, δεν είναι σπάνιο, κάποια χήρα ή κάνας ψωμωμένος συγγενής θύματος, να τους καταχερίσει, όταν βγουν από την αίθουσα. Αντίθετα, οι δικηγόροι των εναγόντων (του θύματος ή των επιζώντων συγγενών αυτού), είναι μειλίχιοι σαν κωλομπαράδες του Κατηχητικού και παρασταίνουν τους τεθλιμμένους, ιδίως τα κοράκια, που αναλαμβάνουν μόνο θανάτους εργολαβικά (γενναίο ποσοστό επί της επιδικασθησομένης αποζημιώσεως).

Αλλά το αν και το ποιος θα πάρει τί, είναι ζήτημα του εκάστοτε προέδρου, αφού τα περισσότερα φράγκα που έγκεινται στην ηθική βλάβη (τραυματισμός) ή την ψυχική οδύνη (θάνατος), υπόκεινται στην ανέλεγκτη κρίση του κι έτσι:

[i]Η λαμαρίνα - η λαμαρίνα, όλα τα σβήνει
Mας έσφιξε η Ευελπίδων σαν μια ζώνη
Kι εσύ κοιτάς ακόμη πάνω απ’ το τιμόνι
Πώς παίζει ο πρόεδρος κονδύλι με κονδύλι...[/i]

- Τί δουλειά κάνεις;
- Δικηγόρος!
- Και με τί ασχολείσαι; Ποινικολόγος;
- Μπάαα! Λαμαρινάς! Έχω τον «Φοίνικα»...

Κι ο Michael Clayton ήταν λαμαρινάς! (από Khan, 22/09/09)Στο 4:02 και 6:06 η άποψη του προέδρου για τις σωφερίνες! (από HODJAS, 03/02/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η έκφραση έχει τρία μεγάλα πεδία εφαρμογής:

  1. - Βαγγέλης: Σωραίος, Πέρι, μετά από τόσες πουστιές το Λίλιαν σου κάθεται ακόμα στο φιλικό! Ενώ εμένα, ό,τι κάτσει...
    - Πέρι: Τελέρε, λίγη σου πέφτει η Λάουρα;

  2. - Ρωτάει στην διαφήμιση για το Τζόκερ «κι αν σου κάτσει;», δεν αναρωτήθηκαν όμως τι γίνεται «κι αν δε σου κάτσει;»'... (από εδώ)

  3. - Αδερφέ οροθετικέ ΑΝ ΘΕΛΕΙΣ μπορείς να μας πεις πως σου έκατσε αυτή η πάθηση. Αν δε θες οκ πάω πάσο απλά το ρώτησα μπας και το αποφύγει κόσμος. (από εδώ)

(από Vrastaman, 24/09/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified