Further tags

Ντεθάς ή ντεθμεταλλάς: είναι ο καφρομεταλλάς, δηλαδή αυτός που ακούει death metal (καφρίλες).

Ενδυματολογικά διακρίνεται από το στάνταρ χεβυμεταλλάδικο μακρύ μαλλί, τις μπλούζες death συγκροτημάτων και τα κολλητά παντελόνια σωλήνες (ή τις εξίσου αγαπημένες βερμούδες).

Γενικά πάντως ο καθαρός ντεθάς δεν ασχολείται ιδιαίτερα με την εικόνα του (για τον λόγο αυτόν στους κύκλους των ντεθάδων βρίσκουμε και πολλούς εύχοντρους/-ες). Κυρίως αυτό που ξεχωρίζει τον ντεθά από τον μέσο άνθρωπο είναι η ακόρεστη δίψα του για βοθραλέα φωνητικά, λασπωμένο ήχο από ηλεκτρικές κιθάρες κουρδισμένες στα Τάρταρα, ντραμς που κοπανάνε αδυσώπητα και στίχους που μιλάνε για θάνατο, αρρώστιες, στυγνά εγκλήματα και γενικά για τη σκοτεινή και σιχαμερή πλευρά του μάταιου τούτου κόσμου.

  1. - Να πάρουμε τον Τζιβιτζή στο συγκρότημα;
    - Τι λες ρε μαλάκα, αυτός είναι κολλημένος ντεθάς, σιγά μην παίξει Μάικλ Τζάκσον!
    - Έεεελα μωρέ, θα τα βρούμε...

  2. - Άσε ρε, πήγα χθες Obituary και σε μια φάση μπλέχτηκα στο moshing με κάτι γομάρια ντεθάδες... Έφαγα το ξύλο της αρκούδας!
    - Έεετσι, καφρίλα!!

Got a better definition? Add it!

Published

Επίσης:

  1. Ο πούτσος, ο πέοντας. Λόγω σχήματος. Μεγεθυντικά: λαμπάδα, κολώνα.

  2. Ο σωλήνας γύρω από τον οποίο εκτελούν το χορευτικό τους οι στριπτιζέζ. Βλ. παιδί του σωλήνα. Εννοείται ότι αυτή η δεύτερη σημασία λειτουργεί μεταφορικά ως προς την πρώτη.

  1. Τελικά, μήπως είμαστε όλοι παιδιά του σωλήνα;

  2. Τον χορεύει πολύ καλά τον σωλήνα η Σάντρα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παλαιάς κοπής έκφραση που μεταφορικά εκφράζει την απόλυτη αηδία για:

1. Την ανήθικη ή ανάρμοστη συμπεριφορά κάποιου/ας,

2. Το ελεεινό γούστο κάποιου/ας,

3. Την τραγική εμφάνιση κάποιου/ας.

Η λέξη καλαπόδι έχει και άλλες σλανγκικές εφαρμογές, όπως στην διακόρευση αειπαρθένων αλλά και στα ακραία καιρικά φαινόμενα («ρίχνει καλαπόδια»).

Βλ. επίσης: Να μασάς σκατά και να φτύνεις! και να μασάς κουκιά και να φτύνεις!

Έννοια 1
«Και είναι πραγματικά να ξερνάς καλαπόδια κάθε φορά που οι τηλεβρυκόλακες στριμώχνουν κάποιον φουκαρά συνδικαλιστή αστυνομικό και δήθεν τον περνούν από ανάκριση τρίτου βαθμού, τη στιγμή που ο πολιτικός του προϊστάμενος τρώει το χαβιαράκι του, προσκεκλημένος σε καμιά εκδήλωση για τη σωτηρία της μεσογειακής ακρίδας»
(Από εδώ)

Έννοια 2
Ο Πέρι έχει εντελώς εξαχρειωθεί με τις λουγκροενδυμασίες του! Εμφανίστηκε χθες στο Κολωνάκι με ένα πορτοκαλί τιγρέ κολλάν, να ξερνάς καλαπόδια!

Έννοια 3
Είχες δει την Λάουρα πριν κάνει μπαγαποντοπλαστική; Ήταν να ξερνάς καλαπόδια!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κουκουλοφλώροι: Αρνητικός / ταπεινωτικός χαρακτηρισμός για τους γνωστούς - άγνωστους, τους κουκουλοφόρους.

- Μας τα 'καναν τσουρέκια τα κανάλια μ' αυτούς τους κουκουλοφλώρους πια!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πρόκειται για κλασσικό ελληνικό γυναικότυπο που θυμίζει μήλο.

Οι μηλαρούδες έχουν το κέντρο βάρους τους πάνω από την μέση: διαθέτουν στιβαρούς ωμούς και πλούσια βυζιά, πλαισιωμένα σε μια δυσανάλογα στενή λεκάνη, έναν επίπεδο κώλο και δύο λεπτά πόδια.

Α. Ασύμμετρες αναλογίες
Η αναλογία μέσης - γοφών μιας μηλαρούς είναι στην καλύτερη περίπτωση 0,80 ενώ η χρυσή αναλογία Fibonacci μιας κλεψυδρομούνας κυμαίνεται από 0,6 έως 0,7 το πολύ.

Β. Ασύμμετρες απειλές και ευκαιρίες
Οι μηλαρούδες έχουν ανδροειδή κατανομή λίπους. Συσσωρεύουν τα περιττά λίπη τους ενδοκοιλιακά, κυρίως στην μέση το στήθος και το πρόσωπο, και ωσεκτουτού είναι πιο ευάλωτες σε καρδιοαγγειακά τραλαλά από ότι οι αχλαδομούνες που τα αποθηκεύουν σε μπούτια και κώλο. Σε αντίθεση με τις αχλαδομούνες όμως, με σωστή διατροφή και γυμναστική οι μηλαρούδες χάνουν τα λίπη τους πιο γρήγορα και πιο ομοιόμορφα και μπορούν να προσεγγίσουν τον χαρακτηρισμό «μουνάρα». Εάν όμως παραμείνουν ανεξέλεγκτες, κινδυνεύουν να μεταμορφωθούν σε μπαζοειδείς ανδρούτσους.

Γ. Ασύμμετρο σεξ
Οι προκρινόμενες σεξουαλικές στάσεις, από οπτικής και απτικής απόψεως, είναι οι αντικριστές π.χ. ιεραποστολική, και μηλαρού-από-πάνω καθώς επιτρέπουν την βέλτιστη οπτική τέρψη και απτική ψηλάφηση των πλούσιων βυζιών της μηλαρούς. Αντιθέτως, κάθε μη αντικριστή στάση (π.χ. σκυλίσιο) συνεπάγεται χαμηλό πιτσιλαμπίλιτυ δεδομένου ότι η τυπικές μηλαρούδες είναι τετραγωνόκωλες ωσάν τον Μπόμπ τον Σφουγγαράκη.

[I]Γνωστές μηλαρούδες:[/i] Catherine Zeta Jones, Κate Winslet, Drew Barrymore, Elizabeth Hurley, Angela Merkel, Ντόρα Μπακογιάννη.

Βλ. επίσης: Αρχοντομούνα, κλεψυδρομούνα, λεβεντομούνα, αχλαδομούνα, πιπινέζα, Φρατζολίνα Ζολί

Πέρι: - Ρε συ το Μαριλού – η φίλη του Λίλιαν ντε! – λέει σαν γκομενάκι! Απίστευτο πρόσωπο, βυζί αναφοράς! Κρίμα που ο κώλος της υστερεί λιγάκι καθ’ ότι μηλαρού...

Μένιος: - Τελέρε! Το Μαριλού μετουσιώνει το όνειρο του κάθε μπάι: από βυζί Dolly Parton και από κώλο, Charlton Heston!!!

Πέρι: - Charlton Heston!!! Μ’ έφτιαξες, φιλαράκο!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο πουστράκος που προσέχει ιδιαίτερα την εμφάνισή του, χρησιμοποιώντας την τελευταία λέξη της τεχνολογίας των γαλλικών και ελβετικών εργαστηρίων τύπου Μένγκελε για την φροντίδα του δέρματος του, της λάμψης των μαλλιών του, της ενυδάτωσης των νυχιών του κ.λπ.

Είναι οπωσδήποτε μέσα στην τρεντιά, από το διαστημικό γυαλί που θα προστατέψει τα ματάκια του το πρωί, μέχρι το υπερατλαντικό κοκτέηλ που θα ζητήσει από τον μπάρμαν για να τον στείλει για ύπνο το βράδυ. Οι φαινομενικά πολλές επιτυχίες του με το ωραίο φύλο, ιδίως νεαρής ηλικίας, έχουν κάτι από τηλεοπτικό στάρντομ, flashy κι έτσι, αλλά μάλλον είναι μπαλαμούτι.

Ντύνεται όσο αστραφτερά χρειάζεται για να μην τον πεις τελειωμένη με την πρώτη ματιά, αλλά, αφού στο τέλος θα το κάνεις, αν έχεις εκπαιδευμένο μάτι μπορείς να κερδίσεις χρόνο. [© στο τελευταίο: Αρκάς]

Πασίγνωστο δείγμα ο Λούλης Κουκλεντές των Α.Μ.Α.Ν.

- Τι μας έφερες τον κουκλεντέ στις παγάνες ρε; αυτός ακούει ντουφεκιά και μετράει τις ρυτίδες του! Πάμε να τον παρκάρουμε σε κάνα καταφύγιο να κυνηγήσουμε με την ησυχία μας.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο μικρής ηλικίας πούστης, χαριτωμένος (ή αλλιώς κεχαριτωμένος), ο ομοφυλόφιλος που γενικά ούτε σε πειράζει ούτε τον πειράζεις. Η λέξη ίσως κρύβει ένα χιντ ότι ο εν λόγω κουκλεντές δεν έχει αυτοσυνειδητοποιηθεί πλήρως σεξουαλικά.

- Παιδιά δεν ξέρω τι τρώγατε εσείς στο κέντρο, αλλά εμείς στην Αυλώνα περάσαμε ζάχαρη. Έφαγα φαγητά που ούτε από την μάνα μου δεν δοκίμαζα, λέμε τώρα.....
- Σώπα ρε σειρά. Είχατε επαγγελματία μάγειρα;
- Όχι ρε, καμία σχέση. Μας έτυχε ένας τυπάς, ένας πουσταρίκος θεολόγος ασημάκιμου που έπιανε το χέρι του, καλή του ώρα το παλικαράκι... Τι βακαλάους να γλείφεις τα δάχτυλά σου, τι ριγκατόνε τέσσερα τυριά...
- Κορίτσι για σπίτι δηλαδή...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Από του φυσικού της κατάχλωμη και άβυζη γκόμενα, με βλέμμα αποτραβηγμένο σα να βλέπει παντού γύρω της ντεντ πήπολ (φαντάσματα ντε).

Μού 'χε στήσει που λες ο δικός σου ένα ραντεβού στα τυφλά και περιμένω εγώ να δω τι μου κανόνισε. Και βλέπω να έρχεται κατά πάνω μου ένας κάσπερ... Μια μισή μερίδα γυναίκα, χλωμή και μαζεμένη, λες και την έδερνα για τρία χρόνια πριν την γνωρίσω... Και ντεκολτέ.. αβυζαλέο φίλε! Σαν φωτοτυπία ταφόπλακας ένα πράμα... Μου ήρθαν στο μυαλό σκηνές από κάτι θρίλερ, τα χρειάστηκα, αφού έκανα το σταυρό μου στα κρυφά...

Kula Shaker, Hey dude, 1996. (από patsis, 11/10/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Σχήμα οξύμωρο.

  2. Σιλικονούχα βυζιά που τρύπησαν και ξεφούσκωσαν.

Αλλά γιατί να αρκεστούμε μόνο σε αυτό;
Βλ. παράδειγμα!

The rAndoM silIcOnE gEneRaToR presents:

  • σιλικονδύλωμα: εμετικό σιλικονούχο εξόγκωμα
  • σιλικονίαμα: σιλικονούχο μπάζο
  • σιλικόνικλος: κουνελάκι σιλικονούχο
  • σιλικονκλάβιο: συνέδριο σιλικονούχων
  • σιλικόνξα: τσαλιμάκια σιλικονούχας
  • σιλικονομάω: χρησιμοποιώ τα σιλικονούχα θέλγητρα για πλουτισμό
  • σιλικονσεπτουαλισμός: σιλικονούχος εννοιοκρατία
  • σιλικονσερβατουάρ: από φωνή, βυζί!
  • σιλικονσέρτο: ρεσιτάλ σιλικόνης
  • σιλικονσομασιόν: τα ευκόλως εννοούμενα...
  • σιλικονσόρτσιουμ: σύμπραξη σιλικονούχων
  • σιλικονστρουκτιβισμός: γκόμενες με ογκώδη και γεωμετρικά βυζόμπαλα
  • σιλικοντανασαίνω: λαχανιάζω εν μέσω σιλικόνης
  • σιλικονταρομαχία: η Σιλικονίτα και η Σιλικονέλλα τα τέσσερα βυζιά μαλώναν!
  • σιλικοντέινερ: σουτιέν για σιλικονούχους γαργαντούες
  • σιλικοντέρ: silicon-o-meter!
  • σιλικοντεσίνα: σιλικονούχα αρχοντομούνα
  • σιλικοντολογίς: με δυο λόγια: ΤΕΡΑΣΤΙΑ!
  • σιλικοντοπίθαρη: σιλικονούχα πιπινέζα
  • σιλικοντή: βλ. σιλικοντοπίθαρη
  • σιλικοντοστέκω: σταματώ απότομα να μπανίσω φο-βυζού
  • σιλικοντοστούπα: Βλ. σιλικοντοπίθαρη
  • σιλικοντοφάρδουλη: σιλικονούχα πιπινέζα αχλαδομούνα
  • σιλικοντοχωριανή: Η Παγώνα από την Κωλοπετινίτσα επισκέφτηκε tom Pousti
  • σιλικοντραμπάντο: μεταφορά εμφυτευμάτων σιλικόνης στην Σουηδική Αραβία
  • σιλικοντραμπάσο: το βαρύτερο από την οικογένεια των σιλικονούχων βυζιών
  • σιλικοντραπλακέ:
  1. Σχήμα οξύμωρο
  2. Σιλικονούχα βυζιά που τρύπησαν και ξεφούσκωσαν

+ σιλικονφερανσιέ: σιλικονούχος καλλιτέχνις που παρουσιάζει άλλες σιλικονούχες καλλιτέχνιδες

να βυζουλι μπρε (από ο αυτοκτονημενος, 04/04/09)Σιλιcondoleezza (από Vrastaman, 04/04/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Από το αγγλικό fuck και με γαλλική προφορά, είναι μια φράση που χρησιμοποιείται συχνά από άντρες στην θέα μιας γυνής που δεν θα τους χάλαγε να πηδήξουν.

Είναι δυο φίλοι σ' ένα πάρτι και ξαφνικά σκάει τύπισσα, ούτε πανέμορφη, αλλά ούτε άσχημη... Ο πρώτος σκουντάει τον διπλανό του δείχνοντας διακριτικά το θηλυκό... Και ο δεύτερος απαντάει...
- Μμμ!... Fuckable...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified