Further tags

Ορίζεται ως τύπος ομοφυλόφιλου, με όψη αντροβαρβάτη, ή με φωνή νταλικέρη, ή look «σκληρού» άντρα (μούσια, μουστάκες, δερμάτινα, αλυσίδες, μπλα, μπλα, μπλα...).

Υπάρχουν πολλοί...

Ο τραγουδιστής των Judas Priest, ας πούμε, είναι ένα καλό παράδειγμα...

Ο συγχωρεμένος ο Σεργιανόπουλος θεωρούταν τέτοιος...

Για άλλους η φωνή του Ψινάκη θεωρείται αντιπροσωπευτική βαρβατοπουστάρικη...

Ή ο γκέι που φορά John Varvatos. (από Khan, 14/07/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σύμφωνα με την Βικούλα, οι αχινοί είναι μικρά θαλάσσια όντα με σφαιρικό κέλυφος και αγκάθια. Ανήκουν στην ίδια συνομοταξία με τους αστερίες. Τρέφονται κυρίως με φύκια αλλά και με μύδια.

Σλανγκιστί, ο αχινός αναλύθηκε ήδη από τον Γούτσανδρο. Δέον ωστόσο να προστεθούν μερικές εφαρμογές παραπάνω.

  • «Αχινός» αποκαλείται το παλαιάς-κοπής δασύτριχο και βερμουδιάρικο μουνί της συνομοταξίας Vagina Echinacea.
  • «Aχινομούνες» αποκαλούνται όσες, είτε εκ πεποιθήσεως είτε λόγω παρατεταμένης αγαμίας, φέρουν αχινό.
  • «Έγινε το μουνί μου αχινός» σημαίνει κρυώνουμε τα μάλα, κατά το τον έχω δαγκώσει.
  • «Αχινός» αποκαλείται και το μουνί, ένα εικοσιτετράωρο μετά την ξούρα.

    Αατα.

1.
μουνί: κιοκιό, έρημο, καημός, βάσανο, πράμα, αχαΐρευτο, ρημαδιακό, κλειδωνιά, σχιστό, αχινός, πουτί, πουλί, χύστος, νερόμυλος, μύλος.
(Φίλιππος Βλάχος, «Χωριάτικα Βρωμόλογα», 1986)

2.
Τους κυνηγούς δεν ζήλεψα που με κοντάρια ή βέλη
οχτάποδες καρφώνουνε σελάχια κι άγρια μύδια
ή τ ακανθώδη άγρια αιδοία που τα λένε
και αχινούς.

Ζηλεύω εγώ όσους με βέλος ρίχνουν
άγρια μήλα ή άγρια σταφύλια και κυδώνια,
τρυγούν αγριοκέρασα ή πίνουνε το νέκταρ
απ τα ποτήρια των ανθών μες στους αγριοτόπους.

Μα πάνω απ όλους ξέχωρα εκείνον μακαρίζω
τον άγριο τον ποιητή που το κορμί του κάνει
τόξο και βέλος έχοντας τον άγριο φαλλό του
καρφώνει τα δασύτριχα, χυμώδη αγριομούνια.
(Γιάννης Υφαντής)

3.
Κάθε πετρούλα κι αχινός.... ......Κάθε αχινός κι αγκάθι.....
(από εδώ)

4.
Παντως, πολυ μαλλιαρος Ο ΑΧΙΝΟΣ!! Αγριευτηκαμε!
Βαλε και εσυ κατι πιο απλο και λιγωτερο μαλιαρο!
Πας να διωξεις ολους τους πελατες;
(από εδώ)

5.
... αν φυσήξει το χειμωνιάτικο θα τους γίνει το μουνί αχινός απ’ το κρύο...
(από εδώ)

Αχινοί και αστερίες (από Vrastaman, 08/04/09)Αχινός γ-καυλωμένος (από Vrastaman, 08/04/09)Το λουλούδι Εχινάκια (Echinacea) για ρομαντικά αθεράπευτες βερμουδιάρες (από Vrastaman, 08/04/09)(από nick, 08/04/09)(από Vrastaman, 08/04/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η Ακρόπολη δημιουργήθηκε τον 5ο αι. π.Χ. υπό την επίβλεψη του Φειδία (project manager...του εν λόγω πρότζεκτ. Λέμε τώρα!).

  1. Οταν αναφέρουμε τον όρο, δείχνουμε δια της υπερβολής, πόσο μεγάλη είναι κάποια γριέντζω, κάποια που ζει και καλάαπό τότε που βγήκαν οι λάσπες, κάποια που της έχουν παρμένες τις πινακίδες και που κουβαλάει του χάρου νερό.

  2. Πολλές φορές η φράση λέγεται εμφατικά σε κάποιους, που βλέποντας κάποιο γρίντζελο, να έχει κάνει ρεκτιφιέ στη μάπα της και στο υπόλοιπο σασί της (που έχει καταντήσει σαν ετοιμόρροπο γαλλικό σίγμα), να νεανίζει, κλπ. Αυτή προσπαθεί έτσι να κρύψει τα σημάδια από το ορμητικό καταστροφικό διάβα του χρόνου. Αυτοί ξεγελιούνται θεωρώντας πως είναι αρκετά νεότερη απ' όσο δείχνει και έτσι εκφέρουν τον συγκεκριμένο όρο.

  1. - Η κυρα Μαρία είναι πιο μεγάλη κι απ' την Ακρόπολη. Πρέπει να κουβαλάει δυο παλάμες δεκάδων Μαΐων πάνω της. - Ε ....κόψε κάτι. Έχει πατήσει πάντως τα τελευταία ήντα εδώ και λίγα χρόνια.

  2. - Η κυρά Γιωργία δε φαίνεται και πολύ μεγάλη. - Α ρε γκαβούλιακα. Έχει κάνει τις...πλαστικές, αλλά ένα έμπειρο μάτι διακρίνει πώς είναι πιο μεγάλη κι απ' την Ακρόπολη.

(από GATZMAN, 09/04/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η φράση σημαίνει απλώς «μουνάρα».

Όσο να 'ναι, δεν ξεκινάνε όλοι οι άνθρωποι στους στίβους της ζωής από την ίδια αφετηρία, και στον κάθε στίβο –όχι μόνο το πανεπιστήμιο, φυσικά, παντού–, το να κάθεσαι στον αφέτη βοηθάει την κατάσταση σου. Μπρος στο νινί deluxe τύφλα να 'χει το bluetooth, κάνεις τη δουλειά σου και μ' αυτό δηλαδή, αλλά καράβι δύσκολα σέρνεις.

Στην Αργεντινή, πάντως, ο συγγραφέας Gonzalo Otalora έχει αρχίσει καμπάνια για τη φορολόγηση της ομορφιάς (βλ. εδώ).

(Η φράση είναι φίλου μου, αλλά νομίζω αξίζει –και για να αποκαταστήσω και μια παράλειψη– να πω ότι ήταν κάποιος φίλος αυτού του φίλου μου που είχε πει τη φράση όλα τα λέιζερ πάνω μου. Είχε χτίσει ως φοιτητής τα κωλόμπαρα της Βουλγαρίας).

- Γεννήθηκε μ' ένα διδακτορικό δικέ μου η Λίλιαν....
- Πάνω σε ποιο θέμα;
- Σ' όλα...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στα πλαίσια σλανγκάζ, ενώ το τσουλί είναι η γκόμενα που ντύνεται προκλητικά με πουτανίστικο τρόπο, δηλαδή σαν τσούλα, το τσόλι είναι η γκόμενα που ντύνεται επιθετικά απλώς για να προκαλέσει και να κάνει αισθητή την παρουσία της, όχι κατ' ανάγκη διεγείροντας σεξουαλικώς.

Επίσης, η γκόμενα που το παίζει τσαμπουκαλού και κυνηγός υιοθετώντας αντρικές συμπεριφορές με τρόπο που δεν της πάει.

Η διαφορά από το τσουλί υπάρχει και στην ετυμολογία, όπου το τσόλι προέρχεται από τουρκική λέξη για το «κουρέλι», ενώ το τσουλί από ιταλική για το κοριτσάκι.

- Τι γίνεται με αυτήν την Λάουρα; Καλά τσουλί πάντοτε ήτανε, αλλά τώρα έχει αρχίσει να γίνεται και τσόλι! Δεν φτάνουν τα ξεκωλτέ με τα τσουλόσημα, που πάντοτε συνήθιζε, τώρα φοράει μαζί και κάτι κόκκινα τακούνια κι ο Θεός βοηθός!

Στο 1:06 η Φτερού ωρύεται... (από HODJAS, 08/12/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Τσόλι ή τσούλι, είναι από την τουρκική λέξη çul, που σημαίνει χαλί από φθαρμένο ύφασμα, κουρελού. Οπότε σημαίνει ένα ξεφτιλισμένο, χαμερπές άτομο, ή με χάλια αισθητική και εμφάνιση.

  2. Κατά τον Μπαμπινιώτη, σημαίνει επίσης τον άνδρα που εκδίδεται. Κατά τον Βραστάνδρα, είναι λέξη της κουλτούρας των ομοφυλοφίλωνε, καθώς και των καβουροσλανγκοσαύρωνε

  3. Κατά την Ιρονίκ, «το τσόλι είναι κακό άτομο, ενώ το τσουλί μπορεί να είναι και χαριτωμένο. Ή τέσπα, όταν λέμε τσόλι το λέμε αποκλειστικά με κακία ενώ το «τσουλί» μπορείς να το πεις και χαριτολογώντας.

Το «τσουλί», παρεμπίπταμπλυ, έχει την εξής ετυμολογία:

τσουλί < τσούλα < ιταλικό ciulla με αποσπασμό από το < fanciulla = κοριτσάκι προεφηβικής ηλικίας (μωρ' σαν δεν ντρέπεστε, ανώμαλοι!) < fancello < fante = μωρό, παιδάκι < λατινικό infans, -antis .

Μυημένος Σλάνγκος: - Πώς έχεις ντυθεί έτσι σαν τσόλι! Και πρόσεξέ με: Λέω τσόλι, όχι τσουλί. Τι; Δεν ξέρεις την διαφορά; Slang it! Στραβάδι!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ρίμα που χαρακτηρίζει τρέντυ εμφάνιση πλην λίγο παρώ. Στην Μεσσηνjία το λένε μαλλjί, γυαλjί και παντελόνjι Ljee.

- Tι το παίζει με το μαλλί, γυαλί και παντελόνι Lee ο μαβλάκας;

Στο 1.15 κ.ε. (από Khan, 24/09/10)

Got a better definition? Add it!

Published

Η κακόγουστα και υπερβολικά ντυμένη γυναίκα, που μοιάζει με καρακιτσάτη λαμπάδα της Ανάστασης. Συνώνυμο: λατέρνα

Καλά, τι φόρεσε η λαμπάδα για νά 'ρθει στην Ανάσταση ρε πστ!... Καθρέφτη δεν έχει σπίτι της;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Είναι ο gay γυμνιστής που περιφέρεται στην παραλία χαρωπός με το τσουτσούνι έξω. Κατ' επέκταση, τσουτσουνέλους λέμε και αυτούς που ανεξαρτήτα από τις σεξουαλικές τους προτιμήσεις πετούν ακομπλεξάριστα τον παργαλάτσο τους σε δημόσια θέα όποτε τους δοθεί η ευκαιρία (παράδειγμα 2).

Η λέξη προήλθε προφανώς από το ζουζουνέλος (= ο πολύ τσαχπίνης, σε βαθμό παρεξηγήσεως).

  1. - ...πάμε λοιπόν στα Κουφονήσια σε μια ερημική παραλία και εκεί που νομίζαμε πως ήμασταν μόνοι, ξαφνικά σκάνε δύο τσουτσουνέλοι από κάτι βραχάκια...

  2. - Τον έχεις δει αυτόν τον γέρο που έρχεται στον γυμναστήριο;
    - Αυτόν που τριγυρνάει στα αποδυτήρια με τον πέοντα έξω λες;
    - Ναι, αυτόν τον τσουτσουνέλο!

Τσουτσουνέλοι εισαγωγής. (από Cunning Linguist, 26/04/09)Monty Python - The Penis Song (από Cunning Linguist, 11/12/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο καράφλας, ο πλατείας.

Ρε συ, ο Τζόρτζεβιτς τι λαμπογέλας που είναι!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified