Further tags

Αυτός που αναλαμβάνει να πιάσει - χωρίς να πέσουν κάτω - την σακούλα με τα σουβλάκια που πετάει ο σουβλατζής από έξω από τα συρματοπλέγματα του στρατοπέδου προς τα μέσα. Παίζουν και στοιχήματα: αν του πέσουν κάτω, χάνει τα δικά του σουβλάκια ή πληρώνει την παραγγελία όλων.

Από το νετ.

- Χώσε ρε τον νέουρα από πλούσιο μπαμπά να κάνει τον καλαθά στην βορειοδυτική γωνιά μπας και του πέσουν να φάω απόψε τσάμπα γιατί είμαι πανί με πανί...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τζης, είναι εν συντομία ο οποιοσδήποτε τεχνίτης ή επαγγελματίας, η ιδιότητα του οποίου υπονοείται από τα συμφραζόμενα. Απλά το τζης είναι πιο γενικό, για να μην καθόμαστε και σκεφτόμαστε ακριβώς το όνομά του.

Πρόκειται προφανώς για το τελευταίο στοιχείο πολλών ονομασιών επαγγελμάτων (βοθρατζής, φορτηγατζής, μπακιρτζής, παγωτατζής, σουβλατζής).

Αν ενδιαφέρεστε για ετυμολογία, το -τζής είναι κατάληξη τουρκικής πρέλευσης -ci (bakirci, τεχνίτης χαλκού, pilafci έμπορος ρυζιού, kaplanci ταριχευτής).

  1. Μαν, θα σε πάω σε μια σουβλακερί να φάμε τσακ-μπαμ. Έχει ένα τζη (=σουβλατζή) που τυλίγει 1 πιτόγυρο το δευτερόλεπτο.

  2. - Πωπω σκουπιδαριό οι δρόμοι!
    - Ναι ρε, δεν άκουσες ότι οι τζήδες (=σκουπιδιάρηδες) έχουν πάλι απεργία;

  3. Αμάν, χάλια το σπίτι. Πρέπει να φωνάξουμε τους τζήδες (=υδραυλικούς, ηλεκτρολόγους, μαστόρους) να μας το κάνουν τζιτζί...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εκνευρίζομαι σε εκρηκτικό βαθμό, νευριάζω πολύ και απότομα, τα παίρνω στο κρανίο, μου ανάβουν τα λαμπάκια, με πιάνουν τα διαόλια μου. Όλο αυτό συνήθως πυροδοτείται από κάτι εξωφρενικό που συνέβη και μ' αγγίζει, ίσως μια θρασεία συμπεριφορά που στρέφεται εναντίον μου, χωρίς να αποκλείονται όμως τυχαία περιστατικά που δεν έχουν να κάνουν με ανθρώπους.

Βασικό στοιχείο της σημασίας της έκφρασης είναι ότι, για τον άνθρωπο που παίρνει ανάποδες πρόκειται για εξαίρεση στον προσωπικό του κανόνα - δεν μιλάμε δηλαδή για γενικά ευέξαπτο άνθρωπο. Ίσως θυμίζει τον χαρακτηρισμό ανάποδος αλλά και την έκφραση «θα με μάθεις κι απ' την καλή κι απ' την ανάποδη», δεν προέρχεται, ωστόσο, από εκεί αλλά από το λεξιλόγιο των μηχανών εσωτερικής καύσης.

Τα κινητά μέρη μέσα στον κινητήρα (έμβολο κλπ) πρέπει να ακολουθούν πάντα μια προδιαγεγραμμένη και απολύτως συγχρονισμένη πορεία για να καεί το καύσιμο και να αποδώσει έργο. Το έμβολο (ή πιστόνι) κινείται γραμμικά, δηλαδή πάνω-κάτω μέσα στον κύλινδρο, ο διωστήρας (ή μπιέλα) μετατρέπει την κίνηση από ευθύγραμμη σε περιστροφική και την μεταδίδει στον στροφαλοφόρο άξονα. Από κει, πολύ-πολύ απλουστευτικά, μεταδίδεται στις ρόδες (αν μιλάμε για αυτοκίνητο) και τις περιστρέφει.

Η περιστροφική κίνηση της μπιέλας σε μια ορισμένη μηχανή γίνεται πάντα με συγκεκριμένη φορά, δεξιόστροφα ή αριστερόστροφα. Έλα όμως που σε κάποιες μηχανές υπάρχει η πιθανότητα, η μπιέλα και συνεπώς και ο στροφαλοφόρος και όλο το σύστημα να περιστραφούν αντίθετα απ' ό,τι πρέπει. Τότε λέμε ότι η μηχανή «παίρνει ανάποδες στροφές».

Από την μηχανολογική σκοπιά του πράγματος δυο περαιτέρω στοιχεία μας ενδιαφέρουν για το λήμμα: Πρώτον, ότι η μηχανή παίρνει ανάποδες στροφές εκεί που δεν το περιμένεις, ιδίως στην εκκίνηση και, δεύτερον, ότι η συμπεριφορά της μηχανής γίνεται ιδιαίτερα βίαιη, αφού λειτουργεί εντελώς αντίθετα στις κατασκευαστικές της προδιαγραφές, ακούγονται από μέσα σπαραχτικοί και εφιαλτικοί ήχοι και, αν δεν την σβήσεις, μάλλον θα σου βαρέσει μπιέλα και θα την πάρεις στο χέρι ή στην μασχάλη, που λέει κι ο επαγγελματίας.

Σημειώνω σαν trivia:
1. Μάλλον μόνο οι δίχρονες μηχανές μπορούν να πάρουν ανάποδες στροφές ή κυρίως αυτές.
2. Το φαινόμενο, γενικά, εννοείται ότι δεν είναι συχνό.
3. Μερικές μεγάλες ντιζελομηχανές πλοίων είναι φτιαγμένες να δουλεύουν και ανάποδα, αντί άλλου συστήματος, για την «όπισθεν».

  1. Από εδώ:
    Δεν με νοιάζει αν είστε κάποιοι κονομημένοι, μαγαζάτορες, άεργοι Ή απλά ηλίθιοι και μαζόχες. Άμα ακούω άνθρωπο να λέει καλά κάνουν και κόβουν τους μισθούς και τα δώρα παίρνω ανάποδες. Στις συναναστροφές μου έχω αρχίσει τα μπινελίκια σε όσους αρχίζουν τέτοιες πα... ιές.

  2. Από εδώ:
    θα μπορούσα να αναρωτηθώ «πόσο μαλάκες είμαστε;» Ήρθαν χθες τα τέλη κυκλοφορίας του αμαξιού μου και πήρα ανάποδες. 202 ευρώ από 168 αύξηση 20%. Και εγώ φέτος πήρα αύξηση 3%. Τι σχόλιο να κάνω για να μην αρχίζω να βρίζω τον ανιψιό του θείου, τον bonnet du cheval και τους λοιπούς μαθητευόμενους μάγους;

  3. Από εδώ (διασκευή):
    Και μια τελευταία ερώτηση... μάλλον από τα xp είναι το πρόβλημα. όταν παίζω και πάω να κερδίσω (πέντε με έξι φορές μου το έχει κάνει) μου βγάζει ένα μήνυμα ότι πρέπει να τερματιστεί το Online.exe και ζητούμε συγνώμη (μας υποχρέωσες) κτλ (ο Υ/Η είναι καθαρός ούτε virus ούτε τίποτα). Πως μπορώ να το διορθώσω αυτό το πρόβλημα;... Παίρνω ανάποδες να μου τερματίζεται. Παίζω με το άγχος μην μου τερματιστεί γιατί αν τερματιστεί την ώρα που παίζω, χάνω και το θέμα είναι να χάνω όταν δεν παίζω καλά και όχι επειδή το θέλει ο υπολογιστής με τα errors του.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το από θέση ευθύνης καθαιρεθέν και πλέον ανυπόληπτο στέλεχος οργανισμού ή εταιρείας.

Λογοπαίγνιο με τις λέξεις πρώην και προϊστάμενος.

- Ήρθε ο Δημητρίου και ζήτησε αναφορά μέχρι την Παρασκευή για τις νέες συμβάσεις και φώναζε.
- Ποιος καλέ, ο κ. πρωηνστάμενος, άστον να λέει. Δεν είδες το καινούργιο οργανόγραμμα στο ΣουΔουΠού;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κομάντο στο οποίο έχει απονεμηθεί η πουλάδα του αλεξιπτώτα, το μόνο στρατιωτικό διακριτικό που σχεδόν πάντα εμπνέει ανομολόγητο έστω ρησπέκτ, σε στρατόκαυλους και μη.

Ανεβαίνοντας την τροφική αλυσίδα των πουλαδερών, συναντάμε τους βατραχοπολαδερούς (με θαλάσσιες πτώσεις), τους αστεροπουλαδερούς (με 30 πτώσεις) και τους δαφναστεροπουλαδερούς (με 90 πτώσεις).

Ασίστ: Ο Άλλος, Φώτης Νιτσιοπουλαδερός, costasl.

  1. - Κι εγώ ρε παιδιά πολύ θα ήθελα να γίνω πουλαδερός βάτραχος αλλά δεν γινεται να μου στείλουν τα διακριτικά στό σπίτι;
    (εδώ)

  2. - ακουσον ακουσον...οχι απλα κρουσμα ξυλοδαρμου-απειθαρχιας...αλλα ενας βατραχοπουλαδερος μπηκε σε ναυτικη βαση και πακετωσε εναν απλο ναυτη (εκεί)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Για λεξικογραφημένες χρήσεις βλ. π.χ. εδώ.

Τραπεζική και επιχειρηματική αργκό. Σημαίνει ότι η τράπεζα σφραγίζει ως «ακάλυπτες» επιταγές που έχω εκδώσει και συνεπώς η ευθύνη μου πια εκτός από αστική (χρηματική) είναι και ποινική. Η τράπεζα αναγγέλλει την σφράγιση στον Τειρεσία, μέσω αυτού ενημερώνονται όλες οι Τράπεζες και, πλην ελαχίστων εξαιρέσεων, αποκλείουν τον εκδότη από άμεση ή έμμεση πιστοδότηση. Σε δεύτερο επίπεδο ενημερώνονται οι πελάτες των τραπεζών που προμηθεύουν τον εκδότη με αγαθά και πράττουν αναλόγως, δηλαδή αρνούνται να αποδεχθούν επιταγές του, κάτι που οδηγεί στο να μην μπορεί αυτός να προμηθευτεί τίποτα αν δεν έχει μετρητά. Και αν είχε μετρητά δεν θα είχε σφραγίσει.

Η σφράγιση είναι η ώρα μηδέν για τον επιχειρηματία. Όλη η προσπάθεια σε μια δοκιμαζόμενη επιχείρηση είναι να μην χάσεις την φερεγγυότητά σου. Και τίποτα δεν φωνάζει πιο δυνατά και ταυτόχρονα πιο απλά και συνοπτικά στην πιάτσα «αφερέγγυος» από την οριστική αδυναμία σου να καλύψεις μια επιταγή.

Για να προλάβω τις δικαιολογημένες αντιρρήσεις στην καταχώρηση του λήμματος, διευκρινίζω το εξής: Το λεξικογραφικό ενδιαφέρον έγκειται στην ενεργητική φωνή και στην παράλειψη του αντικειμένου. Όταν λέω «σφραγίζω», εγώ δεν σφραγίζω τίποτα, ούτε εμένα σφραγίζει κανείς. Σημαίνει σφραγίζουν επιταγές μου. Και μάλιστα χρησιμοποιείται κυρίως ο ενεστώτας για να καταδείξει αυτήν την φάση στην οποία βρίσκεται η επιχείρηση για την οποία μιλάμε.

Συμβολικό ενδιαφέρον υπάρχει στον παραλληλισμό «σφραγίζω» και «σταμπάρομαι», τα οποία συγγενεύουν νοηματικά.

  1. Κλασικός τηλεφωνικός διάλογος μεταξύ τραπεζικών υπαλλήλων της ίδιας ή διαφορετικής τράπεζας:

- Καλημέρα, ο τάδε είμαι από τάδε Τράπεζα, πληροφορίες για έναν πελάτη σας θα ήθελα...
- Ο διευθυντής είμαι, λέγε όνομα...
- Σκορδομπούτσογλου Σταμάτης, εξοπλισμοί καφετερ...
- Σφραγίζει.
- Τι;
- Σφραγίζει. Τέλος. Πάπαλα. Τρία τεμάχια χθες από το γραφείο συμψηφισμού και δύο του σφράγισα εγώ ο ίδιος στο Κατάστημα.
- Ευχαριστώ... Α ρε Παναή, πάλι δολάρια Λιμνούπολης σου πασάρανε...

  1. - Έλα ρε, από Λάρισα σε παίρνω, να κάνουμε έναν έλεγχο στον Τειρεσία;
    - Δημήτρη αυτά τα πράματα δεν γίνονται από το τηλέφωνο, φυλακή θα με βάλεις καμιά μέρα. Θά ’ρθει επιθεώρηση της Τράπεζας της Ελλάδος και θα με ρωτάει για τα ΑΦΜ που ψάχνω. Τεσπά, ακούω, λέγε.
    - Ταδόπουλος Α.Ε., βιομηχανία ζωοτροφών...
    - Ο Γιώργος ή ο Γιάννης;
    - Ο Γιώργος.
    - Δεν χρειάζεται να το ψάξω καν. Άμα είναι ο Γιώργος είσαι οκ, λίρα εκατό. Μόνο πρόσεξε να είναι ο Γιώργος γιατί ο άλλος σφραγίζει. Πόσα;
    - Είκοσι με εξάμηνες.
    - Απ’ τ’ ολότελα...

  2. [Σε παρελθοντικό χρόνο]
    - Τι θα γίνει με τον θείο σου; Θα τον βάλεις στο μαγαζί ρε άχρηστε;
    - Και τι να τον κάνεις; Σφράγισε κι αυτός, πάει.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτός που έχει δωροδοκηθεί, ο λαδωμένος, ο σίγουρος και όχι μόνο.

Διαφέρει από τον λαδιάρης, καθότι ο δεύτερος το έχει χούι το λάδωμα, ενώ ο πιασμένος δύναται να είναι περιστασιακά λαδωμένος, αλλά μπορεί και να μην είναι καν λαδωμένος.

Το λήμμα παραπέμπει σε συνομιλία του ενός «τον έπιασα και του είπα το και το» ή σε εκβιασμό «θα κάνεις έτσι διαφορετικά τη γάμησες» ή σε συνδιαλλαγή «θέλεις να κάνεις έτσι για να...», χωρίς να αποκλείεται συνδυασμός των προηγουμένων, γι' αυτό και ο πιασμένος συχνάκις απαντάται και ως μιλημένος. Ενίοτε ο πιασμένος λειτουργεί και αυτοβούλως, πχ «πόσα δίνεις για να...».

Ο πιασμένος είναι σιγουράτζα. Είναι εξαιρετικά απίθανο να παρεκκλίνει της συμφωνίας αν δεν θέλει να έχει ντράβαλα, καθότι το boss έχει φροντίσει να δέσει καλά το γάιδαρό του.

Πιασμένοι μπορούν να υπάρχουν και άνω του ενός, ανάλογα με το επιθυμητό αποτέλεσμα του boss, και βρίσκονται παντού. Στο αγγλοσαξονικό νομικό σύστημα μπορεί να είναι ένας ή ομάδα ενόρκων (βλέπει ταινία «οι αδιάφθοροι»), στο δικό μας μπορεί να είναι κάποιος δικαστής. Πιασμένος όμως μπορεί να υπάρξει και στο ποδόσφαιρο, σε μια μεγάλη εμπορική συμφωνία ή ακόμη και στην πολιτική και γενικότερα όπου παίζουν συμφέροντα, μικρά ή μεγάλα.

Σημείωση: Στο Ελληνικό πολιτικό σύστημα ουδείς πολιτικός δύναται να είναι πιασμένος διότι ελέγχεται από την κρισάρα (μασονικός όρος) του Ελληνικού κοινοβουλίου, τον νόμο περί ευθύνης υπουργών, αλλά και την κοινωνική κατακραυγή αφού ο Έλλην ψηφοφόρος δε σηκώνει μύγα στο σπαθί του. Εξάλλου όλα τα παραπάνω είναι τυπικού χαρακτήρα δεδομένου ότι οι χαρακτήρες των Ελλήνων πολιτικών είναι αδαμάντινοι και κοινώς «δεν πιάνονται».

  1. Είναι δυνατόν; Πώς το ρούφηξε έτσι το μπαλάκι. Λες να είναι πιασμένος;

  2. - Πόσα χρόνια λες να φάμε συνήγορε;
    - Μη στεναχωριέσαι, ο δικαστής είναι δικός μας, τον έχουμε πιασμένο.

(από Stravon, 13/06/10)

Δες και πιάνω.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο έτοιμος να αναλάβει επαγγελματικά ή άλλα καθήκοντα ή δράση, ο ετοιμοπόλεμος, ιδίως όταν πρόκειται για νεοαποκτηθέντα εργαζόμενο ή στέλεχος.

Ο όρος προέρχεται από την ποδοσφαιρική αργκό, όπου μία ποδοσφαιρική ομάδα αγωνίζεται με 11 ποδοσφαιριστές και εντεκαδάτος χαρακτηρίζεται ένας παίκτης έτοιμος να αγωνιστεί χωρίς να θεωρείται απροετοίμαστος ή να χρειάζεται περίοδο προσαρμογής.

Acknowledgement: Το λήμμα εμφανίζεται στον ορισμό τσιμεντάτος του notheitis

- Πώς τον βλέπεις τον νέοπα που προσέλαβε ο διευθυντής για την εξυπηρέτηση πελατών;
- Μια χαρά βιογραφικό έχει. Φουλ εντεκαδάτος!

(από Κωνσταντίνος Ωμέγας, 14/07/10)

Δες και -άτος.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η καμπαρετζού ή, επί το ορθότερο, κονσοματρίς. Ο όρος προέρχεται από το τσάι και οφείλεται στο γεγονός ότι οι κονσοματρίς έπιναν ως επί το πλείστον τσάι, το οποίο και έχει χρώμα παρόμοιο με το ουίσκι και άρα μπορούσε να καλυφθεί η απάτη. Επειδή βέβαια μερικές φορές ο πελάτης (κονσομίστας) δεν ήταν πάντα βλίτο, στα καλά μαγαζιά υπήρχε και μια υποψία ουίσκι στο τσάι. Πρέπει επίσης να πούμε ότι η αντικατάσταση του ουίσκι από τσάι δεν γινόταν μόνο για κερδοσκοπικούς λόγους. Πολλές φορές ήταν αδύνατο για τις καμπαρετζούδες να καταναλώνουν μπουκάλια ουίσκι κάθε βράδυ γιατί δεν άντεχαν, οπότε και εφευρέθη το τσάι!

Ο όρος μπορεί να χαρακτηριστεί ιστορικός, διότι σπανίως χρησιμοποιείται σήμερα. Έχει τις ρίζες του στα καμπαρέ της Τρούμπας τα οποία και εφάρμοσαν πρώτα την πατέντα τσάι-ουίσκι. Είμαι αυτήκοος μάρτυρας του όρου μέχρι και το τέλος της δεκαετίας του 80, αλλά έχω όντως χρόνια να τον ακούσω.

Ο όρος απαντά και στον πληθυντικό αριθμό ως «τσαγούδες».

Μία ενδιαφέρουσα χρήση του όρου έχει να κάνει με την αναφορά του ως «παρατσούκλι» που συνοδεύει κύριο γυναικείο όνομα (Λίτσα ή τσαγού). Σε πολλές περιπτώσεις οι καμπαρετζούδες ήταν κορίτσια από χωριά ή μικρές συνοικίες πόλεων, οι οποίες δούλευαν την νύχτα κρυφά. Είχαν εφεύρει μια ιστορία ότι δουλεύουν πάντα νυχτερινή βάρδια σε βιοτεχνία για να δικαιολογήσουν τις ώρες εργασίας, αλλά «το χωρίο» υποτίθεται δεν ήξερε τίποτα. Κάποια στιγμή όμως κάποιος θα μάθαινε κάτι οπότε η κοπέλα αποκτούσε το παρατσούκλι «τσαγού».

Εκτός από προσωνυμία της καμπαρετζούς, ο όρος χρησιμοποιήθηκε αρκετά σε κλειστές κοινωνίες και για να χαρακτηρίσει γυναίκες οι οποίες δεν ήταν κατ' επάγγελμα ούτε καμπαρετζούδες ούτε πόρνες. Στην περίπτωση αυτή ο όρος χρησιμοποιήθηκε ως επί το πλείστον από άλλες γυναίκες, αναφερόμενες υποτιμητικά σε (συνήθως αρκετά όμορφες) γυναίκες, οι οποίες είχαν μια αίσθηση αυτοπεποίθησης και χαρακτηρίζονταν επίσης από υψηλό δείκτη στροφοκεφαλής στο αντρικό κοινό και ως εκ τούτου τις ζήλευαν οι άλλες.

  1. Πάλι στις τσαγούδες τα έφαγες τα λεφτά ρε φίλε!

  2. - Τι τρέχει ρε φιλενάδα με τη Μαρία και όλο νυχτερινή βάρδια δουλεύει;
    - Ποια Μαρία;
    - Η Μαρία του κυρ Βαγγέλη καλέ.
    - Αααααα, την Μαρία την τσαγού λες...

  3. - Αυτή η Νίκη ρε παιδί μου, έχει έναν αέρα, ένα τουπέ, μια ομορφιά. Όλοι οι άντρες αυτή κοιτάνε μόλις θα σκάσει μύτη.
    - Α ρε την τσαγού!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αναφέρεται σε καταστάσεις χαμηλών επιδόσεων, αποδόσεων, πεσμένου ήθους, ψυχολογικής κόπωσης και δυσπραγίας. Αφορά σε μεγάλο ποσοστό σύγχρονων ανθρώπων που η απόδοσή τους στην καθημερινή εργασία, αλλά και στις υπόλοιπες καθημερινές ασχολίες είναι αρμονική συνάρτηση του χρόνου, με τοπικό ελάχιστο στο μέσο του χρονικού διαστήματος (δηλ. Τετάρτη μεσημέρι) και αυξάνει με την χρονική απόσταση από το σουκού. Στο δε σουκού ακολουθεί διαφορετική συνάρτηση, ανάλογα με το αν, πότε και πόσο καλά πηδήξαμε.

Γενικά κολλάει όπου τα προϊόντα δεν είναι τα επιθυμητά, λόγω χαμηλής απόδοσης.

  1. Πήγαμε στο La Mounien για φαγητό και παρήγγειλα τη σπεσιαλιτέ με τις πιπεριές, αλλά οι πιπεριές ήσαν σαν την πούτσα μου Τετάρτη μεσημέρι και το φαγητό γενικά ανάλατο. Μετά ρώτησα κι έμαθα ότι ο Μποτρέφσκι έκανε μείωση στον σεφ.

  2. Τι γίνεται, δεσποινίς Μάρα; Έχετε ένα ύφος σαν την πούτσα μου Τετάρτη μεσημέρι! Σε μία ώρα πρέπει να έχετε τελειώσει το ραπόρτο! Αλλιώς, καήκατε κι απόψε!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified