Μην απορείτε γιατί μπήκε αυτό το λήμμα ΤΩΡΑ, θα σας πω μόνο ότι συχνά τα ευνόητα τα παραλείπουμε, γι' αυτό.

Γάμησέ τα λοιπόν, σημαίνει παράτα τα, χέσ' τα, άσ' τα βράσ' τα, άσ' τα λα βίστα, άσ' τα μανιάνα και γενικώς άσ' τα να πα σταδιάλα. Το πράμα δηλαδή είναι -ή πάει- τόσο σκατά που, απλώς, σηκώνουμε τα χέρια ψηλά και τηγκανά. Συνοδεύεται συνήθως με έκφραση κλαψομουνιάς και με κανα μεγάλε, φίλος, θείο, μαλάκα μου κλπ.

Τώρα γιατί πάλι το γαμάω είναι στο προσκήνιο, ε, επειδή στην Ινδοευρωπαϊκή φαλλοκρατική κενωνία των κυνηγών και μαχητών, το γαμήσι, πράξη εκτόνωσης βιολογικής ή κοινωνικής, με ή χωρίς σάλιο, όπως και κάθε τι το σεξουαλικό εξάλλου, υποδηλοί και αποτελεί κυρίως την έσχατη ταπείνωση ή έστω απειλή («θα σε γαμήσω!», «θα τα γαμήσω όλα!» κλπ), που καμία γενιά των λουλουδιών δεν μπορεί να μας κάνει να το δούμε διαφορετικμάν τελικά (η μόνη σημαντική διαφορά είναι ότι το χρησιμοποιούν πλιά και αι γυναίκαι).

Άρα, χρησιμοποιώντας το πασπαρτού ρήμα αυτό, δείχνουμε την απαξίωσή μας προς κάτι με το οποίο δεν μπορούμε να τα βάλουμε (καθότι ισχυρότερο από μας).

Ο Βίκαρ που έχωσε στο ΔΠ το λήμμα και καλά έκανε, λέει: «Ενδιαφέρον θα ήταν να αντιπαραβληθεί με το «γάμα τα» (το μεν και θετικά φορτισμένο, ενώ το δε μόνο αρνητικά)».

Πράγματι, η παραλλαγή «γάμα τα» δεν αναφέρεται ποτέ σε κάτι θετικόνε, ενώ το «γάμησέ τα» μπορεί και να εξαιρεθεί από τον ινδοευρωπαϊκό Κανόνα και να σημαίνει κάτι το τρομερά ωραίο, εξίσου ωραίο δηλαδή με ένα καλό γαμήσι.

Κάνει και για χαρακτηρισμός ανθρώπου, ζώου, φυτού, πτερωτού, θηκλαστικού, ασπόνδυλου, μαλακίου, κατάστασης, φαγητού, εμφάνισης, αντικειμένου και ταλιμπάν.

Στο σλανγκρ λοιπόν δεν το είχαμε έτσι. Υπάρχουν όμως κάποια σχετικά μικρο-λήμματα:

Επίσης λέμε: «γάμησέ με» (με τις δύο έννοιες) αλλά έχει και μια τρίτη, την έννοια «γάμησέ μας», δηλ. άσε μας ήσυχους, «δε μας γαμάς που + ρήμα», δηλαδή αρκεί που μας έχεις φλομώσει στις αρχιδιές, πήδα μας κι από πάνω να το ολοκληρώσεις, μαλάκα.

  1. - Γάμησέ τα φίλε, είχαμε διακοπή ρεύματος 6 ώρες και έμεινα από μπαταρία και έχω μόνο ασύρματο σταθερό και δεν μπόρεσα να σου τηλεφωνήσω.
    - Καλά, γάμησέ μας, όλο τέτοιες πίπες ξηγιέσαι.

  2. - Μαλάκα, αυτή η ταβέρνα κωλολέει, έχει κάτι μπινελίκια γάμησέ τα! (ή: «γάμησέ με!»)

  3. Καλή η Στέλλα, έχει ένα βυζί γάμησέ τα, σκέτη αμαρτία, αλλά η μούρη... γάμα τα με μεγάλα γράμματα...

  4. - Πώς πήγαν οι εξετάσεις;
    - Γάμα τα, μόνο αυτό σου λέω.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο χώρος όπου λαβαίνει χώρα αυτή η σεξουαλική πράξη. Βασικά πρόκειται για χώρους σε πάρκα όπου παρέχουν τέτοιες εξυπηρετήσεις συνήθως αλλοεθνείς μελαμψοί άντρες (βλ. ειδικά παρτέρια στο Πεδίον του Άρεως).

- Πού αράζεις συνήθως να σε βρω;
- Να μωρέ, Πεδίον του Άρεως.
- Πού ακριβώς; Ολόκληρο δάσος είναι.
- Στις Πίπες.
- Ααααα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ώς γνωστόν η Μέκκα των απανταχού λεσβιών του πλανήτη είναι η γραφική Λέσβος, πατρίδα της πρώτης διδάξασας Σαπφούς. Ωσεκτουτού, χειμώνα-καλοκαίρι η Ερεσσός και οι γύρω περιοχές γεμίζουν από νταβραντισμένες λεσβίες τουρίστριες- προσκηνύτριες.

Μαζί με τα Ζαγοροχώρια, τα Μανιατοχώρια και άλλες θρυλικές περιοχές, τα Τζιβιτζιλοχώρια τοποθετούνται στο πάνθεον των τουριστικών προορισμών, ως παράδεισος των λεσβιών. Φυσικά, για την αποφυγή τυχόν παρεξηγήσεων από αυθεντικούς λέσβιους, να τονίσουμε οτι τα Τζιβιτζιλοχώρια είναι ου-τοπικά και η χρήση της λέξης μεταφορική.

- Άσε, δικέ μου, λέω φέτος να χτυπήσω μια Ίμπιζα. Τίγκα στα μουνάκια και στους γυμνιστές. Απελευθερωμένα πράγματα...
- Άμα ψάχνεις για απελευθερωμένα πράγματα, δεν χρειάζεται να πας μακριά: πήγαινε στα ξακουστά Τζιβιτζιλοχώρια Λέσβου. Μουνί να δεί το μάτι σου...

Live your myth in Τζιβιτζιλοχώρια. (Μυδασίστ: Βράσταμαν). (από Khan, 04/08/11)

Ουτοπίες της καθομιλουμένης και της αργκό: Γκουαλνταμπουγκντάλα, Δρυμίκλανα, Ίφκινθος, Κουραδόκαστρο, Κωλοπετεινίτσα, Λέτσοβο, Σέκλανα, Τζιβιτζιλοχώρια.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πολλοί άντρες μαζεμένοι σε ένα μέρος. Συνήθως σε εκείνα τα μέρη –μπαρς, καφετέριες, σουβλατζιδογυράδικα–, μόλις μπει γυναίκα ακολουθεί ταυτόχρονη μετατόπιση όλων των αντρικών κεφαλιών κατά 90 μοίρες προς το μέρος της και εξονυχιστικός έλεγχος της νεοαφιχθείσας.

Περιοχές της Ελλάδας που ανθεί η τάση της ψωλαρίας (πρόκειται για πληροφορία που δε θεωρώ ότι είναι απαραίτητη στον ορισμό του λήμματος, αλλά σίγουρα θα ενδιαφέρει πολλές γυναίκες): Χανιά, Ηράκλειο, Κοζάνη, Ξάνθη. (Καλές διακοπές κορίτσια! )

Πω ρε, τι ψωλαρία είν' αυτή; Πάμε να φύγουμε, βιασμένες θα βγούμε απο 'δώ!...

(από mafie, 26/08/11)(από mafie, 04/02/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κατάστημα, κυρίως στον χώρο της διασκέδασης / εστίασης / τουρισμού, που πιάνει κώλο, τουτέστιν χρεώνει υπερβολικά τις υπηρεσίες του. Φαρμακείο. Μπορεί ν’ αναφέρεται είτε σε σούπερ κυριλέ μαγαζί, είτε, το συνηθέστερο, σε τυχάρπαστα λαμόγια που, ιδίως κατά τη θερινή σεζόν, επιθυμούν να εκμεταλλευτούν στο έπακρο τον μήνα που θρέφει τους δώδεκα, την περατζάδα ή την καλή θέα του καταστήματος, την άγνοια της τοπικής κουζίνας από τους αλλοδαπούς επισκέπτες που όσο να ’ναι δυσχεραίνει τον άμεσο γευστικό εντοπισμό της φόλας και το γεγονός ότι μέχρι να την καταλάβουν θα έχουν φύγει και θα έχει αφιχθεί η επόμενη φουρνιά θυμάτων.

Ο δε ιδιοκτήτης της επιχειρήσεως κωλοπιάστης.

- Πάμε στο bar restaurant; Έχω ακούσει ότι έχει φοβερή κουζίνα;
- Όχι ρε φίλε, κωλοπιαστράδικο είναι. Πάμε να φάμε καμιά μαρίδα να φχαριστηθούμε, να ’χει και χύμα κρασί να πιούμε όσο θέλουμε!

Δες και -άδικο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συνώνυμο του μουνοπηγή, με τη διαφορά ότι η μουνοφωλιά αφορά μόνο το μέρος όπου συχνάζουν θεόμουνα.

Έκανα γενέθλια στο Circus στα Εξάρχεια κι άνοιξα μπουκάλι. Το μαγαζί είναι σκέτη μουνοφωλιά ρε μαλάκα. Σκέψου ότι είχαμε 10 γυναίκες γύρω μας και φύγαμε με 3 τηλέφωνα!

(από HardcoreGR, 20/03/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Το μουνοράπισμα, με την κυριολεκτική (σεξουαλική) ή μεταφορική (μουνοθυελλώδη) έννοια. Στη πρώτη περίπτωση, παίζει και το «μουνιά».

  2. Υβριστικό μπιλενίκωμα, αντίστοιχο του «ρε αρχίδι!».

  3. Λατέρνατιβ τοπωνύμιο του προσφιλούς Μενιδίου.

  1. - Μουνιες (ή μουνιδια για τους φιλους) ... Τι να σημαίνει δηλαδή; Οι γροθιές (οχι οι γρόθοι). Ενικός η μουνιά ή μουνίδι. ...

- και μια γριά πετάχτηκε από το παράθυρο σαν ιπτάμενη βδέλλα και με πατάει ένα μουνίδι στη μύτη και όχι δεν έκανα λάθος δεν μου έκατσε μπουνίδι αλλά ΜΟΥΝΙΔΙ γιατί έκατσε πάνω στη μάπα μου σα χταπόδι και άρχισε να τις πομολιές με το γέρικο της τέτοιο και βρωμούσε πατατίλα και γεροντίλα και λιβάνι και έκανα εμετό και ο σκύλος της δάγκασε το κανί...

  1. - εσυ ρε μουνιδι τι μαλακιες μ λεγες στο πμ;

- Η κάρτα του πολίτη, και η νέα τάξη των πραγμάτων – μιλανε για την κωλο καρτα που θελει να βγαλει το μουνιδι ο ροκερφελερ και οι μεγαλυτεροι τραπεζιτες του κοσμου...

  1. - Αυτο το μισοκοιμισμενο σεξυ νωχελικο ύφος του πρωταγωνιστή απο το Μουνίδι (Μενίδι) δεν παιζοτανε.

- κονιορδε γυφτε απο το μουνιδι,κοιτα να ξεχρεωσει η κρατικοδιαιτη ομαδουλα σου και ασε την μπαλα

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όταν πούτσος συναντά το γαμοσλανγκοεπίθημα -μάνα όλα είναι δυνατά και η γης τρέμει. Πουτσομάνα σημαίνει, μεταξύ άλλων:

Καμία σχέση με την πουστομάνα.

1. αυτή τη πουτσομάνα δίπλα σου τι την έχεις;

2. ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ ΜΟΥ, ΜΕΓΑΛΗ ΠΟΥΤΣΟΜΑΝΑ.

3. ρε δε πατε να δουλεψεται ολες οι πουτσομανες αφισατε τις πουτσες κ πιασατε τα μικροφονα!αυτη ρε δε μπορει να βιξει οχι να τραγουδισι

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Οι ταξιδιάρικοι σλάνγκοι γνωρίζουν πληθώρα επινοημένων σλανγκοτοπωνυμίων όπως: το αρχοντικό Λέτσοβο, τα ευωδιαστά Δρυμίκλανα, το διάσπαρτο με αγκωνάρια Κουραδόκαστρο, την αχαρτογράφητη Ίφκινθο (που όμως σαν τη Χαλκιδική δεν είναι), την ηρωική Κωλοπετεινίτσα, κ.ταλ.

Δράττομαι λοιπόν της ευκαιρίας να απανθίσω και ορισμένους σλανγκοτόπους που απλά δεν υπάρχουν:

  • Βοϊδοπνίχτης, χείμαρρος που κατέβαινε από το Λυκαβηττό,%
  • Βουρλοπόταμος, η σημερινή Αμφιθέα,%
  • Βρωμολίμνη, η λίμνη Βουλιαγμένης,%
  • Βυζάκια, χωριό @ Κύπρο,%
  • Βωβούπολη, περιοχή του Αμαρουσίου επί της Λ. Κηφισίας,%
  • Γαμισιανά, χωριό @ Τρίκαλα,%
  • Γκαζοχώρι, το Γκάζι,%
  • Γκαντζολία, ο Έβρος,%
  • Γκασμαδία, Λήμνος και Μυτιλήνη,%
  • Ελλαδιστάν, Φραπεδιστάν, Κοκκαλιστάν Ψωρολακόσταινα, Ψωρογιώργαινα, κλπ, η Ελλάδα,%
  • Καγιενοχώρια, χωριό Άρμα (Θήβα),%
  • Καρντασούπολη, η Θεσσαλονίκη,%
  • Κλειτορία, χωρίο @ Ν. Αχαΐας,%
  • Κωλοσούρτης, επικός δρόμος μεταξύ Μύλων και Αχλαδόκαμπου,%
  • Λ.A., Λεκανοπέδιο Αττικής, Λιός Άντζελες (Λιόσια), Λεωφόρος Αλεξάνδρας, Λά-ρισα,%
  • Μανχάνιαν, τα Χανιά,%
  • Λιμένας Μουνιχίας, το Τουρκολίμανο Μικρολίμανο στον Πειραιά,%
  • Μαρτυριάρικη Μεγαλόνησος, η Κύπρος,%
  • Μερέντα, περιοχή @ Μαρκόπουλο,%
  • Μιναρούπολη, η Πάτρα%
  • Μοσκατό, το Μοσχάτο,%
  • Μουνάδι, τοπωνύμιο @ Τήνο,%
  • Μουνόκωλος, τοπωνύμιο @ Μάνη,%
  • Μουνοπλύτης, τοπωνύμιο @ Αμοργό,%
  • Μουνοθώρι, τοπωνύμιο @ Φούρν.,%
  • Μουνοστήθι, τοπωνύμιο @ Αττική,%
  • Μποστάνια Αράπικα, οι Τζιτζιφιές,%
  • Μποχαλία, η Κως,%
  • Ουγκάντα, η Σάμος,%
  • Πάπαρι, χωριό @ Αρκαδία,%
  • Πήδημα, χωριό @ Μεσσηνία,%
  • Πίτσουν-σίτυ, το Περιστέρι,%
  • Πόρτο Λούγκρα, γνωστό πουστολιμανάκι @ Βουλιαγμένη,%
  • Σίλικον Βάλεϋ, Οδός Στουρνάρη,%
  • Σκατούπολη, παλιό παρατσούκλι της Καλλιθέας,%
  • Συκαρία, η Μύκονος%
  • Τζιαμάικα, η Τζιά%
  • Της Γριάς το Πήδημα, παραλία @ Άνδρο, πρώην ρέμα @ Βύρωνα,%
  • Τσαμπικονήσι, η Ρόδος,%
  • Τυρίκαλα, τα Τρίκαλα,%
  • Πούτσαρη, τοπωνύμιο @ Θεσσ.,%
  • Πουτσόβρυση, τοπωνύμιο @ Μακεδονία,%
  • Πουτσικάκι, τοπωνύμιο @ Ιθάκη,%
  • Τζιβιτζιλοχώρια, Ερεσός.%
  • Φραπεδούπολη, η Θεσσαλονίκη (μη πάει ο νους σας στο κακό!),%
  • Χεζολίθαρο, περιοχή μεταξύ Μεταξουργείου και Κεραμεικού,%
  • Χεζοπόταμο, παλιό ρέμα εκεί που σήμερα βρίσκεται η Οδός Βουκουρεστίου,%
  • Χουνταλέικα, Αργολίδα.

Πηγές: Μαρία Βραχιονίδου, «Οι ονομασίες των γεννητικών οργάνων στα νεοελληνικά ιδιώματα και διαλέκτους», Selected Papers (Democritus University of Thrace, 2012), εδώ, και το νέτι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συνθηματική μπουδελοσλάνγκ του επίσης συνθηματικού «σερβίρει φραπέ».

Τα ευαγή ιδρύματα που σερβίρουν καφέ αποκαλούνται φραπενεία ή φραπενέδες, οι δε λειτουργοί τους φραπεδιάρες. Τα είδη φραπέ που σερβίρονται ποικίλουν: με καλαμάκι, φραπόγαλο, μακιάτο, ποδοφραπέ, με μπριζόλα, κ.ταλ. Όσα δεν σερβίρουν αποκαλούνται ντεφραπεϊνέ, και οι επίμονοι θαμώνες τρώνε πόρτα λόγω αφραπάζ, θεωρούμενοι personae non frappa.

Μια σύντομη ιστορία του σερβιρίσματος καφέ.

Ανασεισίφαλλαι πρόσφεραν νηφοκοκκόζωμο σε πορνοκόπους ευφραπαίδες από τότε που βγήκαν οι λάσπες. Το σερβίρισμα καφέ per se (πέρα από τα πλαίσια των εργασιών του αρχαιότερου επαγγέλματος) παραδόξως ξεκίνησε στα εβδομήνταζ από μέντιουμ που διαφήμιζαν τις υπηρεσίες τους σε περιοδικά όπως ο Θησαυρός, η Βεντέτα και το Ρομάντζο (βλ. εδώ). Επρόκειτο για πρόδρομους των μασατζίδικων, που πήραν πανηγυρικά την σκυτάλη στα ογδόνταζ.

Στα ενενήνταζ, πολλά στριπτιζάδικα μετουσιώθηκαν σε φραπεδομάγαζα, όπου ο καφές έρεε άφθονος σαν καμπανίτης οίνος. Η κατάρρευση των δημοκρατικών καθεστώτων επηρέασε την βιοποικιλότητα των Flocafe με την κάθοδο δίμετρων ουκρανάιζερ κ.α. ειδών φραπόμουνων.

Το paradigm shift κλιμακώθηκε περαιτέρω με την παγκοσμιοποίηση, και ο σημερινός φραπεδοκράτορας έχει to embarras du choix να φραπεδιάζεται πίνοντας καφέ από όλες τις ηπείρους και στη συνέχεια να καταγράφει τις εμπειρίες του και να ανταλλάσσει φραπεδοκουβέντες σε σχετικές ιστιοσελίδες.

[img]http://upload.wikimedia.org/wikipedia/commons/thumb/f/f4/Cafe_bombon2.jpg/220px-Cafe_bombon2.jpg[/img]

Σ.ς.: αφιερώνεται σε όλους τους φραπελημματογράφους του σλανγκρρ: στον χαμένο ποιητή Γιάννη Μίχα που ανέβασε το πρώτο φραπελήμμα (φραπεδιά) σαν σήμερα πριν από πέντε χρόνια καθώς και στους άξιους συναγωνιστές Dirty Khank, Gatzman, ΜΧΣ, electron, Αλλιβέ, κ.α. Liberté, égalité, frappernité!

1. Φιλε megousta καλη η nova αλλα μεχρι εκει. δεν σερβιρει καφε, σε μενα τουλαχιστον, αν και την εχω παρει αρκετες φορες για χορο στο παταρι

2. Εχει παρει χορο κανεις μια κατερινα ελληνιδα πιτσιρικα; μου φανηκε πολυ εκφυλο...Moυρλή κεφαλλονίτισσα... Έκφυλη, βρωμόστομη, και απολύτως ελεύθερα πιασίματα στο πριβέ... σεξ σοου κανονικό (είπαμε: δε σερβίρει καφέ το κατάστημα)

3. Ο χορός στη πίστα ένα ατελείτο ζάλισμα του στύλου που μάλλον γέλιο προκαλεί μερικές φορές. Τελική κατάληξης στα χέρια της εργάτριας Λουίζας που σερβίρει τον καφέ με μπόλικο αφρό κατά της 6 και αναχώρησης

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified