Further tags

Συνώνυμο της γκιλοτίνας για τον αποκεφαλισμό των καταδίκων, που αποτελείται από δύο ορθοστάτες ανάμεσα στους οποίους κινείται μια τριγωνική λεπίδα. Μεταφορικά χρησιμοποιείται για κάτι πολύ επικίνδυνο, που απειλεί ή αφαιρεί ζωές. Η ρίζα είναι από τα γαλλικά carmagnol(e) -α (χορός που χόρευε ο λαός κατά τη γαλλική επανάσταση) και δη όταν αποκεφάλιζε βασιλείς ή έκαιγε παλάτια.

Η Λεωφόρος Καβάλας είναι σκέτη καρμανιόλα, μέχρι στιγμής ο φόρος αίματος που έχει πληρωθεί είναι τεράστιος.

Κορίνθου-ΠΑτρών: Δε ρόουντ του Χελλ! (από Vrastaman, 10/09/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Περιγραφή της Ελλάδος που της δίνει τις αξίες και τις αρχές ιδίου επιπέδου με άλλες «προηγμένες» χώρες όπως το Αφγανιστάν, Καζακστάν, Τουρκμενιστάν με σκοπό να τονίσει το πόσο πίσω είμαστε ή το πόσο υποανάπτυκτα φερόμαστε μερικές (;) φορές.

Είδες προχθές τι γινόταν στο ΙΚΑ/ΕΦΟΡΙΑ/ΝΟΣΟΚΟΜΕΙΟ/ΕΘΝΙΚΗ ΤΡΑΠΕΖΑ/ΚΤΗΜΑΤΟΛΟΓΙΟ/ΓΗΠΕΔΟ; Σκέτο Ελλαδιστάν!

Δες και Ελλαδιστανός.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Καβάντζα ή καβάτζα: κατάλληλο μέρος για στήσιμο σκηνής (απήνεμο, ανήλιαγο, κλπ κλπ).

Το αίσθημα ιδιοκτησίας, νομής κατοχής και ψιλής κυριότητας προς αυτό το μέρος και των βοηθητικών του χώρων (γύρω καβάτζες) συνήθως αυξάνει ευθέως ανάλογα προς το βαθμό χιπισμού (άρα και αντι-ιδιοκτησιακής ρητορείας) του κατασκηνωτή.

Επίσης, βαρετό θέμα συζήτησης μεταξύ ελευθεροκατασκηνωτών που βρίσκονται τον Σεπτέμβρη και δεν έχουν ουσιαστικά κάτι να συζητήσουν...

- Μου 'κατσε στο Κεδρόδασος μια καβάτζα μπερεκέτι, φίλε...μέχρι Νοέμβρη καθόμουνα, σου λέω...
- Ναι, ε; Γαμώ φίλε...

Βλέπε και χεσοκαβάντζα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η πάλαι κραταιά Σοσιαλιστική Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γιουγκοσλαβίας, για παππούδια άνω των 60 ή μητσάρες ανά την ελληνική επικράτεια.

Έλα να δούμε ποδόσφαιρο, Νικολάκο. Σήμερα παίζ' η Γιουγκοσκλαβία με τσ Τσεχοσκλοβάκους!

(από krepsinis, 06/09/08)

Got a better definition? Add it!

Published

Αντικαθιστά όλες εκείνες τις χώρες που βρίσκονται στο τέρμα του Θεού στην Ασία και καταλήγουν σε -στάν. Π.χ. Τατζικιστάν, Ουζμπεκιστάν, Κιργιστάν.

- Και πού πήγε ο Ρίμπο αφού έφυγε από την ΑΕΚ;
- Δε θυμάμαι, στο Τρεχαρωταστάν.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ειρωνικά, το Κολωνάκι, το οποίο από κει που ήντουνα κουλτουρο-κοσμικό στέκι, έχει γίνει περαντζάδα κάθε πικραμένου, κάθε σκατομαφιόζου που ξέβρασε η Γλυφάδα, κάθε κακόγουστης παλιαδελφής και κάθε μπουζουκογκόμενας. Η ειρωνική ονομασία χρησιμοποιείται κυρίως απ' όσους δεν το γουστάρουν πια.

- Πού να πάμε απόψε ρε γαμώτο...
- Δεν πάμε στην Κολωνάκα; Έχουμε να πάμε κάτι αιώνες.
- Άντε, πάμε. Αλλά δεν θα αρχίσεις πάλι τη γκρίνια για τον κόσμο που χάλασε και λοιπά και λοιπά, λες και είσαι καμιά από τις γηγενείς κυρίες του...

Got a better definition? Add it!

Published

Λέξη που χαρακτηρίζει ανθρώπους, καταστάσεις, μέρη, ουσίες.

Για κάποιον μάλλον άγνωστο λόγο η λέξη έχει καταλήξει να σημαίνει το τελείως αντίθετό της. Έχω την εντύπωση (και με διορθώνετε αν κάνω λάθος) ότι, κανονικά, ξενέρωτος είναι αυτός που δεν περιέχει νερό, δεν έχει δηλαδή αραιωθεί, διατηρεί όλη του την ουσία και τη νοστιμιά, ο ανέρωτος (βλ. το ούζο του άντρα του Πολλά Βαρύ που μην του μιλάτε το πρωί), ο άκρατος, ο αμιγής, ο ως ωσεκτουτού δυνατός, ο σκληρός (άντρας, τσιγάρο), ο καπάτσος και λοιπά και λοιπά.

Όμως τελικά (ή και αρχικά;) ξενέρωτος σημαίνει βαρετός, ανούσιος, άγευστος, μη ενδιαφέρων.

Ή μήπως λέω Άλαν Ντάλον;

Τι ξενέρωτα πράγματα ρε πούστη... Είναι δυνατόν τώρα να τρώμε έτσι ωραία όλοι μαζί και αυτός να σηκώνεται να πάει, λέει, να πλύνει τα δόντια του για να μην φάει άλλο; Αν είναι δυναμό!

Δες και ξενέρωμα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τόπος που ανάγεται στα επίπεδα του φανταστικού, του εξωπραγματικού. Η ωοτοκία αυγών αηδονιού από κούκο είναι κάτι αδύνατο και παράλογο, το ένα πουλί τραγουδάει όμορφα ενώ το άλλο είναι άσχημο. Η αναφορά στη συνουσία τονίζει τη σχέση δύναμης και επιθετικότητας που ενέχει η έκφραση. Το άκουσα ως φαντάρος στον Έβρο, όταν κάποιος ρώτησε υποτιμητικά στρατιώτη από τον Πύργο (ενώ ήδη γνώριζε ότι είναι από εκεί) από πού είναι.

- Ποιος είσαι εσύ ρε, από πού είσαι;
- Από εκεί που γαμεί κούκος και βγαίνει αηδόνι. Έχεις πάει ποτέ εκεί;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Βόρεια Προάστια (Αττικής), χρησιμοποιείται υποτιμητικά από κατοίκους εκτός Β. Π.

(Το μαγαζί / μέρος) εδώ δε μου αρέσει... παίζει πολύ Β. Π.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ανεπίσημος στρατιωτικός όρος που αποδίδεται στο νησί της Σάμου από τους φαντάρους που υπηρετούν ή έχουν υπηρετήσει εκεί (βλ. επίσης και Ουγκάντα). Η πλέον κυρίαρχη εκδοχή για την προέλευση του ορισμού σχετίζεται με την πραγματικά οργιώδη βλάστηση του νησιού.

- Ρε σειρά, πού πας μετάθεση;
- Ζούγκλα φίλε, ευτυχώς που γλίτωσα τη γκατζολία...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified