Selected tags

Πλιζ, απόφυγε αυτήν την ετικέτα, καθώς πρόκειται σύντομα να απαλειφθεί!

Αν δεν βρεις ετικέτες που να ταιριάζουν στον ορισμό σου, ανέβασέ τον χωρίς ετικέτες και στείλε κατόπιν αναφορά στους συντονιστές υποδεικνύοντας τις ετικέτες που θα ήθελες να του προσαρτηθούν.

Εφηβική χαζομάρα της δεκαετίας '80. Λεγόταν κυρίως μεταξύ των κοριτσιών, νομίζω. Ήταν δήθεν συνθηματικό για τις περιπτώσεις όπου κάτι παιζόταν με κανα σερνικό. Πολύ περισσότερο όμως, ήταν σαχλό. Είχε και ευρύτερη εφαρμογή από το σεξουαλικόν της υπόθεσης.

Ποτέ δεν λέγεται με ολοκληρωμένες τις προτάσεις του. Αντιθέτως λέγεται σαν στιχάκι, με ανεβοκατέβασμα του τόνου της φωνής, ανάλογα με τις απαιτήσεις της φράσης.

Χρησιμοποιείται και ως μονόλογος (και τότε το λέμε γοργά, μηχανικά) και ως διάλογος.

  1. - Λες να (μου κάτσει);
    - Μπα, δε (νομίζω)...
    - Κι αν ναι;
    - Ε τότε ... (θα γίνει της πουτάνας)!

  2. - Λες να (μπω στη σχολή);
    - Μπα, δεν (το βλέπω)!
    - Κι αν ναι;
    - Ε τότε ... (θα μας γίνεις ψώνιο)!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η κατάληξη -q χρησιμοποιείται στις λέξεις που, στην ελληνική, τελειώνουν σε «-κι».
Έτσι προφέρεται το κ και αμυδρά το ι. Προσοχή, η προφορά του q ως /κιου/ είναι λάθος και κατακριτέα!
Χρησιμοποιείται επίσης για τη μίμηση αγρινιώτικων, λαμιώτικων και λαρισέικων διαλέκτων όπου το κόψιμο των λέξεων είναι συχνό φαινόμενο.

  1. - Τι θα φας;
    - Καλαμαq τυλιχτό.

  2. - Πάμε για smashαq στον Πάνο; (αναφερόμενος στο γνωστό video game Super Smash Brothers)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το φαινόμενο αλλαγής κατάληξης ρήματος από ό,τι (έχω την εντύπωση κατά προτίμηση από -ίζω) σε -άω, υποχρεωτικά ασυναίρετο, αν και όχι πολύ διαδεδομένο, είναι υπαρκτό.

Στα παραδείγματα δίνονται τα συχνότερα αυτού του τύπου, απ' όσο θυμάμαι, που παραδόξως είναι όλα καιρικά ρήματα. Ενδέχεται να υπάρχουν και άλλα, ο σχηματισμός του τύπου είναι καθαρά θέμα ευηχίας και γούστου στη γλώσσα.

Η σημασία του ρήματος παραμένει ίδια.

Ασίστ: ο καιρός.

- Ψιχαλάει / χιονάει / βροχάει πάλι ρε πστ.

του πούστη, θα υπάρχουν κι άλλα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

...και κάτι ψιλά, περασμένα.

  1. Η ομάδα έφαγε ήττα στο ενενήντα-φεύγα (=90ό λεπτό και κάτι)

  2. Ρε η Λιλίκα τα έφτιαξε με έναν παππού πενήντα φεύγα (=50+)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Άστα να πάνε.

astalavista ρε man .

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η φήμη, κάτι που ακούγεται γενικότερα, διαδίδεται και πιστεύεται οτι είναι αλήθεια σαν μυθολογία, αλλά κανένας δεν ξέρει απο πού προέκυψε η κυκλοφορία και να την επιβεβαιώσει.

- Ρε, πού χάθηκε αυτός ο ηθοποιός; Άκουσα πήγε Αμερική να κάνει διεθνή καριέρα.
- Κι εγώ το έχω ακούσει, αλλά το έψαξα στο Ίντερνετ και δε βρήκα τίποτα τέτοιο, μάλλον urban legend είναι.
- Τι λε ρε; Αφού όλοι έτσι λένε, ότι πήγε Αμερική.
- ... Ε, τι να σου πω.

Βλέπε και αστικός μύθος.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έκφραση με την οποία υποτιμούμε την σοβαρότητα των λόγων ή των πράξεων ενός ανθρώπου, αλλά και αυτού του ίδιου συνολικά.

Έχει ένα υποβόσκον πατρονάρισμα· το «καλά» ως συμφωνία χρησιμοποιείται ειρωνικά/συγκαταβατικά (με την κακή έννοια). Την μισή δουλειά την κάνει η εκφορά, γι’ αυτό στον γραπτό λόγο συνήθως ακολουθείται από αποσιωπητικά - επιφυλάσσομαι για ανάρτηση ηχητικού.

Συγγενεύει με το ό,τι νά 'ναι, το φέξε μου και γλίστρησα, τα πιάσαμε τα λεφτά μας κλπ. Λέγεται και «άι καλά».

  1. Από εδώ:

Α,ΚΑΛΑ ΣΚΑΝΕ ΟΙ ΒΟΜΒΕΣ Η ΜΙΑ ΜΕΤΑ ΤΗΝ ΑΛΛΗ.ΚΑΛΑ ΤΙ ΣΟΙ ΖΕΥΓΑΡΙ ΕΙΝΑΙ.ΤΑ ΕΧΟΥΝ 7 ΧΡΟΝΙΑ ΚΑΙ ΔΕΝ ΜΕΝΟΥΝΕ ΜΑΖΙ.ΠΡΩΤΗ ΦΟΡΑ ΤΟ ΑΚΟΥΩ.

  1. Από εδώ:

Αυτό είναι το σκηνικό δράσης του νέου, 12ου συνολικά, δίσκου τους. Αν όμως έχετε ήδη αρχίσει τα «α, καλά, κατάλαβα», τότε έχετε κάνει το ολέθριο λάθος να υποτιμήσετε την κλάση των Metallica.

  1. Από εδώ:

αϊ καλά, το iphone που λεςτο μπέρδεψα με το iphoto

Got a better definition? Add it!

Published

Χρησιμοποιείται όπως και τα "μα μου ιστορίες", "σού 'πα μού 'πες μανταλάκια" και χρησιμοποιείται για να δηλώσει την ύπαρξη ενός διαλόγου που παραλείπεται είτε για ευνόητους λόγους, είτε γιατί είναι περιττό να αναφερθεί.

- Τι έκανε ο Βαγγέλης όταν του είπες ότι τον κεράτωσε η Φιόνα;
- Πήγα σπίτι του, του είπα α ου (σου - μου, μα μου σου του ή μα μου ιστορίες) και εκείνος την πήρε και την έκραξε.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τύπος περπατήματος / συμπεριφοράς, πάει σεφταλίδικα, ανοιχτοχέρικα, πολύ φίνα, μάγκικη διάλεκτος συνήθως.

Συμβουλή αρουραίου της πιάτσας: «Μάγκα περπάτα με αβάντα!»

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Δάνειος όρος από τη γειτονική μας Ιταλία. Χρησιμοποιείται για να δηλώσει τις ανεξέλεγκτες παραγγελίες, κυρίως φαγητού αλλά και ποτού.

Χτες φάγαμε τον άμπακο. Ο μαλάκας ο Θοδωρής παράγγελνε αβολοντέ. Και πέντε λεπτά πριν έλεγε ότι και καλά δεν πεινάει...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified