Παλιές ερωτικές ιστορίες από το προσωπικό παρελθόν του καθενός μας, που έχουν στοιχειώσει με τα φαντάσματά τους τις πόλεις που ζούμε, τους δρόμους, τα πάρκα, τις πλατείες, τα σινεμά, τις παραλίες.

Παλιές καλές στιγμές, που έχουν παρέλθει ανεπιστρεπτί, έχοντας αφήσει γλυκόπικρες αναμνήσεις. Ερωτικά σενάρια που «έγραψαν» στην ψυχή μας, με όλα τα συμπαρομαρτούντα: ενθουσιασμούς, λύπες, χαρές, ματαίωση, αγωνία, προδοσία, χωρισμό, απόγνωση, μοναξιά, μίσος, αδιέξοδα.

Τα θαμμένα κόκαλα είναι ένα κομμάτι απ' τον εαυτό μας που πέθανε οριστικά, χάθηκε στα μονοπάτια της λήθης, όπως χάθηκε και το πρόσωπο εκείνο... Κάτι σαν τις παλιές αγάπες που πάνε στον Παράδεισο, όπως έλεγαν κι οι Πυξ Λαξ. Και μένεις να αναρωτιέσαι αν ποτέ υπήρξαν όλα αυτά, ή μήπως απλά τα φαντάστηκες. Γι' αυτό επινοήθηκε η μεταφορά αυτή, για να δώσει υπόσταση, απτή και υλική, στο κατεξοχήν ανέκφραστο, το βίωμα. Ο Αλεξανδρινός το ήξερε καλά, ζούμε μόνο μέσα απ' τις αναμνήσεις μας.

Ποιητική έκφραση, ενδεικτική μιας νέας λογοτεχνικής γενιάς του αστικού (urban) χώρου, περνά αργά αλλά σταθερά στην καθομιλουμένη. Τη χρησιμοποιεί πολύ μια από τις πιο απολαυστικές και διεισδυτικές πένες της εποχής μας, η Μανίνα Ζουμπουλάκη, χωρίς φυσικά να είναι η μόνη.

Πιθανότατα προήλθε απ' την αγγλική έκφραση «hidden bones», για την οποία εδώ δίνεται ο ορισμός: «κρυφά / άδηλα / αφανή δώρα». Η κρυφή - και μόνη αληθινή - περιουσία μας, οι αναμνήσεις μας.

Βραδινή βόλτα με το αυτοκίνητο στην άδεια πόλη. Βόρειες συνοικίες, ανατολικές συνοικίες, δυτικές συνοικίες. Φτάσαμε στο λιμάνι και ξανά πίσω. Κάθε περιοχή να σου θυμίζει κάτι: εδώ είχαμε έρθει με τη Μαιρούλα για καφέ, στο τάδε μαγαζί - που πια έχει αλλάξει όνομα - είχαμε γνωριστεί με τη Λίτσα, δίπλα σ' εκείνο το πάρκο έμενε μια παλιά μου γκόμενα απ' το σχολείο, κοίτα να δεις που δε θυμάμαι τώρα πως την έλεγαν... Σε κάθε γωνιά του αστικού τοπίου έχεις αφήσει κάτι από σένα, θαμμένα κόκαλα που σημειοδοτούν τα περάσματα της εφήμερης ύπαρξής μας, έτσι όπως τα γατιά μαρκάρουν τις «περιοχές» τους με τα ούρα τους...

RIP poems (από allivegp, 06/08/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το λήμμα το μεταχειριζόμαστε για να δώσουμε έμφαση σε ένα λεκτικό τάπωμα έναντι του συνομιλητή μας, που μόλις προηγήθηκε. Σε ορισμένες περιπτώσεις, κυρίως μεταξύ παιδιών ή παλιμπαίδων, όπου το βρις-οφ συνεχίζεται και τις επόμενες μέρες, μπορεί να εξακολουθεί ο συναγωνισμός των ταπωμάτων και η καταγραφή του σκορ, π.χ. ένα-ένα, δύο-ένα, κ.ο.κ.

  1. - Σε θέλει ο δόκιμος.
    - Ποιός δόκιμος;
    - Ο πούτσος μου ο κόκκινος! Ένα-μηδέν!

  2. - Σου τηλεφώνησε η Ελένη.
    - Ποιά Ελένη;
    - Η πούτσα μου η καβλωμένη! Ένα-μηδέν!
    - Όσα λες, πούτσα θες! Ένα-ένα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έκφραση που αντλεί την επακριβή σημασία της πάντα από τα λεχθέντα και συμφραζόμενα, πέρα όμως απ' αυτό, και ανεξαρτήτως πλαισίου εκφοράς, κυρίως συνδηλώνει έναν τρόπο του σχετίζεσθαι ανάμεσα στα υποκείμενα που εμπλέκει (εγώ, εσύ).

Εκφέρεται ως εξής «είμαι κι εγώ [παύση] αλλά είσαι κι εσύ... ». Πολύ συχνά εισάγεται με τα «τι να πω;» ή το «καλά...» ή «εντάξει...».

Ο χαρακτηρισμός είναι γραμματικά το κατηγορούμενο που αποσιωπάται ως ευκόλως εννοούμενο, εν προκειμένω ως «δυστυχώς ευκόλως εννοούμενο» και αυτή η παράλειψη, που σημαίνει αβίαστη αλληλοκατανόηση των «εγώ» και «εσύ», είναι που προσδίδει τη δραματικότητα της έκφρασης.

Δεδομένου λοιπόν ότι το αποσιωπηθέν είναι πάντα κάτι το αρνητικό, η έκφραση δηλώνει την πρόθεση του ομιλητή:

  • να τονίσει τη μετοχή και των δυο στη ζοφερότητα μιας κατάστασης ή ιδιότητας, ακόμα κι αν ο «εσύ» διστάζει να το παραδεχτεί,
  • να επισημάνει/στιγματίσει το γεγονός ότι πρόκειται για μια κατάσταση στην οποία ο ένας σέρνει τον άλλο, ο ένας αντανακλά κι επιβεβαιώνει τον άλλο, ωσάν υπό την επίδραση μιας δίνης η οποία έλκει και τους δυο και συνιστά και τη μεταξύ τους ελκτική δύναμη, και της οποίας κομμάτι κι επιβεβαίωση (να η αβίαστη αλληλοκατανόηση) είναι και η συζήτηση στο πλαίσιο της οποίας η έκφραση λέγεται,
  • να μετριάσει έτσι τη δική του ευθύνη για το παραπάνω, χωρίς όμως ουδόλως να την αποποιηθεί, που γενικά είναι μια τίμια στάση, καθώς και αυτοκριτική ειλικρίνεια δείχνει («είμαι κι εγώ») αλλά και ευθύτητα («είσαι κι εσύ»).

Θα πρέπει, λοιπόν, να τονιστεί - ακόμα περισσότερο επειδή παρακάτω αναφερόμαστε σε συγκεκριμένους »συνήθεις παραλειπόμενους« χαρακτηρισμούς - ότι η φράση σε κάθε περίπτωση δείχνει πως για το χρήστη της μεγαλύτερη σημασία έχει το γεγονός της κοινής ζοφερής μοίρας, παρά το τι ακριβώς είναι η κοινή μοίρα. Αν και προϊόν έκλαμψης και «ενόρασης» επί της κατάστασης, η σχετική ασάφεια δια της παράλειψης του «τι είμαι εγω» που «απ΄αυτό είσαι κι εσύ» είναι περισσότερο μια δυσοίωνη ομίχλη που σκεπάζει ξαφνικά τη συζήτηση, παρά ένα κεραυνοβόλημα.

Τι είδους χαρακτηρισμοί είναι δυνατό να εξυπονοούνται όταν γίνεται χρήση της φράσης; Πάμπολλοι... ενδεικτικά

- Είμαι κι εγώ (μαλάκας) αλλά είσαι κι εσύ...
- Είμαι κι εγώ (οτινάνας), αλλά είσαι κι εσύ...
- Είμαι κι εγώ (σαβουρογάμης), αλλά είσαι κι εσύ...

Ενίοτε βέβαια ο αποσιωπηθείς χαρακτηρισμός είναι λιγότερο βαρύς, και η φράση δεν έχει όλη αυτή την υπαρξιακή μαυρίλα που με τόση μαεστρία περιέγραψα παραπάνω, αλλά παιγνιώδη, ειρωνική και ψευτο-διεκτραγωδιστική, να το πούμε έτσι, διάθεση,
λ.χ.

- Είμαι κι εγώ ξυσαρχίδας) αλλά είσαι κι εσύ
- Είμαι κι εγώ (κατεστραμμένος) αλλά είσαι κι εσύ...
- Είμαι κι εγώ (σουρτούκω) αλλά είσαι κι εσύ...

1.(από εδώ).

Πολύ μελαγχολία, ρε Γιώργη. Είμαι κι εγώ, αλλά είσαι κι εσύ...

  1. (από τεκνατζούδικη συζήτηση σε φόρουμ)

lalaith: Εγώ γλυκιά μου αναλαμβάνω μόνο αγοράκια 16-18 ετών... Να σου προτείνω καμιά συνάδελφο...

Marema: Αγοράκια 16-18 εε;;; Βοηθό θές;;; :)))))))))

lalaith: Είμαι κι εγώ, αλλά είσαι κι εσύ...

  1. (βάζω καταχρηστικά κι ένα που δεν αποσιωπεί τίποτα, αλλά έχει πλάκα, από το site se eida και τις αντιδράσεις σε ομοφυλοφιλική αγγελία)

- ειστε τελειως μαλακες τελικα. κομπλεξαρες του κερατα.ομοφοβοι
- η αληθεια ειναι οτι ειμαστε λιγο μαλακες και κουτσομποληδες, αλλα εισαι κι εσυ σπαζοκλαμπανιας ρε παιδι μου, δεκα φορες την εβαλες την πουτσοαγγελια σου (ονομα και πραμα) , ε νισαφ ιζ νισαφ γκανταμιτ!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Την έκανα με ελαφρά πηδηματάκια. Έφυγα απαρατήρητος.

Παρομοιάζεται με την κίνηση του φιδιού, το οποίο γλιστράει γρήγορα και αθόρυβα. Καμιά φορά και ύπουλα.

Έκανε το μάγκα, μα μόλις έσκασε ο φουσκωτός να του ζητήσει το λόγο, έγινε φιδίσιος.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πολλάκις αναφερόμεθα εις αλλοδαπούς το όνομά των μας μπερδεύει και δε μπορούμε να το εκφέρουμε σωστά. Πλην όμως πρέπει να συννενοηθούμε ότι αναφερόμαστε στο συγκεκριμένο άτομο. Ούτως, μία κοινή ονομασία αν επρόκειτο δια Ισπανό ή Αργεντίνο ή εν πάσει περιπτώσει ισπανόφωνο είναι Jimenes Gavaces (χυμένες γαβάθες). Προσοχή! Η αντίστοιχη Ισπανίδα δεν είναι η πασίγνωση: Μαρία Ντολόρες Χτύπα Τονμου Ώρες! Ούτο παραπέμπει εις... έτεραι καταστάσεις!

Καυλαγόρας: «Εσυναντήθην εχθες αποσπερίς μετά του... εεε... Χουάν... Αντόνιο... α πλέον! Εκουράσθη με τα ακατάληπτα επίθετα των Ιβήρων και λοιπών λατινόφωνων!»

Φιφακλής: «Μην κουράζεσαι φίλτατε σοφολογιότατε! Πες απλά ότι εσυναντήθεις με τον Χυμένες Γαβάθες και ήμεθα εντός!»

Καυλαγόρας: «Μα δεν εχύθει καμία γαβάθα! Που εντός εννοείς; Όπως λέμε: Βατεύω την μ' εαυτόν ιερόδουλη εντός;»

Φιφακλής: «Ωχχχχ.... βατεύω τε και το μ' εαυτόν κέρατο εντός!»

Δες και το λήμμα phonetics και τα σχετικά σχόλια

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έκφραση με πολλές νοηματικές αποχρώσεις της ίδιας κεντρικής ιδέας:

  1. Ηθικώς ανέξοδα, ανεύθυνα.
  2. Αέρας κοπανιστός, αρχίδια - μάντολες.
  3. Μια τρύπα στο νερό.
  4. Χύμα στο κύμα.
  5. Μην την ψάχνεις.
  6. Αεριτζίδικα και, συνεκδ., τζάμπα και βερεσέ, αδικοχαμένα λεφτά.

Ετυμολογία αδιευκρίνιστη στον γράφοντα. Bana στα τουρκικά σημαίνει σε εμένα.

Βλ. και αέρα πατέρα.

  1. Από εδώ: «Είσαι καλός παίκτης και προφανώς συμφωνείς, όταν είσαι ΜΟΝΟΣ ΣΟΥ ουσιαστικά και αουτσάιντερ, μόνο αν βαρέσεις το φαβορί μπορεί να πάρεις τη θέση του, αλλιώς πάντα αουτσάιντερ θα είσαι. Και το ότι δεν μας έβαλε κανείς στο λέω, γιατί το γνωρίζω από πρώτο χέρι, όχι έτσι αέρα-μπανά.»

  2. Από εδώ: «Πάει εκείνη η εποχή που έπαιρνες ένα οικονομικό ψυγείο-για παράδειγμα-και «κρατούσε». Οι περισσότεροι πουλάνε μούρη κι αέρα μπανά.»

  3. Από εδώ: «Θα σε παρακαλούσα να προσέχεις λίγο τις εκφράσεις σου. Η Βικιπαίδεια δεν είναι χώρος πολιτικών τοποθετήσεων οτι μπαίνη εδώ μπαίνη τεκμηριωμένο και με πηγές όχι αέρα μπανά , γιαυτό καλό είναι όταν λές κάτι να το τεκμηριώνεις κιόλας» (sic)

  4. Από εδώ: «Όλη η κοινωνία αντιδρά ενάντια στην Κυβέρνηση των σκανδάλων και των απατεώνων! Όλη; Ακόμα κι οι τσιγγάνοι που πήραν αέρα-μπανά ένα τριχίλιαρο ευρά; Τι παράπονο έχουν κι αυτοί από την Νου Δου; Χαχαχαχαχαχαχαχαχαχαχαχαχα» (sic)

  5. Από εδώ (Γεωργίου σπήκινγκ): «Μια μετοχή που πέφτει είναι ο Ολυμπιακός.. Αέρα μπανά και ότι κάτσει...Ψυχική επαφή με τον προπονητή δεν έχει κανένας παίκτης, τον έχουνε πάρει τον Ιταλό στη πλάκα.»

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όρος που δεικνύει τη μη συνεννόηση μεταξύ δυο ατόμων και, όταν έχουμε χάσει τη μπάλα (που είναι τώρα;;) και προσπαθούμε να καταλάβουμε τί τρέχει, το λέμε στον εαυτό μας.

Καλά ρε παιδί μου, τι τρέχει εδώ, διορθώνω τον ορισμό μου και τον αποθηκεύω, αλλά το ρόλοι μου λέει 17.10 και η ιστοσελίδα λέει 14.10... Καλά, σε ποια χώρα λειτουργεί η ιστοσελίδα; Πάει, έχω χάσει την μπάλα και είμαι σε λάθος σελίδα, ας το δημοσιεύσω καλύτερα και βλέπουμε.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ας υποθέσουμε πως κάποιο μέρος, υπαίθριο, στεγασμένο ή ημιυπαίθριο, κατακλύζεται από κόσμο. Κοσμοσυρροή σα να λέμε. Μαζική προσέλευση. Κοσμοπλημμύρα. Και δημιουργείται το αδιαχώρητο. Γίνεται το έλα να δεις. Κουτσοί, στραβοί στον Άγιο Παντελεήμονα (όπως έλεγε κι η γιαγιά μου). Σα να μοιράζουν λεφτά ένα πράμα.

Τότε ακριβώς λέμε πως εδώ πέφτει ξύλο.

Προφάνουσλυ, το ξύλο δεν νοείται κατά κυριολεξία: η έκφραση αποδίδει με γλαφυρό τρόπο την αγωνία όλων αυτών των συγκεντρωθέντων να εισέλθουν σε κάποιο Ναό (με την ευρύτερη δυνατή σημασία του όρου), να εξαγνιστούν σε κάποια σύγχρονη Κολυμβήθρα του Σιλωάμ. Η απλή είσοδος ενίοτε δεν είναι αρκετή, και η μάχη συνεχίζεται προς εξασφάλιση μιας ευνοϊκής θέσης εντός του συγκεκριμένου Ναού.

Η ατμόσφαιρα είναι συνήθως ηλεκτρισμένη, καθώς όλοι αλληλοϋποβλέπονται. Ο Άλλος εκλαμβάνεται ως απειλή, ως αυτός που πρόκειται ενδεχομένως να σου στερήσει ζωτικό χώρο. Η λέξη διαγκωνισμός αποκαθίσταται στις πραγματικές της διαστάσεις. Υπό αυτές τις συνθήκες, δεδομένης της υψηλής συγκέντρωσης διπόδων ανά τ.μ., το ξύλο παίζει από μεταφορική έκφραση να μετατραπεί σε πραγματικότητα. Διότι στο φινάλε, όλες οι μεταφορές δεν είναι και τόσο μεταφορές, αν το ψαχουλέψεις κάπως το ζήτημα.

Και έρχομαι στα παραδειγματάκια που όλοι περιμένατε.

  • Ξύλο πέφτει σε έναν μεγάλο ποδοσφαιρικό αγώνα.
  • Ξύλο πέφτει σε μια σπουδαία καλοκαιρινή συναυλία.
  • Ξύλο πέφτει σε μια μεγάλη ανοικτή προεκλογική συγκέντρωση.
  • Ξύλο πέφτει εντός και εκτός ενός λίαν γκλαμουριάρικου νυχτερινού διασκεδάδικου.
  • Ξύλο πέφτει (αυτό συμβαίνει συνήθως στο Αμέρικα) όταν, εκτός ελέγχου λοβοτομημένοι καταναλωτές, περιμένουν αξημέρωτα να ανοίξουν οι πόρτες του αγαπημένου τους πολυκαταστήματος σε περίοδο προσφορών. Μια τέτοια επείσακτη αμερικλανιά έχουμε κι εδώ τα τελευταία χρόνια, κάθε φορά που σκάει το καινούριο βιβλίο του μαλακοπίτουρα του Χάρι Πότερ: άλλο ένα ψευδοσυμβάν (Baudrillard) που στήθηκε από τα Μέσα, καταναλώθηκε από τα Μέσα, υπάρχει μόνο για τα Μέσα.

Όπως θα ψυλλιαστήκατε, το πέφτει ξύλο έχει συνδεθεί άρρηκτα με την κατανάλωση. Κατανάλωση ήχων, κατανάλωση προκάτ πολιτικών συνθημάτων, κατανάλωση ψευτογκλαμουριάς και νοθευμένων ξιδιών, κατανάλωση «εκτόνωσης» και «ψυχαγωγίας», κατανάλωση στημένων παιχνιδιών και πουλημένων διαιτησιών, κατανάλωση άχρηστων πολυμίξερ και αποχυμωτών, κατανάλωση της κατανάλωσης σε τελική ανάλυση.

Έπεφτε ξύλο θα ακούσεις να λένε όσοι παρευρίσκονταν σ' αυτόν τον τεχνητό πανζουρλισμό, για να κομπάσουν σε στιλ «ήμουν κι εγώ εκεί, ήτανε γαμάουα, δεν ξέρεις τι έχασες». Θα το πουν επίσης όσοι κονομάνε αμέσως ή εμμέσως απ' αυτά τα σκηνικά, ως ένα είδος αυτοδιαφήμισης: ιδιοκτήτες νυχτερινών μαγαζιών («έπεφτε ξύλο χτες βράδυ, δεν ξέραμε που να τους βάλουμε, αρχίσαμε να διώχνουμε αβέρτα»), διευθυντές και στελέχη εμπορικών πολυκαταστημάτων («Με τις νέες προσφορές μας, βλέπω από Δευτέρα να πέφτει ξύλο, να γίνεται μάχη σώμα με σώμα ποιος θα πρωτοαρπάξει»), διοργανωτές και χορηγοί συναυλιών κ.ο.κ.

Το θλιβερό όμως είναι να το ακούς κι από κείνους που δεν έχουν τίποτα (ή ελάχιστα) να κερδίσουν απ' αυτό το καταναλωτικό όργιο: υπάλληλοι σε διασκεδάδικα / καταστήματα κλπ που από την πλύση εγκεφάλου τείνουν να ταυτιστούν με τον αιμορουφήχτρα τον αφεντικό τους, πειθήνια πρόβατα που αποθεώνουν τον και καλά χαρισματικό πολιτικό ηγέτη, γηπεδικά κοπάδια που αναζητούν στο οπαδιλίκι την δικαίωση για της ζωής τους τα ναυάγια, απελπισμένοι μικροαστοί που νομίζουν πως παίρνουν εκδίκηση για το πενθήμερο εργασιακό γαμήσι.

- Φίλε έπρεπε να ήσουνα στο opening party στο Ακρωτήρι... Έπεφτε ξύλο κανονικά... Όλος ο καλός ο κόσμος μαζεμένος σου λέω, μουνιά επιπέδου Τσάμπιονς Λιγκ, φοβερή μουσικούλα, τα Φεραρικά να σκάνε το 'να μετά το άλλο... Τέτοια σκηνικά δεν είναι για να τα χάνεις.
- Έλα, μη μου πεις... Κάτσε να το πω στ' αρχίδια μου να τοποθετηθούν κι αυτά περί του θέματος.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ελαφρώς περίπλοκη εικονοπλαστική-θρησκευτική-ιστορική έκφραση που απλούστατα σημαίνει: είχε τόση πολλή ζέστη το βράδυ που ο ιδρώτας μου έτρεχε ποτάμι και άφησε το αποτύπωμα του κορμιού μου στο σεντόνι.

Για την προέλευση της βλ. την υπόθεση της Ιεράς Σινδόνης.

- Ο καιρός μία έτσι μία γιουβέτσι, μας έχει πηδήξει. Δεν ξέρεις τι να βάλεις.
- Άστα κι εγώ κοιμάμαι με το μποξεράκι και ξυπνάω μες τη νύχτα τουρτουρίζοντας.
- Εγώ χθες έπαθα το αντίθετο: κοιμήθηκα με πυτζάμες και κουβέρτα και το πρωί ξύπνησα μουσκίδι. Άφησα την σκιά μου σαν τον εσταυρωμένο στο σεντόνι.

Φωτογραφία της Σινδόνης του Τορίνο, Βικιπαίδεια (από patsis, 18/05/09)Φωτογραφία της Σινδόνης του Τορίνο, λεπτομέρεια, επεξεργασμένη απεικόνιση (από patsis, 18/05/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έκφραση-προτροπή σε φίλο μας προσβεβλημένο από οξεία ξινομουνίαση, αμμομουνίαση αλλά και, διαφορετικά, από άσχημο κόλλημα, σκάλωμα και τα παρόμοια, που δεν του επιτρέπουν να ζήσει τη ζωή του στο φουλ.

Πρόκειται, λογικά, για τον υπερθετικό βαθμό της έκφρασης «ξεκόλλα!». Προσδίδει μια υπερβολή, μια μπηχτή ότι ο συνομιλητής μας πήρε όλη τη ζωή του λάθος και πρέπει ν' αλλάξει ζωή, που λέει και ο ποιητής.

  1. - Μια χαρά σκατά σε βρίσκω. Τι σαπίλα είναι αυτή;
    - Πίνω μπάφους και παίζω προ φίλε, γκαύλα!
    - Ξεκόλλα απ' τη ζωή σου! Πάμε μια βόλτα ρε, οι δικές μας μας περιμένουν, θα το χάσεις το Κορμί, πατριώτη...

  2. - Έκανα μια μούφα λογαριασμό στο φατσοβιβλίο και την έψαξα. Την βρήκα μεν, αλλά τα έχει όλα κλειδωμένα, ούτε φίλους μπόρεσα να δω ούτε φωτογραφίες.
    - Ξεκόλλα!
    - Βρήκα όμως έναν παλιό της συμφοιτητή που την έχει κάνει add και σκέφτομαι να τον κάνω φίλο μπας και μπορέσω να δω τίποτα σαν φίλος φίλου...
    - Ρε, ξεκόλλα πια απ' τη ζωή σου! Στα φέηκμπουκ κατάντησες; Αν καταλήξεις στόλκερ θα σε κάνω μπαν να ξέρεις!

Πιες μια ΞεCola (από Khan, 01/04/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified