Selected tags

Πλιζ, απόφυγε αυτήν την ετικέτα, καθώς πρόκειται σύντομα να απαλειφθεί!

Αν δεν βρεις ετικέτες που να ταιριάζουν στον ορισμό σου, ανέβασέ τον χωρίς ετικέτες και στείλε κατόπιν αναφορά στους συντονιστές υποδεικνύοντας τις ετικέτες που θα ήθελες να του προσαρτηθούν.

Φράση η οποία προφέρεται με μεγάλη έμφαση και συνοδεύεται από την χαρακτηριστική κίνηση των δακτύλων (δείκτη και μέσου) των δύο χεριών ενωμένων να κάνουν «λαγουδάκια» δηλώνοντας τα εισαγωγικά.

Προέρχεται από τις ταινίες του Όστιν Πάουερς, όπου κάθε φορά (κάθε φορά όμως!) που ο Dr Evil αναφερόταν σε όπλο λέιζερ που θα χρησιμοποιούσε, έκανε εμφατικά την παραπάνω κίνηση με τα χέρια.

Χρησιμοποιείται όταν θες να τονίσεις κάτι ή και στο άσχετο!

1)
- Αφού σου είπα ρε παπάρα, δεν την «παστέλιασα» απλά την «σφουγκάρισα»! Τhe «laser» !
- Το ίδιο πράγμα είναι ηλίθιε...

2)
- Πότε γίνεται η Γιουροβίζιον;
- Δεν ξέρω.
- Ούτε εγώ.
- Ούτε εγώ.
- Δε «λέιζερ»!
- Τι λέει αυτός ρε...
- Άστονα μωρέ, του 'χει κολλήσει από προχθές και μας έχει σπάσει τ' αρχίδια...
- Δε «λέιζερ»!
- Αει γαμήσου...

(από Vrastaman, 17/03/09)Alotta Fagina, το "bond girl" του Austin (από Vrastaman, 17/03/09)

Σχετικό: κουότ.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πολλές φορές κάποιος που πάει κάποιον, τον αποκαλεί ωραίο, με την έννοια πως έχει γαμάτο χαρακτήρα.

Θα μπορούσε λοιπόν, κάποιος άλλος (μιλάμε για ετεροφυλόφιλο, γνωστό του πρώτου ομιλητή), που δεν έχει την ίδια γνώμη με τον πρώτο ομιλητή για τον θεωρούμενο ωραίο και θέλει να αντιδράσει σ' αυτό που άκουσε, να απαντήσει με ειρωνικό στιλ: «χύνω όταν τον βλέπω», κάνοντας κατάλληλες κινήσεις της γλώσσας του σώματος (ανασήκωμα των βλεφάρων, κούνημα κεφαλιού, αργόσυρτη φωνή, κ.λπ.).

Τι πετυχαίνει έτσι;

Δίνει απαξιωτικά και ειρωνικά, με έμμεσο τρόπο, στον άλλο να καταλάβει, πως έχει εντελώς διαφορετική άποψη. Γι’ αυτό και δηλώνει εμφατικά «χύνω όταν τον βλέπω» (άτοπο: και το ερωτικό άναμμα, αλλά και προφανώς η αμεσότητα εκσπερμάτωσης), σε συνδυασμό με τη γλώσσα του σώματος του, την ώρα που λέει την ατάκα (βλ. παράγραφο 2).

Είναι προφανές, πως μέσω αυτής της αντίδρασης του, έχει μέσα του μαζεμένα τα... φορτία, για τον ωραίο της υπόθεσης. Η εκφραστικότητά του δε, μπορεί να γίνει τόσο αποτελεσματικότερη, όσο πιο ενθουσιώδης εμφανίζεται ο πρώτος ομιλητής.

Μήτσος:
- Πολύ τον πάω το Γιάννη. Φανταστικός τύπος! Ωραίος!
Πέτρος (με ειρωνικό ύφος):
- Ναι βέβαια. Τι να σου πω; Χύνω όταν τον βλέπω!

Δες και γειώσεις.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο ύμνος του τεμπέλη.

Θέλει να τονίσει το πόσο υπερτερεί η οριζόντια θέση σε σχέση με την καθιστή, όσον αφορά στην ξεκούραση και το ραχάτι.

Αποκτά ιδιαίτερη αξία, όταν ο εν λόγω τεμπέλης την ξεστομίζει βαρεμένα μετακινούμενος από τον καναπέ στο κρεβάτι.

- Πω ρε φίλε, κάθομαι τόση ώρα στον καναπέ και πάλι νιώθω σαν να έχω σκάψει δύο στρέμματα χωράφια. Θα πάω να την πέσω λίγο.
- Εμ, αδερφέ μου, καλό το καθισιό, αλλά σαν την ξάπλα δεν έχει.

(από vip, 20/03/09)

Βλέπε και ξύσιμο συνεχές, και χωρίς ενοχές.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Φράση με χιουμοριστική ή ειρωνική χροιά που απευθύνεται, ή αναφέρεται σε άτομο που, για ψύλλου πήδημα, είτε παίρνει τα τηλεφωνήματα της αρκούδας, είτε μιλάει στο τηλέφωνο με τις ώρες για διάφορα θέματα. Για τι είδους θέματα μιλάει; Από σοβαρά, μέχρι περί ανέμων και υδάτων. Για οτιδήποτε.

Τη φήμη της εξάρτησης με το τηλέφωνο την έχουν συνήθως οι γυναίκες, αλλά και οι άντρες τις συναγωνίζονται επάξια. Τα άτομα αυτά έχουν φάει την... εξάρτηση και τον... εθισμό.

Στη δουλειά ψάχνουν να βρουν αφορμή να παίρνουν τα... άπειρα τηλέφωνα, για οποιαδήποτε προσωπική υπόθεση σοβαρή ή όχι (π.χ: γιατί έκλασε το γατί; πώς χέστηκε το παιδί; κλπ).

Όσον αφορά τις εταιρικές υποχρεώσεις, κάνουν τα... τηλεφωνήματα καταντώντας μια απλή δουλειά πρότζεκτ, σπαταλώντας τον... χρόνο.

Θυμόνται πάντα τους άλλους στη γιορτή τους. Κι όταν μιλάμε για τους άλλους, δεν μιλάμε απλά για συγγενείς και κολλητούς. Μιλάμε για μια ταξιαρχία άτομα. Η ατζέντα του κινητού τους έχει σίγουρα πάνω από χίλιες καταχωρήσεις. Στις δικές τους γιορτές δε, αποδεικνύονται οι τι - τζέι!

Όταν βρίσκονται εκτός σπιτιού και τύχει να έχουν ξεχάσει το κινητό τους, ή τύχει αυτό να την έχει δει άραβας, τρελαίνονται.

Όταν φέρνεις αυτούς τους τύπους στο μυαλό σου, τους φαντάζεσαι με ένα τηλέφωνο στο χέρι. Πολλές φορές αναρωτιέσαι: πώς δεν παθαίνουν αγκύλωση μ' αυτήν την κατάχρηση;

Σχετικά με τον τίτλο του λήμματος τώρα: Κανονικά θα 'ταν πιο λογικό να μιλήσει κανείς για φυσιοθεραπεία στον ώμο, ή στον καρπό, αλλά μπαίνει ο όρος φυσιοθεραπεία στα δάκτυλα για να εστιάσει έτσι στην ενδόμυχη ανάγκη τους να ξεκινήσουν, την επικοινωνία τους, αλλά και γιατί έτσι, το χιουμοριστικό ή το ειρωνικό στοιχείο του πράγματος, επιτυγχάνεται ευκολότερα.

  1. Ειρωνική χρήση.
    - Καλά ρε Κώστα... Απ' το πρωί είσαι μόνιμα κολλημένος στο τηλέφωνο και κοντεύει μεσημέρι. Και να πω ότι έχεις να πεις και τίποτα το σοβαρό; Κάθε μέρα το ίδιο βιολί. Πού το πας; Θες να πάθεις καμιά φυσιοθεραπεία στα δάκτυλα, μ' αυτό το ατελείωτο μπλα-μπλα σου;

  2. Χιουμοριστική χρήση.
    - Πάλι στο τηλέφωνο είσαι; Πάλι το 'χεις ρίξει στο μπίρι-μπίρι; Εμ, σε βλέπω για φυσιοθεραπεία στα δάκτυλα... Δεν τη γλιτώνεις... Μπουχαχα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Φράση που χρησιμοποιείται ως απάντηση σε αυτό που μόλις ειπώθηκε και δηλώνει ακραία έκπληξη, χωρίς διάθεση αμφισβήτησης, όπως ίσως να διαφαίνεται από την ίδια τη φράση.
Απαντά και ως δεν το είπες αυτό ή και το πολύ περιορισμένο πληθυσμιακά το λες;; που συντάσσεται με το πστ, μόνο το λέω. Σε αυτή την τελευταία περίπτωση, απαιτείται η επιβεβαίωση του άρτι ρηθέντος με κατηγορηματικό τρόπο.

Εναλλακτικά, φράση που δηλώνει με ήπιο τρόπο αντίθεση, αλλά όχι και να τις παίξουμε κι όλας.

  1. - Ο Μαραντόνα έκοψε την κόκα.
    - Δεν το λες!!!

  2. - Πάω για κατούρημα.
    - Το λες;
    - Πστ, μόνο το λέω.

  3. (διάλογος τριών ατόμων)
    - Ο Καραμανλής είναι ο μεγαλύτερος πολιτικός της χιλιετίας.
    - Ε, δεν το λες...
    - Τι δεν το λες ρε καραγκιόζη, που θα πάω να χέσω στον τάφο του πριν πεθάνει να πούμε...

Αυτά "δεν τα λες" σε -μούνες! (από Vrastaman, 25/03/09)

Got a better definition? Add it!

Published

Εκείνος από τούς αρχηγούς του '21 που χαρακτηριζόταν περισσότερο απ' όλους για την ανεξέλεγκτη γλώσσα του ήταν ο Γεώργιος Καραϊσκάκης. Τους είχε αλλάξει τα φώτα στο βρισίδι με λίγα λόγια!

- Γενναιότατε αδελφέ καπετάν Νικόλα, είδα όσα με γράφεις. Έχει και τουμπλέκια [τουρκικά όργανα του ιππικού] ο πούτσος μου, έχει και τρουμπέτες [ελληνικά όργανα]. Όποια θέλω από τα δυο θα μεταχειρισθώ...

- Γαμώ την πίστιν σας και τον Μωχαμέτη σας. Δεν εντρέπεσθε να ζητείτε «από ημάς» συνθήκην με «έναν» κοντζιά σκατο-Σουλτάν Μαχμούτην -να τον χέσω και αυτόν και τον Βεζίρην σας και τον Εβραίον Σιλιχτάρ Μπόδα την πουτάνα!

- Ιδού οι Έλληνες! Αυτοί σας χέζουν και τώρα και πάντα.

- Οι δυνάμεις σου, στρατηγέ μου, πέσανε πολύ, του λέει ο γιατρός.
- Ο πούτσος μου έπεσε, ωρέ, όχι οι δυνάμεις μου!, του λέει!

Τελευταίο και καλύτερο! (για τους Τούρκους):
- Άμα ζήσω, θα τους γαμήσω. Άμα πεθάνω, θα μου κλάσουν τον πούτσο!

Καλή 25η Μαρτίου!

Ο Γεώργιος Καραϊσκάκης επί το έργον! (από nasos, 25/03/09)(από patsis, 16/03/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το μυαλό.

Δεν έχει κουκούτσι νιονιό!

Got a better definition? Add it!

Published

Όρος προερχόμενος από την τηλεόραση, όπου χρησιμοποιείται για να περιγράψει εκπομπές οι οποίες γυρίζονται με σκοπό να παιχτούν όποτε υπάρχει τρύπα στο πρόγραμμα, καθώς δεν έχουν να κάνουν με την επικαιρότητα, οπότε δεν καιγόμαστε να τις δείξουμε.

Από τις εκπομπές ψυγείου περνάμε ούτως στις ατάκες ψυγείου που έχει ο καθένας μας αποθηκευμένες και τις χρησιμοποιεί όταν οι περιστάσεις το απαιτήσουν (βαριεστημάρα, ανάγκη για μη αποτυχημένο χιούμορ κτρ).
Μία ατάκα μπορεί να είναι ψυγείου είτε επειδή την έχουμε πει ήδη καμιά κατοσταριά φορές και έχει πετύχει (αλλά σε διαφορετικές παρέες), είτε επειδή μας ήρθε σε στιγμή άσχετη με οτιδήποτε και αδημονούμε να την πετάξουμε (ελπίζω να μην είμαι ο μόνος άρρωστος που το κάνει αυτό), είτε επειδή την διαβάσαμε κάπου (έχω δει στην πρωτοπορία βιβλία τσέπης τέτοιου στυλ που τα αποκαλώ ατακολόγια, ήμαρτον λέμε), και πάλι αδημονούμε να την πετάξουμε.

Η χρήση πρέπει να γίνεται με πάσα επιφύλαξη, γιατί ενέχει τον κίνδυνο άσχημης ρόμπας όταν αρχίσουμε να επαναλαμβανόμαστε. Το ύφος πολλών, δε, τη στιγμή της απαγγελίας προδίδει το ετοιματζίδικο της ατάκας σε αισχρό βαθμό.

Διαχωρίζεται σαφώς από τα επαναλαμβανόμενα αστεία που κάνουμε όλοι μας, και των οποίων το χιούμορ βασίζεται σε αυτήν ακριβώς την επανάληψη.

- Αμάν με τις ατάκες ψυγείου ρε μαλάκα, σ' έχει βαρεθεί η ψυχή μου να πούμε...

Βλέπε και ακυρολεξίες, κονσέρβα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πολλές φορές μας ρωτάνε αν έχουμε κάποια συγγένεια με κάποιο άτομο, είτε επειδή μας βλέπουν συχνά μαζί (υποθέτοντας ωστόσο πως μπορεί να 'μαστε φίλοι, γνωστοί, γείτονες, κ.λπ.), είτε επειδή παρατηρούν πως έχουμε συνωνυμία μαζί του, κ.λπ.

Μια απάντηση που περιέχει τον όρο, συγγενείς απ' της συκιάς το γάλα (το γαλακτώδες υγρό που περιέχουν τα ανώριμα σύκα), θυμίζει μεν... τον όρο συγγενείς απ' της μάνας το γάλα... αλλά... αλλά.... αλλού τα κακαρίσματα κι αλλού γεννάνε οι κότες!

  1. Όταν εκφέρουμε τον όρο, υποδηλώνουμε εμφατικά και με χιουμοριστικό τόνο, πως δεν υπάρχει καμιά συγγένεια μεταξύ μας (ή αν υπάρχει είναι τόσο μακρινή, ώστε να μη λογίζεται ως συγγένεια), αφού απ' της συκιάς το γάλα μπορεί να πιει οποιοσδήποτε, εν αντιθέσει με το γάλα της μάνας το οποίο παραπέμπει σε αδελφική συγγένεια (ύψιστη μορφή συγγένειας). Για την περίπτωση αυτή, βλ. παράδειγμα 1.

  2. Εδώ ο όρος έχει απαξιωτική χροιά και αναφέρεται σε κατ' επίφαση συγγενείς (βλ. παράδειγμα 2).

  3. Εδώ ο όρος έχει απαξιωτική χροιά και αναφέρεται σε κατ' επίφαση αδελφικά έθνη. Για την περίπτωση αυτή βλ. παράδειγμα 3.

Συναφής έκφραση: Η μάνα μου κι η μάνα του στον ίδιο ήλιο απλώνανε τα ρούχα τους.

  1. Ο Βασίλης, νεοπροσληφθείς στην εταιρεία συζητάει με τον Μάρκο:
    Βασίλης:
    - Βλέπω πως έχεις πολλές σχέσεις με τον Κώστα. Απ' την άλλη έχετε και το ίδιο επώνυμο. Είστε συγγενείς;
    Μάρκος:
    - Βέβαια… βέβαια! Συγγενείς απ' της συκιάς το γάλα!

  2. Οι Αιγιαλείς πυρόπληκτοι ακόμα δεν έχουν δει το χρώμα του 50ευρω και κάτι «κουμπάροι» από την άλλη άκρη της Ελλάδας πήραν 3.000 ευρώ, γιατί κάποιος ξαδερφοκουνιάδος τους απ' της συκιάς το γάλα έχει κτήμα στην Ηλεία.
    Δες

  3. Φίλοι μας οι Κούρδοι, απ' της συκιάς το γάλα..
    Λες και δεν ήταν οι Κούρδοι τα καλά παιδιά που κατάσφαξαν τους Πόντιους.
    Δες

(από GATZMAN, 30/03/09)(από GATZMAN, 30/03/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το (περίεργα αρνητικό) «δε μου λες...» που χρησιμοποιούμε αμήχανα ή βαριεστημένα για να αρχίσουμε μια κουβέντα. Στην εκδοχή αυτή διακωμωδείται ή απλώς χρησιμοποιείται το βορειοελλαδίτικο ιδίωμα όπου, αντί για «μου», μπαίνει το «με». Επίσης οι τρεις λέξεις γίνονται μία, έτσι για πλάκα ή για μαγκιά, κατά το τελέρε.

Δεμελές... τι ώρα έχουμε πει ότι θα συναντηθούμε;

(από Khan, 12/04/14)

βλ. και δεμελέρε

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified