Selected tags

Πλιζ, απόφυγε αυτήν την ετικέτα, καθώς πρόκειται σύντομα να απαλειφθεί!

Αν δεν βρεις ετικέτες που να ταιριάζουν στον ορισμό σου, ανέβασέ τον χωρίς ετικέτες και στείλε κατόπιν αναφορά στους συντονιστές υποδεικνύοντας τις ετικέτες που θα ήθελες να του προσαρτηθούν.

Το φίλε έγινε φίλος. Και προσφάτως, κανά δυο χρόνια, έγινε φίλο. Συνήθως ακούγεται στη καγκουροσλάνγκ.

-Τι έγινε φίλο;
-Ας τα να πάνε, σκατά...

-Εεεεεεε, φίλο, που χάθηκες;
-Εγώ ή εσύ ρε φίλο; Κάτσε να τα πούμε.
-Εχω δουλειά ρε φίλο. Αλλη ώρα.

Got a better definition? Add it!

Published

Η παλιά σλανγκιστική συνήθεια του κουτσουρέματος των λέξεων (βλέπε εφτά νομά σ' ένα δωμά, ή και πιο πρόσφατα προχώ, πλερώ, μαλά) περνάει σε κουτσούρεμα πρότασης. Διότι ο προφορικός λόγος είναι πρακτικός και βιαστικός, οπότε για να μην επαναλαμβανόμαστε, λέμε το «αλλα δεν», και εννοούμε την αρνητική έκβαση των γεγονότων.

Επίσης η συγκεκριμένη διατύπωση βρίσκεται μια σκάλα μετά το ξερό «όχι» (λίγο αγενές), στην κλίμακα του «δεν γουστάρω να δώσω λεπτομέρειες. Απαντάμε στην ουσία, αλλά χωρίς μπούρου μπούρου. Τα ευκόλως εννοούμενα παραλείπονται.

  1. - Τι έγινε χθες; Σκόραρες;
    - Κοίταξε, το πάλευα από 'δω, το πάλευα από 'κει, αλλά δεν!

  2. - Πάμε διακοπές Πάρο όλη η παλιοπαρέα;
    - Οχι ότι δεν θέλω, αλλά δεν!
    - Κάποια γκομενοδουλειά είναι στη μέση, πες το ρε, κι εμείς το προσκυνήσαμε κάποια στιγμή.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λήμμα-ομπρέλα, όλος ο χρόνος κλασικό (sic), στο οποίο κάθε εποχή προσθέτει και το κατιτίς της σε σημασία.

  1. Κανονικά:
    α. Παίρνω κόλλα για να συναρμολογήσω κάτι που, λχ, έσπασε. Ως εκ τούτου...
    β. Κολλάω επειδή έπιασα την κόλλα και γέμισα τα χέρια μου, τα ρούχα μου, τα πάντα.

  2. Γίνομαι τσιμπούρι σε κάποιον, του / της κολλάω (εξού και το Κολλητήρι του Καραγκιόζη)

  3. Την κολλάω σε κάποιον: του φέρνω έντονη αντίδραση, του πάω πολύ κόντρα. Εδώ κολλάει* κάπως και η σχετική έκφραση: «τον κολλάω στον τοίχο», δηλαδή τον αποστομώνω για τα καλά.

  4. «δένω», ταιριάζω. Το λέμε για τα πάντα («κολλάει παντού», δηλαδή, που έλεγε και η παλιά διαφήμιση...)

  5. Συμφωνώ με ενθουσιασμό με κάποιον και κολλάμε τα χέρια λέγοντας «κόλλα το!»

  6. Είμαι πολύ ιδρωμένος, μούσκεμα ένα πράμα.

  7. Είμαι τραγούδι, εύπεπτη μελωδιούλα, και κολλάω στο μυαλό κάποιου και από τη στιγμή αυτή κι έπειτα δεν μπορεί να με ξεφορτωθεί και το τραγουδάει όλη μέρα.

  8. Αποκτώ εμμονή με κάτι, τρώω κόλλημα, σκαλώνω. Αυτό μπορεί να είναι μελωδία, γεύση, κατάσταση, άνθρωπος, ζώο, φυτό, τόπος, μυρουδιά, ατάκα, τα πάντα. Και μου συμβαίνει είτε γιατί είμαι ψυχαναγκαστικό ατομάκι, ή γιατί έχω καπνίσει κανα καλό.

  9. (πεπαλαιωμένο): Είμαι η βελόνα του πικάπ και ο δίσκος έχει χαρακιά και παίζω στο ίδιο σημείο ξανά και ξανά και κάποιος τρέχει να με πάει παρακάτω λέγοντας «Ωπ! κόλλησε η βελόνα!»

  10. Είμαι τσαπατσούλης και ό,τι νά 'ναι και τα κάνω όλα στο αρπαχτό -εδώ κολλάει το άρπα-κόλλα.

Γκραν γκρινιόλ μονόπρακτο σε 10 σκηνές:

1.α.
- Αχ! ΠΡΟΣΕΧΕ ΡΕ ΓΑΜΩΤΟ!!! τό 'σπασες! Ήταν της μαμάς μου! - Δεν πειράζει μωρό μου, μη μου σκας, θα το κολλήσω εγώ, να, τώρα.

1.β. (πάνω που έχει κολλήσει το μισό)
- Πού έχουμε την βενζίνη; Κολλάν τα χέρια μου από την κόλλα...
- Ρε μωρό, γιατί δεν μπορείς να κάνεις μια δουλειά σωστά;

  1. (είναι σκυμένη από πάνω του και κοιτάει να δει πώς το κάνει)
    - Έλα μωρέ, μη μου κολλάς τώρα, πήγαινε μέσα κι άσε με να το κάνω μόνος μου και όταν τελειώσω θα σε φωνάξω, έτσι;

  2. (θυμώνει και του τη λέει)
    - ΑΑΑΑΑΑΑΑΑ! Μη μου κολλάς εμένα! Δε φτάνει που μου κάνεις το σπίτι μπουρδέλο και δεν λέω τίποτα, τώρα μου το γέμισες και με κόλλες, πού ξέρω τι ζημιά ακόμα θα κάνεις...

  3. ... Άσε που λέρωσες και το καλό σου το παντελόνι. Σου 'χω πει χιλιάδες φορές να μην κάνεις μαστορέματα καλοντυμένος. Τώρα τι θα φορέσεις απόψε; Το άλλο σου παντελόνι δεν κολλάει με το πουκάμισο που σου σιδέρωσα!

  4. (δεν κολλάει εδώ παράδειγμα...)

  5. (μετά από σαράντα λεπτά)
    - Ουφ, το τελείωσα. ΑΓΑΠΗ ΕΛΑ, ΕΤΟΙΜΟ! (έρχεται)
    - Α τι ωραίο που έγινεεεε Ούτε που φαίνεται ότι είχε σπάσει! - Είδες; Εμ τι λέμε τώρα... Μπρίκια κολλάμε; Χα!
    (πάει να τον αγκαλιάσει)
    - Μη μη μη! Κολλάω ολόκληρος! Πάω να κάνω μπάνιο!

  6. (τραγουδάει στο μπάνιο):
    «Ο Παπουτσάνης έχει βγάλει
    για όλη σάς τη φαμελιά
    ένα τεράστι-ο μπουκάλι
    λουσιμό για τα μαλλιά»

  7. (αυτή, απ' έξω):
    - Ώχου ρε μωρό, πάλι κόλλησες με αυτή τη διαφήμιση, δεν αντέχω να το ακούω πάλι!

  8. (όμως τον ξανακούει να το τραγουδάει):
    - Κατάλαβα... κόλλησε ο βελόνα...

  9. (πάει μέσα, βάζει μουσική, κάτι άλλο για να μην τον ακούει, ανάβει τσιγάρο και πα να δει το σπασμένο αντικείμενο που ξανακόλλησε. Μουρμουράει:)
    - Τώρα που το βλέπω καλύτερα, τι του λες, πάντα βιαστικός, πάντα άρπα-κόλλα, σαν τα μούτρα του τό 'κανε...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τα ψητά (στα κάρβουνα) κρεατικά, τα σχάρας. Μιλάμε μόνο για κόκκινο κρέας, συνήθως παϊδάκια. Προφ λέγονται έτσι γιατί πρόσκειται για μικρά κομμάτια κρέατος, εύκολα στο ψήσιμο. Δεν μιλάμε, δηλαδή, για μπριζόλες ή Τ-bone steak.

- Πα να φάμε κανα βρώμικο;
- Μπε... Προτιμώ κανα κοψίδι ναουμ'.

Got a better definition? Add it!

Published

Χρησιμοποιείται κυρίως σε παρελθοντικούς χρόνους και έχει τη σημασία του αντιλαμβάνομαι κάποιον του οποίου η εν λόγω ιδιότητα είναι καλά κρυμμένη.

Συνώνυμο το σακουλεύομαι.

  1. Τον έφαγες τον λίτη στη γωνία;

  2. Στάνταρ σ' έχει φάει ότι ξέρεις τι μούφες πουλάει και γι' αυτό ξέκοψε.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Καταληκτική φράση από τις «τρεις αδελφές» του Τσέχοφ. Οι τρεις αδελφές, μάλλον δεν θα βρεθούν ποτέ ξανά στη Μόσχα, και το νοσταλγικό όνειρο θα μείνει εκεί, να τις μελαγχολεί, να θυμίζει τα μεγαλεία, και διηγώντας τα να κλαιν.

Η φράση πέρασε στη σύγχρονη εποχή για να περιγράψει κάτι που δεν πρόκειται να γίνει. Σε όλα τα επίπεδα.

Επίσης χρησιμοποιείται και σαν χιουμοριστικό λογοπαίγνιο, όποτε θυμάται κάποιος τη Μόσχα, το κολλάει κι αυτό, για να δείξει ότι δεν είναι κι αμόρφωτος, αλλά επειδή και το αδελφές πάει συνειρμικά αλλού.

Άλλη μια χρήση, η οποία εκλείπει, έχει να κάνει με την ουτοπία του κομμουνισμού, σε σχέση με το κέντρο αποφάσεων για όλα τα ΚΚ του κόσμου, που ήταν η Μόσχα.

Στη Μόσχα Αδερφές μου, στη Μόσχα!
Καλά, όχι κι αδερφές. Άγγλοι ναι, ενίοτε (συχνά βασικά) κομπλεξικοί, αλλά όχι κι αδελφές. Τουλάχιστον, αυτοί που θα πάνε στη Μόσχα δεν μας κάνουν και τόσο gay...

....Οι τρεις αδερφές δε θα πάνε ποτέ στη Μόσχα, όπως ο Γκορμπατσώφ δε θα ολοκληρώσει ποτέ το όραμα της “περεστρόικα”(αναδόμηση-ανασυγκρότηση)...

(από ιστότοπους)

-(σινιόρα electron) Θα πάμε αγάπη μου διακοπές φέτος; Σαββατοκύριακο στο Παρίσι να βρούμε εκείνον το συμφοιτητή σου; Η στη Ραβένα, που μας περιμένει η ξαδέλφη μου; Τι λες;
-Στη Μόσχα αγάπη μου, στη Μόσχα....
-(σινιόρα electron) Δεν πάω εκεί, να με τρέχεις να ψάχνουμε τα αρχεία της Καγκεμπε, για τον Ζαχαριάδη. Και πάρτο απόφαση. Κομμουνισμός δεν θα γίνει.
-Αρμεγε και κούρευε... -(σινιόρα electron) Αντε πια! Από τότε που παντρευτήκαμε.... (ακολουθει συζήτηση που άπτεται προσωπικών δεδομένων)

(από το σπίτι)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Οκ, είναι το κατάστημα, αλλά και γενικότερα λέμε έτσι οποιαδήποτε επιχείρηση, χώρο, κατάσταση, κύκλο κλπ. Η λέξη χρησιμοποιείται μεταφορικά και μάλλον υποτιμητικά. Εκτός αν χαριτολογούμε, αλλά πρέπει να το κάνουμε λιανά στον άλλον προς αποφυγή παρεξηγήσεων...

Όταν, δηλαδή, δώσουμε αυτόν τον χαρακτηρισμό σε κάτι από τα προαναφερθέντα, σημαίνει ότι το εξισώνουμε με μια «μπακάλικη» επιχείρηση, δηλαδή σε κάτι στεγνά και στυγνά κερδοφόρο και επιχειρηματικό, χωρίς μεγάλες αξιώσεις. Η ειρωνεία έγκειται προφ στο ότι μέσα στο «μαγαζί» υπάρχει και καλά κάτι πολύτιμο, ενώ στην ουσία δεν παίζει κάτι τέτοιο.

Ως εκ τούτου προέκυψε και η έκφραση: ανοιχτά τα μαγαζιά

- Ρε φίλο, μη λες τέτοια, θα μας το κλείσεις ρε το μαγαζίιιι!

= θα μας κλείσεις το μαγαζί / την επιχείρηση (κυριολεκτικά)
= θα μας χαλάσεις την παρέα / την συνεννόηση
= θα κάνεις ζημιά στο σπίτι / την οικογένεια = θα μαγαρίσεις την ομάδα μας / τον σύλλογό μας / το μπλογκ μας

κλπκλπκλπκλπ, είναι απεριόριστη η χρήση του όρου.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η πληγή, το χτύπημα, στη μωρουδοσλάνγκ...

- Μαμάααααααααααααααααααααααααααααααααααα!
- Τι, ΤΙ;;;
- Βαβάαααααααααααααααααααααααααααααααα!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!
Μπούουουουουουουουουουουουουου!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μεταφορικά, οι σάλτσες είναι όλα αυτά τα γευστικά αλλά μη απαραίτητα στοιχεία με τα οποία εμπλουτίζουμε τον λόγο μας για να τον κάνουμε πιο ελκυστικό. Συνήθως βάζουμε σάλτσες όταν αφηγούμαστε μια ιστορία, όταν περιγράφουμε ένα κατόρθωμά μας ή όταν λέμε ένα ανέκδοτο.

Βασικό συστατικό της σάλτσας στις περισσότερες περιπτώσεις είναι οι υπερβολές προς την κατεύθυνση που μας βολεύει. Οπωσδήποτε, όμως συναντώνται και οι άσχετες λογοτεχνίζουσες αναφορές και περικοκλάδες του λόγου μας. Ο όρος χρησιμοποιείται όταν υπάρχει έστω και μια μπουκιά πραγματικό φαγητό πάνω στο πιάτο, δηλαδή ένα γεγονός ή μια άποψη, διαφορετικά έχουμε περάσει στην παπαρολογία.

Χρησιμοποιείται κυρίως στον πληθυντικό, στην έκφραση βάζω σάλτσες, αν και ο γράφων έχει ακούσει να χρησιμοποιείται και ο ενικός. Πρβλ. και άσε τις σάλτσες και έλα στο ψητό και άσε τα φιλοσοφικά.

Πρόκειται για πολύ παλιά χρήση της λέξης «σάλτσα» που, περιέργως, δεν βρέθηκε καταγεγραμμένη στον Τριανταφυλλίδη (βλ. εδώ, όπου και η κυριολεκτική σημασία και ετυμολογία). Όχι, δεν έχω άλλα λεξικά να το κοιτάξω γιατί είμαι ένας φτωχός πλην τίμιος σλανγκιστής...

  1. - Λέγε ρε, από γκόμενα ζειπέ ποτατί;
    - Ναι φίλε! Τραβιέμαι με μία από τη σχολή τώρα. Χθες ήρθε πρώτη φορά από το σπίτι.
    - Και;
    - Είχαμε βγει για ένα ποτάκι παραλία, μετά κλαμπάκι, χορέψαμε λίγο, εντωμεταξύ έχει μια κορμάρα κόλαση. Μας χάζευαν όλοι σά πεινασμένοι. Φορούσε ένα μπλουτζίν κολλητό, κάτι πόδια, τι να σου λέω, από τον κώλο μέχρι το πάτωμα πόδια. Είχε και κάτι στρασάκια πίσω, ακόμα μπροστά στα μάτια μου τά 'χω. Μού 'κανε κάτι κουνήματα, κάτι ματιές, μιλάμε τρελή για μένα με καραγουστάρει η κοπέλα.
    - Και;
    - Ε, την έβαλα σ' ένα ταξί, αυτή όλο μού 'λεγε πρέπει να πάω σπίτι και θ' ανησυχεί η συγκάτοικος και τέτοια, αλλά άλλο που δεν ήθελε. Εγώ είχα μάθει γι' αυτήν ότι κάνει την δύσκολη στην αρχή, μου τά 'χε πει ο Μπάμπης απ' το Παιδαγωγικό που την πηδούσε ένα φεγγάρι αλλά τα χαλάσανε γιατί...
    - Ρε μαλάκα άσ' τις σάλτσες, γάμησες ή όχι;
    - Ε ναι ρε φίλε, γάμησα!
    - Α να γεια σου πια! Ο προστάτης μου θά 'σκαγε!

  2. - Ωχ! Τι έγινε στο στενό, τι φασαρία είναι αυτή;
    - Κάποιον μαζεύει το περιπολικό. Στάσου, έρχεται ο Ντάνης. Ρε Ντάνη, πήρε το μάτι σου τίποτα, τι παίχτηκε;
    - Γκάιζ, πήγα στον Νοστιμούλη να χτυπήσω ένα σαντουϊτσάκι...
    - Ναι;
    - ...και δεν είχε κοτόπουλο και του είπα βάλε ένα μπιφτέκι...
    - Ν-ναι;
    - ...ήτανε κι ο Τζόνις εκεί, από το ΤΕΛ...
    - Ντάνη, άσε τις σάλτσες, με τον τσαμπουκά τι έγινε;
    - Δεν ξέρω, δεν πήρα πρέφα τη φάση. [Σ.σ.: Ο Ντάνης αποδείχτηκε παπαρολόγος και όχι σαλτσολόγος.]

  3. - Γιάννη τελικά πώς ήτανε η μονάδα σου στην Ξάνθη;
    - Ψιλογαμησάκι ρε συ... Αγγαρείες, σκοπιές, αγήματα, εμπλοκή δεκαπέντε-μία...
    - Τι πίπες μας λες ρε; Ο Μπιλάκος που ήτανε μαζί σου μας είπε ότι σας πήγαινε δύο-μία!
    - Νταξναούμ, έβαλα και λίγη σάλτσα...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παπαρολόγος ολκής. Επιπέδου Παβαρότι.

-Θα πάμε από του Μιχάλη να δούμε το ματς;
-Και δεν πάμε. Απλά ελπίζω να μην είναι ο παπαρότι ο ξάδελφος του, εκεί. Θα μας πρήξει στην ανάλυση.
-Έχει γέλιο μωρέ ο τύπος. Θυμίζει λίγο Αλέφα. Τα πάντα όλα, τι να λέμε τώρα....

(από electron, 21/09/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified