Selected tags

Πλιζ, απόφυγε αυτήν την ετικέτα, καθώς πρόκειται σύντομα να απαλειφθεί!

Αν δεν βρεις ετικέτες που να ταιριάζουν στον ορισμό σου, ανέβασέ τον χωρίς ετικέτες και στείλε κατόπιν αναφορά στους συντονιστές υποδεικνύοντας τις ετικέτες που θα ήθελες να του προσαρτηθούν.

Πλην του ήδη κατεχωρισμένου, παίζει και με την έννοια του ντου, είτε αυτό γίνεται σε κτήριο, σε μπάτσους, πεηπολικά ή ό,τι άλλο. Συναντάται και στη ρηματική μορφή, πουχού την έπεσαν στο τμήμα στα εξάρχεια πάλι, απ' όπου προήλθε και το ουσιαστικό περιγράφον την πράξη.

Βάλε το μαντήλι, άκουσα ετοιμάζεται πέσιμο και θα μας γαμήσουν πάλι στα χημικά. Μααλόξ έχεις;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Περιγράφει γενικώς άνθρωπο που γίνεται υπερβολικά γελοίος και συνάμα ενοχλητικός προκειμένου να κερδίσει την εύνοια κάποιου και να πετύχει τον σκοπό του.

- Ρε συ τι είναι τούτος; Με έχει πρήξει να πούμε, όλο κομπλιμέντα και πίπες μου αραδιάζει από το πρωί.
- Είδες τι γλιτσιάρης που είναι;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λέγεται για τις γυναίκες που ασχολούνται με τα επουσιώδη και παραμελούν τα πρωτεύοντα ή, τελοσπάντων, παίζει και λίγο το ματάκι τους για να λέμε και τα πράγματα με το όνομά τους.

Κοπέλι = υπηρέτης.

Ένα σπίτι είχε κοπέλι και μια γειτόνισσα είδε τη νοικοκυρά να παίζει μαζί του και της είπε κάποια παρατήρηση. Τότε η νοικοκυρά της απαντά «ουουου ξέχασα πως είχα άντρα κι έπαιζα με το κοπέλι για να ξελασπώσει.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Φράση που θα μπορούσε να ειπωθεί ενόψει προγραμματισμένης απεργίας των εργαζομένων στα ΜΜΕ και αφορά τα κρατικά κανάλια που βρίθουν από νταλαρικά και λοιπά κουλτουριάρικα άσματα -που αν μύτη άλλο μια νύστα την προκαλούν- σε συνδυασμό με την «παγωμένη» εικόνα που συνοδεύεται από το σχετικό κατεβατό.

Θα ήθελα επίσης να προσθέσω ότι, στη συγκεκριμένη περίπτωση, ταιριάζει γάντι η φράση «Δε μας χέζεις ρε Νταλάρα και εσείς οι υπόλοιποι;»

Αφού υπάρχει όμως ελευθερία επιλογών, δεν είμαστε υποχρεωμένοι να το υποστούμε όλο αυτό στην τελική.

- Τα 'μαθες; Πάλι απεργία θα 'χουν αύριο οι «κουρασμένοι», τους έχει φάει η πολλή δουλειά.
- Α κατάάάλαβα, δε θα σταματά ο Νταλάρας στη ΝΕΤ, θα καούν τα κάρβουνα.

(από FARSOKOMODIA, 19/12/09)(από FARSOKOMODIA, 19/12/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μπαμπαδική (ή και μπαρμπαδίστικη) slang που σημαίνει γενικά οχλαβοή, ομαδική φωνασκία και γενικότερα δηλώνει ενόχληση από τον λέγοντα.

Λανθασμένα ως χάβρα εννοείται η εβραϊκή βουλή (ή συνέλευση δεδομένου του ότι η έννοια της βουλής με την έννοια της αστικής κοινοβουλευτικής δημοκρατίας είναι πολύ μεταγενέστερη). Στην πραγματικότητα χάβρα είναι ο τόπος ομαδικής προσευχής των Ιουδαίων. Ίσως έχει παρερμηνευθεί ο όρος για δύο λόγους:

Α. Μετά τη λήξη των προσευχών υπήρχαν διαδικασίες διαβούλευσης για θέματα της εβραϊκής κοινότητας και ο τρόπος ψηφοφορίας ήταν δια βοής, ή εν πάση περιπτώσει η ομαδική συζήτηση που ίσως κατέληγε και σε φωνασκίες. Η έννοια της χάβρας έμεινε παροιμιώδης λόγω της λειτουργία αυτής.

Β. Στην αρχαία σπαρτιατική βουλή, την Απέλλα, είναι γνωστό ότι η διαβούλευση (για τα απολυταρχικά δεδομένα της αρχαίας Σπάρτης πάντα) γίνονταν αποκλειστικά δια βοής, όχι με ανάταση του χεριού ή άλλο τρόπο και γίνονταν... διάλογος κραυγών! Ίσως (λέω ίσως, υπόθεση κάνω) λόγω του κοινού τρόπου λειτουργίας των δύο κοινοβουλίων να έχουν μπερδευτεί στην λαϊκή συνείδηση και για αυτό να αναφέρεται η Απέλλα ως χάβρα.

Σημειωτέον του πόσο έχει περάσει αυτή η εικόνα στη λαϊκή μας παράδοση είναι ότι υπάρχει περιοχή στην Ημαθία με την ονομασία Χάβρα, ενώ σε πόλεις με ευρεία Εβραϊκή παρουσία ήταν μέρος της καθημερινότητας (πχ. Θεσσαλονίκη ως τον Β'ΠΠ και άλλες).

Ίσως στο μέλλον να μείνει παροιμιώδης και η νοτιοκορεάτική βουλή όπου οι βουλευτές ασκούνται σε πολεμικές τέχνες (μεταξύ τους εννοείται, όλοι εναντίων όλων), η Τουρκική βουλή όπου, με εξαίρεση την βόμβα υδρογόνου, όλα τα υπόλοιπα όπλα επιτρέπονται και φυσικά την ελληνική βουλή όπου, εκτός από την εύρυθμη λειτουργία του πολιτεύματος, όλες οι υπόλοιπες λειτουργίες (ρουσφέτια, βολέματα κτλ) επιτρέπονται!

Παρακαλείται ο Τζίζας ο Ναζ Ωραίος ο εκ Γαλλίας ορμόμενος (σλάγκος αληθινός εις σλαγκίον αληθινόν) να συμβάλει εις την διαπλάτυνση τοιαύτου λήμματος ευχαριστώ!

Χασισόφρων: «Οποία φασαρία εις τον όμμορο τεκέ! Δεν δύναμαι να συγκεντρωθώ εις τον αργιλέ μου μετά κατανύξεως, ίνα φουμάρω τη τελευταία πρέζα ζουζού! ΠΛΕΟΝ!»

Χαπακεύς: «Πράγματι φίλτατε! Τοιαύτη κατάστασις ου βαίνειν περαιτέρω! Ουκ έστιν τεκές αλλά χάβρα Ιουδαίων!»

χάβρα-dance (από MXΣ, 24/08/10)yoga-τρέλλα (από MXΣ, 25/08/10)

βλ. και χριστιανοσλάνγκ

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Την προσθήκη «μωρό μου», την βάζουν συνήθως οι γκόμενες. Εμείς οι ορίτζιναλ άντριδοι, το λέμε σκέτο. Φράση που προέρχεται από τον τίτλο αλμπουμ των Munoz/Sampayo, που εκδόθηκε από την Βαβέλ (δες μύδι #1).

Σλάνγκ των κομικάδων, την οποία πετάνε σε άσχετες στιγμές, και συνήθως δεν την πιάνουν οι άλλοι....
Η έκφραση είναι συνώνυμη, του δεν την παλεύω κάστανο, ή σε άπταιστα ελληνικά: you can't always get what you want (χωρίς τη συνέχεια)...

Σημαίνει απλά, ότι η πραγματική ζωή είναι πολύ σκατά για να την αντέξεις (τον περισσότερο καιρό) και χάνει κατά πολύ σε σύγκριση με τον μαγικό κόσμο της όγδοης τέχνης, που μάθαμε από την Βαβέλ. Ό,που όλα επιτρέπονται, και όλα επιβάλλονται. Κάτι σαν τον Τορπέντο που γλυτώνει πάντα με λίγες γρατζουνιές, κάτι σαν τους τέλειους κώλους του Μανάρα, κάτι σαν το ναυτικό καπέλο του Κόρτο, τους ατελείωτους σεξουαλικούς διαλόγους του Reiser, και τον ονειρικό κόσμο εκείνου του Έλληνα που έστειλε τα κόμικς σε γράμμα, και ο κατάλογος συνεχίζεται...

-Πάλι μου χάλασες το βράδυ...
-Εγώ ή οι ξενέρωτοι φίλοι σου. Οι άνθρωποι δεν υπάρχουν. Κόντεψα να πέσω στα βαριά από την ξενέρα.
-Ας έκανες υπομονή. Ένα βράδυ βγήκαμε μαζί τους. Θα μπορούσες να κρατηθείς και να μη χασμουριέσαι συνέχεια, και να παίζεις με το κινητό σου!
-Επίσης θα μπορούσα να είμαι και ο Σάκης Ρουβάς με το Ε9 του Κόκκαλη. Αλλά...
-Τι αλλά;
-Αλλά η ζωή δεν είναι κόμικς!
-Κι εσύ δεν είσαι ο Σούπερμαν...
-Πού ξέρεις τι κάνω τα βράδια όταν κοιμάσαι;
-Σταμάτα να μιλάς και φίλα με μονόχνωτε.....

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σλανγκικώς ορθός τρόπος να πεις και τα λοιπά, όπως και τα και άλλες / λοιπές δημοκρατικές δυνάμεις, και Ταλιμπάν. Από τα εμπριμέ υφάσματα ή ρούχα (ετυμολογία: γαλλικό imprimé), που είναι διακοσμημένα με πολύχρωμα σχέδια, συνήθως λουλουδιών. Οπότε η έμφαση δίνεται στον παρδαλό και πουστολουλουδάτο χαρακτήρα των πραγμάτων που υπαινισσόμαστε παρατακτικώς.

  1. Hydraformed στο σλανγκρ:
    - Συνωνυμο του ''καλαμωρενταξη''...Ωχαδελφισμος και αλλα λοιπα εμπριμε'')

  2. Να δεις που κάποτε θα μας πούνε και μαλάκες (Γιάννης Μηλιώκας)

Λένε πως είμαι γκαντέμης
Παλιοκουμούνι, ανάρχας
Χωρίς αιτία φρικάρω
Και άλλα πολλά εμπριμέ

(από Khan, 06/01/10)(από Khan, 11/04/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εντελώς αδόκιμη, αλλά ψιλομαγκιόρικη σύνταξη. Τείνει να αντικαταστήσει την παλιομοδίτικη και ολίγον ελιτίστικη έκφραση «που είναι και του γούστου σου», ή το άχρωμο και ψιλοπουστρέ «που σου αρέσει».

Η σλανγκιά κάνει χρήση της πολυβασανισμένης πρόθεσης «να» για να δώσει τη σιγουριά και πώρωση (σαν ψυχολογική ένεση), σε αντίθεση με το ψιλομίζερο «που». Η έκφραση συνήθως συνοδεύεται και από γκριμάτσα, κάτι που με δυσκολία μπορεί να αποτυπωθεί στον ορισμό....

  1. -Τι χαμπάρια Μιχάλη;
    -Τα ίδια...
    -Ακόμα τη Μαίρη σκέφτεσαι; Ξεκόλλα με το μυαλό σου ρε φίλο! Υπάρχουν κι αλλού πορτοκαλιές.
    -Έχεις δίκιο, αλλά γενικότερα δεν είμαι σε φάση.
    -Ρε φάε μια λάκτα και χέστηνα που σου λέω. Να κανονίσω μια έξοδο το βράδυ με γκομενάκια έξτρα πρίμα γκουντ, να γουστάρεις;

  2. - Ρε συ, κατάθλιψη έπαθε η «μες»;
    - Γάμησε τα, πολύ νταουνιασμένη. Εδώ αντί να πει χρόνια πολλά στον «τζονβλακ», τον καταχέριασε μέρες που 'ναι! Ευτυχώς ο άλλος το πέρασε στο ντούκου. - Να τους βάλω και τους δύο σε ένα παράδειγμα να γουστάρουν;
    - Εγώ λέω ότι θα βρεις τον μπελά σου!!!
    - Η πρώτη θα 'ναι...

(από electron, 08/01/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Δεν αναφερόμαστε στην μεταδοτική νόσο που προκαλούν τα μπαμπέσικα αραχνοειδή παράσιτα που φωλιάζουν στο δέρμα και σού γαμούν τα ράμματα, αλλά σε άλλου είδους αρρώστια: στην πώρωση που νοιώθει ο κάθε είδους φετιχιστής για το το υποκείμενο ή αντικείμενο του πόθου και της εμμονής του.

Ψώρα έχουν κάγκουρες, γκατζετάκηδες, στρατόκαυλοι, εφαψάκηδες, φραπεμανιακοί, σφίχτες, σλανγκοπαθείς, αρχαιόκαυλοι, e-λληναράδες, τετρατριχοτόμοι, μοντελοπνίχτες, βέλτσοι, χριστιανοταλιμπάν, μουνάκηδες, κωλάκηδες, βυζάκηδες, κρητικοί, πρεζάκια και πάρα μα παπάρα πολλοί άλλοι αρρωστάκηδες.

Αγγλιστί, On a jag.

- Την ψώρα του ψαροτουφέκου την κόλλησα από τον πατέρα μου αλλά και τον θείο μου. Από πολύ μικρός είχα μεγάλη λόξα με τα μακροβούτια και τις βουτιές γενικά…
(εδώ)

- Δεν κατέχω το άθλημα του προγραμματισμού όμως έχω μεγάλη ψώρα και ασχολούμαι αρκετά…
(εδώ)

- Έχω αρκετά καλα οπλάκια στο μυαλό μου καθώς έχω μεγάλη ψώρα για το κυνήγι...
(εδώ)

Το άκαρι της ψώρας (από Vrastaman, 12/01/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πρόκειται για άτομο που θέλει να κάνει τα πάντα τσάμπα, χωρίς να δίνει ούτε ένα λεπτό του ευρώ, όπως π.χ. τσαμπέ είσοδοι, κούτρα τσιγάρα και άλλα τέτοια. Αξιόλογα συνώνυμα αποτελούν το καβατζόπουστας και το τζαμπατζής.

- Ρε συ, τι θα γίνει μ' αυτόν το μαλάκα τον Σάκη; Καλόμαθε να τον κερνάω όταν βγαίνουμε.
- Ε αφού το ξέρεις ότι είναι κουτρατζής ρε, εσύ γιατί τον κερνάς;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified