Selected tags

Πλιζ, απόφυγε αυτήν την ετικέτα, καθώς πρόκειται σύντομα να απαλειφθεί!

Αν δεν βρεις ετικέτες που να ταιριάζουν στον ορισμό σου, ανέβασέ τον χωρίς ετικέτες και στείλε κατόπιν αναφορά στους συντονιστές υποδεικνύοντας τις ετικέτες που θα ήθελες να του προσαρτηθούν.

Κορίνθια φράση έκπληξης γεγονότος / συμβάντος μεταξύ 2 συνομιλούντων -συνήθως φίλων, για κάτι που ο ένας από τους δυο ή δεν το ξέρει ή δεν περίμενε ότι θα συμβεί.

  1. - Τά 'μαθες; ο Τάκης παντρεύεται!
    - Ναι; και ποια παίρνει;
    - Τη Μαίρη ρε, την κόρη του φαρμακοποιού!
    - Τη Μαίρη; Τ' είπες τώρα! Αυτή δεν καταδεχόταν να κοιτάξει άνθρωπο στη γειτονιά...
    - Κι όμως 3 χρόνια τά 'χανε καλά...

  2. - Άσε είμαι να σκάσω... χάλασε το μοτέρ στο Corollaκι μας.
    - Τ'είπες τώρα! Χαλάνε ρε τα Corolla; (σημ: τα toyota γενικώς είναι πολύ αξιόπιστα αυτοκίνητα).

Βλ. και τι λες τώρα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

«Κάνω οχτάρια» σημαίνει οδηγώ ή παραπατώ σε βηματισμό που θυμίζει το σχήμα 8. Γιατί είναι αδύνατο να πάω ίσια.

Οφείλεται στο μεθύσι ή σε ζάλη. Όταν αφορά την οδήγηση, είναι αποτέλεσμα κάποιας λανθασμένης (ή ξεπίτηδες καγκούρικης) κίνησης.

Με ρώτησε η μάνα του αν ήπιε πολύ χθες ο γιος της, τι να της πω, ότι είχε γίνει ντίρλα και παραπάταγε και έκανε οχτάρια, και ότι τελικά πήρα εγώ το αυτοκίνητο αλλά το στουκάραμε στη μάντρα; Ε της είπα ότι φταρνίστηκε και του ξέφυγε το τιμόνι.

(από Khan, 07/02/12)Στο 1.00, "για σένα κάνω στην άσφαλτο οχτάρια", ούμπερ ποίηση Αντύπα. (από Khan, 07/02/12)

Τρεκλίσματα: ζεϊμπεκιά, οχτάρια, στρέκλα-δίπλα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εϊτίλα σλανγκιά, από τις πρώτες, νομίζω, που έκαναν τον σοβαρό ελληνικό κόσμο να επιβεβαιωθεί οριστικά για το τραγικό γεγονότο ότι η γλώσσα μας έχει φτωχύνει.

Χρησιμοποιήθηκε πολύ από τους εφήβους, κόλλησε κάπως και στους μεγαλύτερους, και μετά πέθανε. Τώρα λέγεται μόνο από λείψανα των ογδόνταζ.

Σημαίνει αυτό που σημαίνει, αλλά είναι και έκφραση πασπαντού αντί του «όχι», ή αντί άλλης κουβέντας η οποία θα μας δυσκόλευε να την πούμε, ή αντί εισαγωγής στον κυρίως λόγο μας, κλπ.

Το καμία τονίζεται ιδιαιτέρως ναζιάρικα.

  1. Πώς πάει, πήγες για ψώνια;
    - Μπα, καμία σχέση.

  2. - Αγάπη μου, σε παρεξήγησα.
    - Καμία σχέση, δεν πειράζει...

  3. (γκάλοπ)
    - Ποια η γνώμη σας για την ακρίβεια;
    - Εεεεεε ... (κομπλάρει), χιχι! (έχει τρακ), εμ, να σας πω, να, καμία σχέση, η γνώμη μου είναι ότι τα πάντα είναι πολύ ακριβά...

Got a better definition? Add it!

Published

Ο καθένας, πας εις, πας έκαστος, κάθε καρυδιάς καρύδι -συνήθως με την απόχρωση του «ο κάθε μαλάκας».

Έκφραση που σχηματίστηκε εξαιτίας της δύσκολης κλίσης της αντωνυμίας πας (θηλ. πάσα, ουδ. παν). Επικράτησε το πιο εύηχο (η πάσα), αλλά με το αρσενικό άρθρο. Πιθανόν να έγινε το λάθος (ή να διατηρήθηκε) και για λόγους ρυθμού, προσωδίας, μελωδίας, ευφωνίας κουτουλουπού.

  1. Μια φιλική συμβουλή: στη θέση σου, δε θα έβαζα τη φωτογραφία του παιδιού μου φόρα-παρτίδα στο διαδίκτυο, να την κατεβάζει ο πάσα ένας άγνωστος / άσχετος ή κακόβουλος και να την κάνει ο,τι θέλει.
    (νέτι)

  2. Βέβαια, δημοσιογραφική ταυτότητα μπορεί να έχει ο πάσα ένας αλλά από τη στιγμή που εκπροσωπεί ένα Μέσο και το Μέσο δικαιούται μιας ή περισσοτέρων διαπιστεύσεων, μπορεί να τον εκπροσωπεί επίσης ο πάσα ένας, και αυτό θα πρέπει να γίνεται σεβαστό. (νέτι)

  3. Θανατική να εφαρμοστεί ποινή από το κράτος
    σαν μαστουρώσει κι ευθυμεί ο πάσα ένας πάτος
    (από το τραγουδάκι «Άμα το λέει η σούφρα σου»)

(από Khan, 18/02/11)

βλ. και πασαένας

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το β' συστατικό -ιδι ενώ κατά κανόνα σημαίνει το υποκοριστικό, ενίοτε χρησιμοποιείται για να δηλώσει μια πληθώρα από ενέργειες, ίσως μικρές σε χρονική διάρκεια, αλλά πάντως πολλές. Λ.χ. κλωτσίδι, κλωτσομπουνίδι, κλανίδι (πορδοκλανίδι, μουνοκλανίδι) κ.ά. Έτσι και εδώ, το μπουνίδι είναι η πληθώρα από πολλές γροθιές που πέφτουν αβέρτα, συχνά με διασκεδαστικό τρόπο.

Το μπουνίδι μπορεί επίσης να είναι μία γροθιά, αλλά γερή. Και εδώ έχει ενδιαφέρον ότι το -ίδι, ενώ κατά κανόνα δηλώνει υποκορισμό, συχνά σημαίνει τελικά επίταση του α΄συστατικού.

Στο Δ.Π. υπό ironick.

  1. Το μπουνίδι της αγανάκτησις που γάμισε την μάπα του Χατζηδάκη. (Εδώ).

  2. Μπουνίδι στο Αλβανικό Κοινοβούλιο. Η ένταση στην βουλή της Αλβανίας είναι κάτι συνηθισμένο, το βρίσημο - που περιλαμβάνει όλες τις γυναίκες συγγενείς πρώτο βαθμού των βουλευτών (μάνα, γυναίκα, κόρη, αδερφή κλπ) - επίσης, μπουνίδι όμως δεν έχουμε τι χαρά να βλέπουμε συχνά. Αυτή τη φορά τη φορά τη σειρά την είχε ο βουλευτής του ΔΚ Edi Paloka που δέχτηκε καρατίστικη μπουνιά του «σοσιαλιστή» Armando Prenga. (Εδώ).

  3. Χορταστικό και θεαματικό μπουνίδι στα Ιεροσόλυμα. Μιλάμε για πολύ χορταστικό ξύλο μεταξύ ελληνορθόδοξων και Αρμένιων κληρικών στα Ιεροσόλυμα. Ειδικά ο Αρμένιος με τα κόκκινα που ρίχνει τη σφαλιάρα στο μαυροντυμένο Έλληνα καλόγερο και μετά βουτάει και προσγειώνεται πάνω στα κεφάλια των Ισραηλινών σεκιουριτάδων βάζει υποψηφιότητα για κατσέρ. Στον Τάφο του Ινδού θα έκοβε όλα τα εισιτήρια! (Εδώ).

(από Khan, 17/02/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κάθε πηγή προϊόντος (π.χ. εμπορικό κατάστημα) ή υπηρεσιών (π.χ. συνεργείο αυτοκινήτων) που έχει πολύ ακριβές τιμές λόγω αποκλειστικότητας ή απλώς μούρης.

– Τράκαρα το σιβικάκι μου και το άφησα στον Χριστόπουλο.
– Πας καλά; Αυτός είναι φαρμακείο. Θα σε στείλω σε ένα ξαδερφάκι μου να σ'το φτιάξει με τα μισά λεφτά.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Οι γενετικοί αδένες του άντρα. Όταν χρησιμοποιείται σε μία φράση φανερώνει απαξίωση.

Όταν σου έλεγα να διαβάσεις, εσύ έξυνες τα μπλιμπλίκια σου. Γράφε τώρα πάλι τον Σεπτέμβριο.

(από allivegp, 23/01/11)

Got a better definition? Add it!

Published

Πιάνω κάποιον από τον γιακά με άγριες διαθέσεις, τσακώνω, αρπάζω κάποιον, ξεκινάω τσαμπουκά. Συλλαμβάνω και εξουδετερώνω κάποιον που παρανομεί, ιδίως επ' αυτοφόρω ή πριν διαφύγει.

  1. Από εδώ:
    Κάποτε, έπεσε κροτίδα και ΜΕΣΑ στο κτίριο, δέκα μέτρα από το χώρο που εργαζόμουν. Πραγματικά τρόμαξα (τι βάζουν μέσα σ'αυτές τις κροτίδες;; Βγήκα έξω, αλλόφρων, να «γιακαδιάσω» όποιον βρω.

  2. Από εδώ:
    Το θέμα Αντώνη μου είναι οτι προσφερθήκαμε ένα κάρο άτομα να καταθέσουμε ΕΠΩΝΥΜΑ,και πολύ στα τέτοια μου κιόλας..Εδώ τον γιακάδιασα και μας κοιτούσε όλη η Αναγνωσταρά,λες να τον φοβόμουν να του κάνω την καταγγελία,ειδικά όταν προτίθενται κι άλλοι πολλοί;

  3. Από εδώ:
    Σε ποια άραγε εξωθεσμική σκοπιμότητα οφείλεται η δραστήρια παρουσία ενός σκοτεινού ιππότη σε μια μεγαλούπολη, όπου το σύστημα φαίνεται να λειτουργεί ομαλά, καταφέρνοντας αργά ή γρήγορα να «γιακαδιάσει» τους παρανόμους;

  4. Από εδώ:
    [...] από την άλλη βρέθηκε να χρωστάει εκατομμύρια και οι πληροφορίες μου λένε οτι σκέπτεται να αποδράσει απο τη χώρα(πηγαίνοντας στη Νότια Αφρική να δουλέψει στα ορυχεία διαμαντιών). Θα τον παρακαλούσα να μη μας αναγκάσει να τον γιακαδιάσουμε στο αεροδρόμιο [...]

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έκφραση με την οποία υποτιμούμε την σοβαρότητα των λόγων ή των πράξεων ενός ανθρώπου, αλλά και αυτού του ίδιου συνολικά.

Έχει ένα υποβόσκον πατρονάρισμα· το «καλά» ως συμφωνία χρησιμοποιείται ειρωνικά/συγκαταβατικά (με την κακή έννοια). Την μισή δουλειά την κάνει η εκφορά, γι’ αυτό στον γραπτό λόγο συνήθως ακολουθείται από αποσιωπητικά - επιφυλάσσομαι για ανάρτηση ηχητικού.

Συγγενεύει με το ό,τι νά 'ναι, το φέξε μου και γλίστρησα, τα πιάσαμε τα λεφτά μας κλπ. Λέγεται και «άι καλά».

  1. Από εδώ:

Α,ΚΑΛΑ ΣΚΑΝΕ ΟΙ ΒΟΜΒΕΣ Η ΜΙΑ ΜΕΤΑ ΤΗΝ ΑΛΛΗ.ΚΑΛΑ ΤΙ ΣΟΙ ΖΕΥΓΑΡΙ ΕΙΝΑΙ.ΤΑ ΕΧΟΥΝ 7 ΧΡΟΝΙΑ ΚΑΙ ΔΕΝ ΜΕΝΟΥΝΕ ΜΑΖΙ.ΠΡΩΤΗ ΦΟΡΑ ΤΟ ΑΚΟΥΩ.

  1. Από εδώ:

Αυτό είναι το σκηνικό δράσης του νέου, 12ου συνολικά, δίσκου τους. Αν όμως έχετε ήδη αρχίσει τα «α, καλά, κατάλαβα», τότε έχετε κάνει το ολέθριο λάθος να υποτιμήσετε την κλάση των Metallica.

  1. Από εδώ:

αϊ καλά, το iphone που λεςτο μπέρδεψα με το iphoto

Got a better definition? Add it!

Published

Το παχυλό χρηματικό ποσόν. Σε πιο χειροπιαστή μορφή χαρακτηρίζει μια χοντρή δεσμίδα χαρτονομισμάτων, η οποία δεν ξοδεύεται αλλά ακουμπιέται.

- Φιλαράκι, δεν παίζει να πάρει το πισί σου το βιντεογκέιμ. Ο επεξεργαστής είναι για τον πέο.
- Όχι ρε πούστη, σοβαρολογείς; Και ακούμπησα χοντρό μπακοτσέτουλο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified