Selected tags

Πλιζ, απόφυγε αυτήν την ετικέτα, καθώς πρόκειται σύντομα να απαλειφθεί!

Αν δεν βρεις ετικέτες που να ταιριάζουν στον ορισμό σου, ανέβασέ τον χωρίς ετικέτες και στείλε κατόπιν αναφορά στους συντονιστές υποδεικνύοντας τις ετικέτες που θα ήθελες να του προσαρτηθούν.

Έκφραση η οποία χρησιμοποιείται για να περιγράψει πολύ μεγάλα μεγέθη, κυρίως σε επίπεδο ποιότητος και υπερβολής.

Δύο φίλοι σχολιάζουν:
- Τα φιλανθρωπικά έργα του είναι πολύ μεγάλα.
- Ουρανομήκη...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Υπόβαθρο γνώσεων.

(Συζήτηση προϊσταμένου τεχνικής υπηρεσίας κάποιας εταιρείας με νεοπροσληφθέντα υπάλληλο)
- (Προϊστάμενος) Θα πρέπει τώρα Πετρόπουλε να ασχοληθείς με την επισκευή αυτού του μηχανήματος. Για να τα καταφέρεις όμως χρειάζεται να ξέρεις από επισκευή της μονάδας Χ. Έχεις ασχοληθεί κατά την προϋπηρεσία σου με τέτοιο θέμα; - (Πετρόπουλος) Δυστυχώς, δεν υπάρχουν τέτοιες καταχωρήσεις στον σκληρό μου δίσκο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μέτριας έντασης καψόνι στους σχολικούς χώρους της δεκαετίας του 80.
Το θύμα συλλαμβάνεται από ομάδα συμμαθητών του, συνήθως κατά την διάρκεια του διαλείμματος, μεταφέρεται στην -άδεια- έδρα όπου τοποθετείται ανάσκελα και γαργαλάται ομαδηδόν από τους θύτες.

Συναντάται σχεδόν αποκλειστικά μεταξύ αρρένων (τόσα ξέραμε, τόσα κάναμε).

- Ντου, εγχείρηση τον Παναγή!
(ακολουθούν κραυγές του θύματος)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Υπερβολή, με τη γενικότερη έννοια του πράγματος.

- Εμ, αφού έχυνε όλο το ποτό έξω από το ποτήρι, βούτηξα το μπουκάλι κ έβαλα μόνος μου.
- Λύσσα, λύσσα τό 'κανες και εσύ πια...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αν υπήρχε στο λεξικό αυτό η κατηγορία 'σαχλά' (με την κυριολεκτική έννοια και όχι με την έννοια του λήμματος τα σαχλά), τότε θα έμπαινε και τούτο οπωσδήποτε.

Τακουνάς και μανάβης = τα κουνάς και μ' ανάβεις

- Τι επάγγελμα κάνεις;
- Τακουνάς και μανάβης.

(μπρρρρρρρρρρρρρρ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εμπρός γενναίοι μου, ορμάτε εσείς μπροστά κι εγώ από πίσω, γιούργια στα παλιούρια ή γιούργια στον ταμπλά με τα κουλούρια που λέω κι εγώ, γενικώς πρόσω ολοταχώς χωρίς να κρατάμε καμία εφεδρεία ή πισινή.

Όπως λέει κι ο φίλτατος foobaras στο σχετικό λήμμα, βούρ σημαίνει «δρόμο για / κατευθείαν στο», αλλά εδώ μπαίνει και η γαστριμαργική διάσταση του θέματος, τουλάχιστον για τους θιασώτες του σχετικού εδέσματος.

  1. Πηγα στο μαγαζι τυχαια επειδη ειχα κενο απο τη δουλεια μου ενα απογευμα Τεταρτηs.Η κοπελα προs μεγαλη μου εκπληξη ηταν η Ελινα,γνωστη απο παλιεs καλεs μερεs.Ετσι το να περασω ηταν μονοδρομοs για μενα,επειδη η κοπελα ειναι απο τα "βαρια" χαρτια του χωρου.Το προγραμμα ειναι τυποποιημενο και εχει ολεs τιs στασειs...του μετρο.To βασικοτερο βεβαια ειναι οτι ολα γινονται επαγγελματικα,χωριs βιασινη και με σεβασμο στον πελατη και τα ευρω του.H μονη μου ενσταση [που θα διορθωθει προσεχωs οπωs με διαβεβαιωσε η υπηρεσια] ειναι η ελλειψη ντουζιεραs σε καθε δωματιο.Λοιπον συναγωνιστεs βουρ στον πατσα και δεν θα χασετε. ps: καθε Τεταρτη και Πεμπτη απογευμα οπωs μου ειπαν.
    [από το διαδίκτυο - bourdela.com]

  2. - Tι να κάνω ρε μαλάκα; Να πάω; Ή μήπως να περιμένω μπα κι έρθει εκείνη;
    - Τι να περιμένεις ρε μπάμια; Το τραμ; Ρε βουρ στον πατσά και μη μασάς! Θα σ' το φάει άλλος το γκομενάκι και θα μείνεις μπακούρι να τραβιέσαι από putzinstitut σε putzinstitut. Άντε, έμπαινε Γιούτσο!

(από acg, 09/05/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η έκφραση χρησιμοποιείται για να δηλώσει σαστιμάρα, έκπληξη.

Μαλάκα, δεν σου λέω τίποτα. Σήμερα είδα παρδαλό Θεό. Έπεσα πάνω στον Καθηγητή την ώρα που την κοπανούσα, αλλά δεν είπε τίποτα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Απύθμενης μαλακίας απάντηση-σχόλιό μου σε συζήτηση, σε άνθρωπο που λέει α κ ρ ι β ώ ς το ίδιο με μένα!.....

Πνεύμα αντιλογίας εκ πεποιθήσεως, στην παρέα και στον καθέναν ξεχωριστά.....
Δεν θέλω να συμφωνεί κανείς μαζί μου, δεν θέλω να το βρίσκει ποτέ πρώτος, δεν θέλω να τον επαινούν, δεν έχω να αντιπροτείνω τίποτε, μπορεί και να μην παρακολουθώ καν τι λέει.....
Φτάνει να μη παραδεχτώ ότι έχει δίκιο, καλύτερη ιδέα, κοντινότερο δρόμο, καλύτερο ξενοδοχείο, φτηνότερο φαγητό, καθαρότερη θάλασσα και ένα σωρό ακόμη που δεν τα πρόλαβα εγώ!.....
Τώρα είναι καλό πράμα αυτό που έχω;

Τελικά όλα αυτά, φυσικά και συμβαίνουν μόνο στην παρέα μας, έτσι, για πλάκα!... (μερικές φορές πάλι, ΟΧΙ!!!)...

  1. Α: - Τελικά το άλλαξα το αυτοκίνητο Θανάση... πήρα το HONDA το
    CIVIC....
    Β: - Ωραίο αδερφέ... και γώ στη γυναίκα μου HONDA πήρα!
    Α: - Άλλο εκείνο, δεν έχει να κάνει!...

  2. Α: - Θέλετε να πάμε εκδρομή στη Βουρβουρού; Ωραία θα είναι...
    Β: - Να πάμε, αλλά μέσα απ'το βουνό, μην κάνουμε το γύρο... ξέρω εγώ τον δρόμο...
    Α: - Άλλο εκείνο, δεν έχει να κάνει!

  3. Άικ: - Να πάμε να ψωνίσουμε, μεσημέριασε, συννεφιάζει, έβγαλε αέρα, θα χάσουμε το μπάνιο λέμε...
    Μάικ: - Πήγαμε και ψωνίσαμε ρε συ, νωρίς το πρωί, κοιμόσουνα...
    Άικ: - Άλλο εκείνο, δεν έχει να κάνει!
    Μάικ, βαπόρι απ' τη ζοχάδα:- Δηλαδή τι άλλο εκείνο βρε πούστη; πήγαμε και ψωνίσαμε σε λέμε!...

(από Galadriel, 01/12/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η πραγματική έννοια του ουσιαστικού του ρήματος δουλεύω, δεν είναι το λήμμα δουλειά, μα το λήμμα δουλεία. Περαιτέρω διευκρινίσεις φαντάζουν αχρείαστες καθότι όσοι δουλεύουν καταλαβαίνουν ακριβώς την τονική διαφορά μεταξύ των δύο λημμάτων.

- Το βράδυ θα πάμε σε μεταμεσονύκτια προβολή της ταινίας «Μετρόπολις». Θα έρθεις φυσικά!
- Μακάρι να μπορούσα... Μα θα είμαι στη δουλεία ως τις δέκα.

Δούλος της δουλειάς. Παίζει και μουνόδουλος. (από Galadriel, 25/02/09)(από Galadriel, 07/03/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συντάσσεται με το ρήμα έχω. Είμαι βλαμμένος, έχω μεγάλη τρέλλα.

Μην του απαντάς. Θα γίνει καυγάς. Τούτος έχει χοντρή φελάδα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified