Η έκφραση, την οποία μου είπε Κερκυραία και βρίσκω να υπάρχει σε τοπικό γλωσσάρι του νησιού:

Πέκα (η), ο θυμός, το πείσμα | πεκάδος (ο), αυτός που έχει πέκα, που βαστάει το θυμό ή το πείσμα του.

liapadeshistory.blogspot.gr

βρίσκω ευρύτερα να σημαίνει:

  • έχω μεγάλη αγάπη για κάτι, έχω φάει κόλλημα με κάτι.
  • έχω μανία,εμμονή, ψυχαναγκασμό με κάτι, σκαλώνω με κάτι.
  • έχω πείσμα, κρατάω μούτρα σε κάποιον, τρώω σκάλωμα εναντίον κάποιου.

Έψαξα λίγο για ετυμολογία προς Ιταλία μεριά: στα ιταλικά λεξικά βρίσκω pecca να σημαίνει ελάττωμα, βλάβη, ζημιά (peccare από την άλλη σημαίνει αμαρτάνω). Μου φαίνεται η πέκα να έχει μια σχετική παραλληλία με το πως χρησιμοποείται γενικότερα η λέξη ζημιά. Έτσι, το έχω πέκα συγχωνεύει δύο νοήματα: α) παθαίνω ζημιά με κάτι, δηλ. κάτι έχει πάνω μου πολύ μεγάλη επίδραση, τόση που σχεδόν με έβλαψε β) το αποτέλεσμα αυτής της "ζημιάς", ότι μου έμεινε κάτι με την έννοια του σκαλώματος και κολλήματος, δηλαδή, η βλάβη (pecca) με έκανε λιγάκι βλαμμένο (με έκανε να έχω pecca).

Αλλά απ' ότι κατάλαβα είναι μια σχετικά ήπια έκφραση που εκφράζει συχνότερα την μεγάλη αγάπη για κάτι.

Δεν ξέρω, εμένα μου φαίνονται πιθανά τα παραπάνω τα ετυμολογικά. Εσάς;

Έχω "πέκα" με τις ταινίες από μικρός.... τεράστια συλλογή VHS... Τώρα με τα αϋλα, ξεφορτώθηκα τις κασσέτες και απέκτησα πολλούς δίσκους... Οπότε έκανα και αρχειοθέτηση... έχω ένα app που τις έχω όλες καταχωρημένες... πηγή

To βάψιμό σου φίλτατε είναι απλά καταπληκτικό, αυτό το ματ είναι όλα τα λεφτά, εύγε(για τον κινητήρα δεν θα πω γιατί έχω πέκα) πηγή

Αν εχω χρονο μετα θα δω, αλλα αν αλλαξουν κατι εδω με μελλοντικη αναβαθμηση (ηδη το δσλαμ ειναι γεματο) στο μελλον και ειναι conexant ... θα θελω αλλα μοντεμ επειδη εχω πεκα. πηγή

Όσο για το κοκο δεν νομίζω να κάνει κάτι το ιδιαίτερο. Όυτε στοματικό ούτε οθωμανικό. Μόνο απλό και πολύ σου είναι. Με το πλύσιμο έχει πέκα. πηγή

Επίσης, αυτό που μετράει ΠΟΛΥ είναι ο στόχος που έχεις. Αν κάποιος έχει πέκα με τα πολλα κιλα ή έχει πεισθεί (καλώς ή κακώς) πως θα αποκτήσει την εμφάνιση που επιθυμεί σηκώνοντας πολλά κιλά, τότε τείνει να τα καταφέρνει, εφόσον αποφεύγει τραυματισμούς. πηγή

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο τοίχος του μπιλιάρδου σε μορφή υποκοριστικού. Προκύπτει από το «μπρικόλα» που σημαίνει το ίδιο.

Μάλλον παράγεται από το αγγλικό μπρικ (τούβλο), εξ ου και ο τοίχος. Η κατάληξη ιταλίζει όμως και ίσως να οφείλεται στο ότι το έχω ακούσει να λέγεται έτσι από επτανήσιους.

Χρησιμοποιείται μεταφορικά στη φράση «μου 'φυγε το μπρικολέτο» και έχει την έννοια ξαφνιάστηκα, εξεπλάγην, μου 'φυγε το τσερβέλο, το καφάσι, κλπ.

Η λέξη και η έκφραση κυκλοφόρησε για λίγο στα τέλη του '80 και μετά εξαφανίστηκε, τουλάχιστον εγώ δεν την ξανάκουσα. Όποιος γνωρίζει κάτι παραπάνω, ελεύθερα να συμπληρώσει και να τροποποιήσει τον ορισμό.

  1. Έλα, δεν είναι δύσκολη στεκιά, παίξε την πράσινη με μπρικόλα στη μέση και θα μπει.

  2. Τι λε ρε φίλε, δεν το πιστεύω, μού 'φυγε το μπρικολέτο!

Βλέπε και γαλλικό.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ποκερικής προέλευσης λέξη, η σημασία της οποίας διευρύνθηκε συν τω χρόνω εντυπωσιακά. Ένας εξειδικευμένος τεχνικός όρος χαρτοπαιγνίου διάγει στας ημέρας μας έναν δεύτερο βίο, περιγράφοντας πάντοτε σύνθετα και συνδυαστικά φαινόμενα. Αναλυτικότερα:

  1. Κερδοφόρος συνδυασμός φύλλων στο πόκερ. Η απλή κέντα (straight) αποτελείται από 5 φύλλα σε αριθμητική σειρά, π.χ. Α, 2, 3, 4, 5, όχι όμως του ιδίου χρώματος. Η κέντα-φλος ή αλλιώς κέντα-χρώμα (straight flush) αποτελείται από 5 φύλλα σε αριθμητική σειρά και του ιδίου χρώματος, π.χ. 5, 6, 7, 8, 9 κούπα.

  2. Συνδυασμένη ενέργεια δύο ή παραπάνω ατόμων που στέφθηκε από επιτυχία αποφέροντας αξιόλογα οφέλη, συνήθως οικονομικής φύσεως. Η επιτυχία της ενέργειας-κέντας δεν είναι απαραίτητα τετελεσμένο γεγονός, αρκεί να εικάζεται με μεγάλες πιθανότητες. Με την ίδια περίπου σημασία χρησιμοποιείται κι ο όρος μόντα, που όμως είναι πιο γενικός.

- Kέντα κάνουν δυο φίλοι που βάζουν από κοινού λεφτά και αγοράζουν μια επιχείρηση, π.χ. παίρνουν το franchise για το everest, ή παίρνουν τον «αέρα» από κάποιο μπαράκι.
- Κέντα κάνουν (πάλι) δυο φίλοι που αποφασίζουν να συγκατοικήσουν ώστε να μοιράζονται τα έξοδα. - Κέντα κάνουν (ξανά μανά) δυο φίλοι φοιτητές που συνεννοούνται να αντιγράφει ο ένας απ' τον άλλο στις εξετάσεις.

  1. Άλλη μια λέξη για το γαμήσι, τη συνουσία. Και λέω συνουσία, διότι θέλω να δώσω έμφαση στο συν-αινετικό της υπόθεσης. Δυο άνθρωποι τα μιλάνε, τα συμφωνάνε κι αφού γίνουν αυτά πέφτει ο πήδουλας. Ένας βιασμός ποτέ δεν είναι κέντα, είναι ποινικώς κολάσιμη μονομερής ενέργεια. Εν προκειμένω, χρησιμοποιείται εναλλακτικά και το κέντημα, καθώς και το ρήμα κεντάω = γαμώ.

  2. Μεγάλη αστυνομική επιτυχία, συνήθως σύλληψη κάποιου «μεγάλου κεφαλιού» του οργανωμένου εγκλήματος, π.χ. Παλαιοκώστας. Ενέργεια που προετοιμαζόταν μεθοδικά και σχεδιαζόταν από καιρό, ενώ ήχθη εις πέρας με τη συνεργασία διαφορετικών υπηρεσιών (Ασφάλεια, Τροχαία, Άμεση Δράση).

  3. Στο χώρο των πρεζάκηδων, η κέντα είναι η σύλληψη ή κάποια άλλη ζημιά απ' τους μπάτσους, που όμως γίνεται κατά τύχη, επειδή απλά είχε καύλες ο μαλάκας ο Δίας. Δηλαδή οι μπάτσοι είχαν στηθεί για κάποιον άλλο, πιο μεγάλο (βλ. περίπτωση 4), έπεσαν ωστόσο στη φάκα τους μικρότερα ψάρια, που έκατσε να βρίσκονται φορτωμένοι με ντραγκς στο λάθος μέρος, τη λάθος ώρα. Μιλάμε για τρελή ατυχία, γι' αυτό και σε τέτοιες φάσεις πρέπει πάντα να είσαι στην τσίλια. Ποτέ δε ξέρεις που έχει στηθεί η κέντα και σε περιμένει. Αν την ψυλλιαστείς, το καλύτερο που έχεις να κάνεις είναι να πας πάσο, ήτοι να συμπεριφερθείς σα να μη τρέχει κάστανο...

  1. - Έμαθες ότι πουλιέται εκείνη η καφετέρια κοντά στον ηλεκτρικό στο Μαρούσι, που αράζαμε παλιά;
    - Α ναι ρε συ, κατάλαβα, μιλάς για την τρύπα που πηγαίναμε μετά το φροντιστήριο. Κάτσε να δεις πως τη λέγανε τώρα..
    - Τι σημασία έχει αγόρι μου πως τη λέγανε... Θα της βγάλουμε εμείς άλλο όνομα!
    - Για κάν' το μου πιο λιανά αυτό, τι εννοάς;
    - Ε να, έχεις εσύ κάτι φραγκάκια στην άκρη, θα χτυπήσω κι εγώ ένα δάνειο, στήνουμε χαλαρά την κέντα και το παίρνουμε το μαγαζί!
    - Το σκεφτόσουν πολλή ώρα αυτό;
    - Έλα ρε, σκέψου μόνο τα μουνιά που έχουμε να κεντήσουμε ως αφεντικά κι έτσι..

  2. Με τις πυτζάμες στο σπίτι τους, έπιασε τους δύο της Siemens, Σκαρπέλη και Γεωργίου σε Κηφισιά και Δάφνη, απόψε ο Γιάννης Ραχωβίτσας. Είχε ένταλμα από τον 4ο ανακριτή και το εκτέλεσε ακαριαία. Εαν δεν τους έπιανε θα τον έθαβαν ότι έκανε τα στραβά μάτια. Νωρίτερα δεν είχε ανοίξει μύτη με τα μέτρα στο Σύνταγμα στη πορεία των μουσουλμάνων. Κέντα για τον «Ραχώ». Να λέμε και κανα μπράβο. Το χρειάζονται. (Από εδώ)

  3. - Πώς κι έτσι στεγνός τώρα τελευταία; Εσύ μας κέρναγες πάντα τις καλύτερες κοακόλες όταν ερχόμασταν σπίτι σου, τι τρέχει τώρα;
    - Ξέρω γω, την άκρη μου ρώτα..
    - Ωχ, ο Σήφης ο κατσαρίδας; Τι έγινε, τον τσακώσανε; Λέγε ρε, αφού ξέρεις..
    - Οκ, αφού θες να τα μαθαίνεις όλα, έπεσε ο μαλάκας σε μια κέντα απάνω στο Σχιστό, στα γύφτικα. Για άλλον πήγαιναν και δέσανε το δικό μου, κωλοατυχία μου μέσα..

αυτή κι αν είναι κέντα. (από johnblack, 17/06/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ωραία, ενισχυμένη εκδοχή της επίσης ωραίας λόγιας λέξης αναφανδόν.

Σημαίνει φανερά, χωρίς περιορισμούς και κατ' εξακολούθηση. Η έκφραση χρησιμοποιείται για να χαρακτηρίσει κάτι που γίνεται προκλητικά, ξετσίπωτα, αδιάκριτα και κατά συρροή.

Προέρχεται από τη βενετσιάνικη διάλεκτο: averta = ανοιχτή + coverta = το κατάστρωμα του πλοίου, η κουβέρτα.

Σχετικό λήμμα: το πήρε ο κώλος μας παραμύθι

  1. Oι αναγκες εχουν αυξηθει,και οι μισθοι παραμενουν εδω και χρονια καθηλωμενοι. Την λυση λοιπον στο προβλημα της ελειψης ρευστου στην αγορα προσφερονται να την καλυψουν οι τραπεζες.Οι οποιες αφου εφαγαν τα λεφτα απο το κοσμο με τα παιχνιδια που εστησαν στο χρηματιστηριο δινουν αβερτα κουβερτα δανεια...στο καθε τυχοντα... (από forum)

  2. Είχα πράγματι το άγχος μήπως εκληφθεί ως ομοφοβική η παρουσίαση αυτού του κόσμου και του υποκόσμου του ομοφυλόφιλου σεξ, το πάρκο, το γαμήσι απ’ το ίντερνετ. Αλλά μέσα σε αυτό τον κόσμο εγώ βάζω αγάπη. Νομίζω ότι όλοι άνθρωποι που γαμούν και γαμιούνται αβέρτα-κουβέρτα ψάχνουν την τρυφερότητα και δεν τη βρίσκουν. (από συνέντευξη του Α. Κορτώ στους Π. Ευαγγελίδη-Λ.Καλοβυρνά, www.10percent.gr)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified