Further tags

Έκφραση ολίγον τιραμισουρεαλιστική, που περιγράφει σλανγκογραφικώς την κατάσταση φραπέ ενός κινούμενου πλήθους που, αντί να δίνει στους περαστικούς μια σοβαρή, κυριλέ και κιμπάρικη εικόνα, έχει εκφυλιστεί σε τζέρτζελο των συμμετεχόντων, σε α ΠΡΟ.ΠΟ. αυτοσχέδιες μπυρουέτες όσων είναι ή περπατάνε σαν μεθυσμένοι και, γενικώς, σε ένα μπάχαλο χωρίς κανέναν έλεγχο.

Αν και χρησιμοποιείται ανετότατα για παρέα-πουτσοπανήγυρη που ξαφνικά αποφασίζει να πιει το πεντηκοστό της ποτό στο απέναντι μαγαζί, ωστόσο δίνει ρέστα στο χώρο που γεννήθηκε, δηλαδή στον ελληνικό στρατό, σκιαγραφώντας γλαφυρά το καραπουτσαριό μιας παρέλασης φαντάρων, πολύ νέων για να ξέρουν ή πολύ παλιών για να ασχοληθούν με το άθλημα.

  1. - Ρε συ, αυτοί που βγαίνουν από το Bel Air οι δικοί μας είναι; Πού πάνε όλοι μαζί;
    - Δε λες καλύτερα πώς πάνε; Πότε προλάβανε και γίνανε γκολ; Κοίτα χάλι... Σαν μπουρδέλο σε μετακόμιση...

  2. - Τι είναι αυτά ρεεε! Περνάνε τα τεθωρακισμένα ρε ψόφιοι, να ξηλώνεται η άσφαλτος!
    - [φαντάρος μέσα απ' τα δόντια] ...τη μαλακία που σε δέρνει, στρατόκαυλε, στο δώδεκα και σήμερα...
    - Σκασμόοος! Απαράδεκτοι! Μπουρδέλο σε μετακόμιση! Άχρηστοι! ΕΜΠΛΟΚΗ ΣΤ' ΑΡΙΣΤΕΡΟ!...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η καθιερωμένη μέρα συνάντησης του παντρεμένου με την αντροπαρέα.

Συνήθως Τετάρτη ή Τρίτη που έχει champions league. Η γραπτή 4ωρη άδεια εξόδου μία φορά την εβδομάδα και για συγκεκριμένο τόπο. Απαγορεύονται αυστηρά τα κωλόμπαρα, στριπτητζάδικα, καφετέριες που γίνεται ψωνιστήρι, και άλλα ευαγή ιδρύματα.

Όπως και στο στρατό, η άδεια ανακαλείται όταν συντρέξουν έκτακτες συνθήκες ή άν γίνει κατάχρηση εμπιστοσύνης από τον αδειούχο.

Τέταρτη δεν αδειάζω ρε μάστορα. Είναι μπακουροτετάρτη. Μαζευόμαστε με τα φιλαράκια και βλέπουμε κανά παιχνίδι.

Μας γκαντέμιασε η γυναίκα μου χτές... (από Marco De Sade, 19/03/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παραλλαγή του «στην υγειά σου», με ιδιαίτερη σημασία στην Κρήτη, όπου συνοδεύει ένα ολόκληρο τελετουργικό για πιώματα μέχρι λιποθυμίας.

Το «στην αφεντιά σου» είναι πιο σοβαρό απ' το «στην υγειά σου», το οποίο είναι γενικότατο. Δηλώνει ρισπέκ, και δείχνει ότι θεωρείς τον άλλον κύριο του εαυτού του - να κάτι που δεν ισχύει για όλους.

Το τελετουργικό έχει ως εξής. Παρεάκι μαζεύεται στην αυλή (σπίτι, μπαλκόνι, νυχτερινό κέντρο, οπουδήποτε), με το μπουκάλι / κανάτα / νταμιτζάνα κρασί στη μέση. Στην αρχή, ο κόσμος κερνάει και πίνει κανονικά, βάζοντας στα ποτήρια των άλλων και στο ποτήρι του (ο κεραστής, τελευταίος) και λέγοντας «γεια μας, μ'ρε παιδιά!» ή κάτι τέτοιο πριν τσουγκρίσει και πιει. Ως εδώ καλά. Αργά ή γρήγορα όμως, κάποιος θα κάνει τη μαλακία και θα «καλέσει». Έτσι ξεκινάει ένας κατήφορος που θα τελειώσει ανυπερθέτως με ένα τσούρμο λιώματα, χυμένους ο ένας πάνω στον άλλον.

Ο καλεστής, πρώτ' απ' όλα, σκώνεται όρθιος να τον βλέπουν. Μετά παίρνει το δικό του ποτήρι και το γιομίζει μέχρι πάνω πάνω, ξέχειλο που λένε. Μετά το σηκώνει προς τη μεριά αυτού που θέλει να καλέσει (παναπεί να προκαλέσει...), λέει σοβαρά-σοβαρά «στην αφεντιά σου», και το κατεβάζει κούπα (παναπεί μονορούφι). Αμέσως μετά το ξαναγιομίζει, πάλι ξέχειλο, και το δίνει σ' αυτόν που κάλεσε. Ο οποίος διαλέγει κάποιον άλλον στην παρέα να καλέσει, λέει κι αυτός «στην αφεντιά σου», πίνει την κούπα, ξαναματαγιομίζει, και ούτω καθ' εξής.

Οι κανόνες του παιχνιδιού:
1. Απαγορεύεται να καλέσεις χωρίς να πιεις. Πρώτα θα κατεβάσεις την κούπα σου, και μετά θα τη δώσεις στον άλλον. Το παιχνίδι είναι μια πρόκληση (dare που λένε στα εγγλέζικα), και δε νοείται να προκαλείς κάποιον να κάνει κάτι που εσύ δεν μπορείς.
2. Όλοι πίνουν απ' το ίδιο ποτήρι. Δεν έχει «σιχαίνομαι» και «μα η Κατερίνα φοράει κραγιόν» και αηδίες. Είναι παιχνίδι τση παρέας, και η παρέα κάνει bonding έτσι. 3. Απαγορεύεται να αρνηθείς κάλεσμα. Στην καλύτερη περίπτωση θα γίνεις ρεζίλι των σκυλιών, και θα 'σαι για πάντα πλέον ο ξενέρωτος που δεν πίνει όταν τον καλούν. Στη χειρότερη, ο καλεστής θα το πάρει προσωπικά και θ' ανάψει καβγάς. Εδώ ένα απλό τσούγκρισμα να αρνηθείς, ο άλλος παρεξηγιέται. Πόσο μάλλον ένα επίσημο κάλεσμα κι ένα αρχοντικό «στην αφεντιά σου». Όπως και να' χει, αν κάποιος δεν πιει, το παιχνίδι χαλάει, προς μεγάλη απογοήτευση της ομήγυρης.
4. Μπορείς να καλέσεις όποιον θέλεις στο τραπέζι, ακόμα κι αυτόν που σε κάλεσε αμέσως πριν, κάτι το οποίο έχει παρενέργειες. Αφενός, μπορεί να εξελιχθεί σε μονομαχία, όταν δύο στην παρέα καλούν συνέχεια ο ένας τον άλλον, συνήθως για να δουν ποιος αντέχει να πιει περισσότερο. Αυτή η εκδοχή συχνά συνοδεύεται από ανταλλαγή σκωπτικών μαντινάδων, όπου ο ένας προσπαθεί να πικάρει τον άλλον. Αφετέρου, μπορεί να οργανωθεί (εκ προμελέτης ή επιτόπου) ομαδική στοχοποίηση ενός από την παρέα, και όλοι μα όλοι οι υπόλοιποι να καλούν αυτόν, με γέλια και πειράγματα. Αυτή η εκδοχή συχνά συνοδεύεται από ενέσεις καφεΐνης στο νοσοκομείο, ώρες αργότερα.
5. Τέλος του παιχνιδιού δεν προβλέπεται. Θεωρητικά, τελειώνει όταν τελειώσει το κρασί. Φυσικά, όταν μιλάμε για σπίτια εξοπλισμένα με βαρέλια, μέχρι να τελειώσει το κρασί, ο κόσμος έχει αρχίσει να σωριάζεται.

Παραλλαγές:
1. Κούπα όχι σε κρασοπότηρο, αλλά σε υπερδιπλάσιας χωρητικότητας νεροπότηρο. Τα πράγματα βγαίνουν εκτός ελέγχου πολύ γρηγορότερα έτσι.
2. Κούπα σε ακόμα μεγαλύτερο, αυτοσχέδιο σκεύος. Έχω δει σε γλέντι γάμου κόσμο και λαό να βγαίνει εκτός μάχης σε dt, αφού ξεκίνησαν αφελώς τα «στην αφεντιά σου» με ένα πλαστικό εναμισόλιτρο μπουκάλι νερού, κομμένο λίγο κάτω απ' τη μέση. Μονορούφι πάνω από μισό λίτρο κρασί τη φορά...
3. Κούπα σε νεροπότηρο, με ρακή αντί για κρασί. Αυτά, λογικά, τα κάνουν μόνο οι βοσκοί, που ως γνωστόν έχουν υπεράνθρωπες αντοχές.

Παραλληλισμοί:
Το να πίνεις κρασί απ' το ίδιο σκεύος είναι μάλλον παγκόσμιο σύμβολο φιλίας ή/και αγάπης. Βλέπε τον καθολικό γάμο, όπου νύφη και γαμπρός έπιναν συμβολικά μια γουλιά απ' το ίδιο ποτήρι (το «διπλό» ποτήρι, που είδαμε στον Ελαφοκυνηγό, είναι νεότερη επινόηση βέβαια). Βλέπε το ορθόδοξο μυστήριο της θείας ευχαριστίας, όπου όλοι οι πιστοί μεταλαμβάνουν με το ίδιο κουτάλι. Βλέπε και το αρχαιοελληνικό έθιμο του κότταβου, όπου ο συμποσιαστής έπινε κι άφηνε μια γουλίτσα κρασί, την οποία γυρνούσε παιχνιδιάρικα στα χείλη του ποτηριού πριν το πασάρει στον εραστή. Ah, l' amour, l' amour!

Ετυμ. : < μσν. αφεντία < αφέντης < αρχ. αυθέντης

- Ώφου κι ώφου! Η τσεφαλή μου!
- Ηντά 'παθες, μ'ρε Μανολιό;
- Οψέ μαζωχτήκαμε παρέα στου Ψαρονίκου, κι είχε φέρει το καλό το κρασί απ' το χωριό, κι εξεκίνησε ο κουζουλός ο Νεκτάριος τα «στην αφεντιά σου», κι εγινήκαμε σύσκατοι ούλοι. Ώφου η τσεφαλή μου!
- Ε, και δεν αντέεις το πιώμα, μ'ρε Μανολιό; - Κούπες με το κανάτι πίναμε, Ζαχάρη!
- Χίλιοι μαύροι διαόλοι!

- Στην αφεντιά σου, Γιώργη! Κουτελοβαρίσκω σου! (γκλουπ)
- Στην αφεντιά σου, Μιχαλιό! Κι εγώ αντιστέκομαί σου! (γκλουπ)
- Στην αφεντιά σου, Γιώργη! (...ad nauseam. Κυριολεκτικώς.)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Προσκολλώμαι, γίνομαι σόσιαλ μύδι, μουνόψειρα, στενός κορσές, καβουρογαμόψειρα.
Η πεταλίδα, όπως το μύδι και το στρείδι είναι μαλάκια, τα οποία προσκολλώνται στα βράχια. Μάλιστα, σύμφωνα με τελευταίες έρευνες τα δόντια της πεταλίδας είναι το ισχυρότερο βιολογικό υλικό στη γή, με αντοχή σε πίεση 4,9 GPa και μπορούν να συγκριθούν με τα ισχυρότερα ανθρακονήματα.

Με βάση τα προηγούμενα, δικαίως η έκφραση χρησιμοποιείται από παλιά, κυρίως από τους ανθρώπους της θάλασσας και όχι μόνο. Ο Τσιφόρος, για παράδειγμα την χρησιμοποιεί συχνά και με την ίδια έννοια και μάλιστα δεν την περιλαμβάνει στο ειδικό γλωσσάρι (βλ. του Τσιφόρου...), επειδή προφανώς την θεωρεί αρκετά διαδεδομένη.

Ρε ό,τι και να λέγαμε, είχε πεταλιδώσει και δεν ξεκόλλαγε με τίποτα! Τι να 'κανα κι εγώ; Λέω της Μαίρης:
«Δεν πάμε για ύπνο αγάπη μου, μήπως θέλει να φύγει ο Τάκης;» Ξέρεις τι μου απάντησε το ζώον;
«Α μπα, δε βιάζομαι να φύγω!»

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αντροπαρέα πολλών πούτσων.

- Βγήκες χθες μαν;
- Ναι μωρέ με τη ψωλαρχία, κλασικά.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όταν κάποιο έδεσμα είναι τόσο καλό που δε θες να το μοιραστείς με κανέναν.

- Πώς σας φάνηκε το τιραμισού;
- Να τρώει ο Λυριτζής και στον Οικονόμου να μη δίνει!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Καθετί που μιμείται συνήθειες ή πεπραγμένα των φοιτητικών χρόνων πλην όμως τα χρόνια -φευ- έχουν περάσει και πλέον δεν είμαστε φοιτητές αλλά διάγουμε τα δεύτερα -άντα.

Παραδείγματα φοιτητοκαταστάσεων είναι όταν βρισκόμαστε σε κάποια περίσταση να ανέβουμε πέντε-έξι σε ένα τουτού (εξακάβαλο) ή όταν προκύπτει ad hoc διανυκτέρευση σε φιλικό σπίτι (με πυτζάμες που αποτελούν χορηγία του φιλοξενούντος) ή όταν καλούμαστε να μαγειρέψουμε ό,τι έχει απομείνει στα ντουλάπια για να χορτάσουμε μια μεγάλη παρέα κ.λπ.

- Και αντί να πάρω ταξί να γυρίσω σπίτι, το κόβω με τα πόδια και πέφτω πάνω στη Ματίνα. Να μη στα πολυλογώ, ξημέρωσα σπίτι της.
- Φοιτητοκατάσταση...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λέγεται επίσης σε περιπτώσεις, όπου σε μία παρέα παρευρίσκεται μόνο μία γυναίκα απέναντι σε μία ολόκληρη τσατσάρα από άντρες, μόλις υπονομεύοντας την απόλυτη συμπάγεια του αρχιδόκαμπου, ή που έστω ο αριθμός των αντρών είναι συντριπτικά μεγαλύτερος από των γυναικών. Το ίδιο και για οικογένειες, όπου τυχαίνει να υπάρχουν πολλά αρσενικά και ελάχιστα ή ένα θηλυκό. Προφ από το γεγονός ότι η Χιονάτη είχε για παρέα επτά άντρες, ακόμη κι αν νάνους.

- Και, όπως είπαμε, απόψε θα είμαστε μόνο άντρες!
- Το ξέρω ρε συ, αλλά ο Γιώργος έχει καλέσει και τη νέα φίλη που έκανε από το Φέισμπουκ.
- Και τι θα κάνει η κοπέλα με οκτώ ψωλαραίους; Την χιονάτη;

"Η Χιονάτη και τα επτά γεροντοπαλλήκαρα", ταινία του 1960. (από Khan, 29/12/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όταν για διάφορους λόγους βρισκόμαστε με μια παρέα που δε κολλάμε και απλά καθόμαστε χωρίς να μιλάμε. Εννοείται ότι βαριόμαστε μέχρι αηδίας.

- Καλά πέρασε με τη Ρία;
- Τι καλά ρε μαλάκα. Σκοπιά βάρεσα με τη πολυλογία της...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Δηλώνει μεγάλη οικειότητα με κάποιον ή αχώριστη παρέα.
Συνώνυμα: είμαστε κώλος και βρακί, έχουμε φάει ψωμί κι αλάτι.
Περιοχή: Μεσσηνία.

- Ρε συ, ο Καπετανέας δεν ήταν σειρά σου στο ΚΕΔΒ;
- Τι μου τον θύμισες τώρα... Μ' αυτόν είχαμε φάει τα σάλια μας, αλλά απολύθηκε νωρίτερα γιατί ήτανε γιωτάμηνο και κατέληξα να κάνω παρέα με κάτι πουστόνεα.

Βλ. τρώμε τα σάλια μας

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified