Στην κλασική αργκό είναι το πειθαρχείο του σωφρονιστηρίου.
Τον πήγανε στον αράπη.
Στην κλασική αργκό είναι το πειθαρχείο του σωφρονιστηρίου.
Τον πήγανε στον αράπη.
Got a better definition? Add it!
Αλλιώς η γκανιότα, δηλαδή το ποσοστό που καταβάλλει αυτός που κερδίζει στη λέσχη ή στο σύστημα του παιγνίου.
Δώσαμε και τον αράπη και φύγαμε.
Got a better definition? Add it!
Ο μπουγαδοκλέφτης.
Προσοχή στις ασπρορουχούδες!
Got a better definition? Add it!
Παρατσούκλι που είχαν δώσει κατά τη διάρκεια του Εμφυλίου 1946-49 οι μαχητές του Δημοκρατικού Στρατού στους άνδρες της νεοσύστατης Εθνοφρουράς. Τα μέλη της (οπλίτες και αξιωματικοί) ήταν παλαιοί έφεδροι προπολεμικών κλάσεων που αξιοποιούνταν σε δευτερεύουσες αποστολές, δηλαδή δεν ήταν μάχιμοι πρώτης γραμμής.
Η ονομασία αποτελεί προφανή αναφορά στον υπέργηρο πρωθυπουργό του Εμφυλίου Θεμιστοκλή Σοφούλη, πιθανώς δε και στη σχετικά προχωρημένη ηλικία των εν λόγω ενστόλων (32-35 ετών).
Ο γούγλης δίνει δύο χτυπήματα αλλά η πρώτη καταγραφή έχει πάρει το μπούλο με συνοπτικές διαδικασίες. Το βιβλίο με τη δεύτερη, ατυχήσατε. Ένεκα η στενότης προτίμησα να ξαναπάρω την Ιλιάδα που μου έλειπε χρόνια (φτου μου). Να βολευτείτε με τα βρισκούμενα, α μα πιά.
Το νέο σώμα της Εθνοφρουράς προέκυψε από την ανάγκη να περιοριστούν οι μονάδες των ΜΑΥ και ΜΑΔ [...] κατέληξαν στην απόφαση για την δημιουργία εκατό ταγμάτων [...]. Ο τελικός στόχος ήταν η πλήρης απαλλαγή του στρατού εκστρατείας από στατικές αποστολές και υποχρεώσεις φρούρησης. [...] κλήθηκαν υπό τα όπλα κλιμακωτά οι παλαιές κλάσεις του 1934 ως και του 1936 [...]. Η ονομασία πάντως που τους έδωσε ο αντίπαλος, οι μαχητές του Δημοκρατικού Στρατού ήταν "γεροσοφούληδες"!
Γιώργος Μαργαρίτης, ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΕΜΦΥΛΙΟΥ ΠΟΛΕΜΟΥ 1946-1949. Εκδ. Βιβλιόραμα 2001.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Περισσότερο στη Θεσσαλονίκη και μία-δύο γενιές πριν, το γκαγκάν, (άπαξ αυτή τη φορά) σημαίνει κάτι ωραίο και πετυχημένο. Όπως το τζιτζί.
Πρέπει να είναι προϊόν της γενιάς των γουέστερν, αλλά σαν τον μπρούκλη, στην αρχή ήτανε ο πλούσιος ελληνοαμερικάνος, ντυμένος στην πένα, με αμάξι, που τον ζηλεύανε όλοι, ενώ μετά έγινε ο κιτσάτος, κραυγαλέος τύπος που κάνει τον καμπόσο.
- Περνάμε ζωή γκαγκάν
- Σου έφτιαξα το αμάξι και στο έκανα γκαγκάν!
Got a better definition? Add it!
Γκαζοζέν ήταν κάτι τρόλεϊ που κάναν δρομολόγιο Κολιάτσου - Παγκράτι στην δεκαετία του 50 και για καύσιμο χρησιμοποιούσαν φιάλες υγραερίου.
Παραληρηματικά, γκαζοζέν, σύμφωνα με το νέο αλεφάντειο θεώρημα, είναι ο Ζιλμπέρτο Σίλβα, κατά τα άλλα εξέχων βραζιλιάνος ποδοσφαιριστής του βάζελου, ο οποίος γυρνάει άσκοπα δεξιά αριστερά στο γήπεδο αγκομαχώντας σαν το παλιό υγραεριοκίνητο τρόλεϊ.
- ... στο κέντρο έπρεπε να παίξει ο Ζιλμπέρτος και όχι σέντερ μπακ που τον έβαλε ο Νιόπλιας, και τον εξέθεσε μου θύμιζε γκαζοζέν! Σαν τα λεωφορεία στην Κατοχή, που είχαν πίσω κάτι μπουκάλες με υγραέριο, ανέβαιναν τους δρόμους και αγκομαχούσαν! Δεν μπορούσε να στρίψει ο κακομοίρης ο Ζιλμπέρτος...
Ο κυριολεκτικός αυτός ορισμός του χρήστη δεν είναι σωστός, συμπληρώνεται όμως ορθά από τον χρήστη anchelito σε σχόλιο κάτω από το λήμμα.
Got a better definition? Add it!
Ξεκομμένος στρατιώτης, συνήθως φρουρός σε προκεχωρημένο φυλάκιο, αγγελιαφόρος κλπ που σβερκώνεται από τους οχτρούς με σκοπό την απόσπαση πληροφοριών.
Μαλερεζμάν δεν έχω το πρωτότυπο κείμενο του β' παραδείγματος για να δούμε την αντίστοιχη αγγλική ορολογία, και δεν έχω ιδέα κατά πόσον η προφανής εννοιολογική σύνδεση είναι ντόπια ή εισαγωγής.
Όταν τέλειωναν -πολύ γρήγορα- "τα πολιτικά", αρχίζανε οι ατέλειωτες διηγήσεις για μάχες [...] για την προσωπική παλικαριά [...] για τον Θεσσαλό ομαδάρχη που [...] αναποδογύρισε ολόκληρη διμοιρία του αντιπάλου. Ή για την μικρόσωμη λαζού αντάρτισσα που [...] περνά μόνη, ντυμένη γυναικεία, στα μετόπισθεν, "πιάνει γλώσσα" σε μιά πηγή κι οδηγεί στη βάση της έναν λοχία -κοτζάμ άντρακλα- του κυβερνητικού στρατού.
Θωμάς Δρίτσιος, Από τον Γράμμο στην πολιτική προσφυγιά, εκδ. Δωρικός, 1983.
Οι λόχοι αναγνώρισης των σοβιετικών μεραρχιών έβγαιναν έξω κάθε βράδυ προσπαθώντας να αιχμαλωτίσουν όσο το δυνατόν περισσότερες "γλώσσες". Δύστυχοι φρουροί και στρατιώτες που μετέφεραν μερίδες συσσιτίου αιχμαλωτίζονταν και μεταφέρονταν πίσω από τις ρωσικές γραμμές για ανάκριση.
Antony Beevor, Στάλινγκραντ, εκδ. Γκοβόστη 2004.
Got a better definition? Add it!
Published
Η δωροδοκία, επειδή το γρανάζι μεταδίδει κίνηση. Γρανάζια στον πληθυντικό είναι οι λίρες Αγγλίας και εν γένει τα χρήματα. (Δες).
Θα χρειαστεί γρανάζι για να γίνει η δουλειά.
Got a better definition? Add it!
Το περίστροφο στην κλασική αργκό.
Έβγαλε το γρήγορο και τον καθάρισε.
Got a better definition? Add it!