Selected tags

Further tags

Βασικά καλοκαιρινή έκφραση.

Προέλευση: εκ του γνωστού πατσά / της γνωστής πατσάς = σούπα από (αρνίσιο συνήθως) στομάχι, χοντρή κοιλιά κλπ, βλ. και πατσοκοιλαράς (<τουρκ. paça = ποδαράκι, ενώ iskembe = κοιλιά).

Χρήση: επιρρηματικό κατηγορούμενο του τρόπου.

Απαξιωτική παιδική έκφραση, που σημαίνει ότι κάποιος πέφτει βουτιά με την κοιλιά («πέφτει πατσά» όπως λέγεται) και όχι με το κεφάλι (ή «κεφαλιά»), δεδομένου ότι το τελευταίο όσο να’ ναι θέλει τεχνική, είναι πιο στυλάτο και πιο τολμηρό (π.χ. αν δεν έχεις επαρκή χώρο για φόρα, αν πέσεις στραβά ή από πολύ ψηλά, αν έχει βράχια, στα αβαθή, αν έχει άμπωτη κλπ μπορεί να μείνεις σέκος ή φυτό βλ. ταινία Mar Adentro), χώρια που απαιτεί εκμάθηση σε κολυμβητήριο ή σε εξέδρες / βάρκες / αραγμένα πλοία, κατά τους θερινούς μήνες.

Ιδιαίτερα εντυπωσιακή (αλλά κι επικίνδυνη!) είναι η «ανάποδη κεφαλιά», δηλ. όταν ο βουτηχτής γυρίζει την πλάτη του στο νερό, υπολογίζει την απόσταση, ανοίγει τα χέρια σαν τον Χριστό στο σταυρό, δίνει ένα άλμα και πέφτει ανάποδα με άψογα ευθυγραμμισμένο το κορμί και τα χέρια σε έκταση, κάθετα στο νερό και ιδίως αν σηκώσει ελάχιστο νερό, δηλ. όσο μια αναποφάσιστη κουράδα μετά από ταλάντωση, σε βινιέτα του Εντίκα: Κλόφτ!
(Πάντως, όποιος κολυμβηταράς την κάνει, συνήθως χτυπάει τις πιο πολλές γκόμενες)...

Συναφείς, είναι και η βουτιά μπόμπα (οκλαδόν) από μεγαλύτερο ύψος, που σηκώνει πολύ νερό και η βουτιά καικαλά «Ο.Υ.Κ.-άδικη», δηλ. όρθιος και εντελώς κάθετη πτώση με το ένα χέρι γροθιά ψηλά και το άλλο να πιάνεις τ’ αμελέτητα, η οποία αν δεν είναι εφετζήδικη είναι απαραίτητη αν πέσεις από τρελό ύψος για να μην τσακιστείς (π.χ. από το δεύτερο ή τρίτο κατάστρωμα πλοίου), όπου πέφτοντας το μαλακιστήρι ακούει τα γαμώσταυρα από τους ναυτικούς, που το κυνηγούν μη σπάσει κανα παΐδι και βρουν το μπελά τους...

Πολλές φορές, η πατσά αποτελεί μιαν αποτυχημένη κεφαλιά και συνοδεύεται από χάχανα και γιούχα των παρισταμένων τσογλάνων, η χρονική διάρκεια και η ένταση των οποίων είναι ευθέως ανάλογες της πόζας που πήρε ο κολυμβητής, πριν πέσει.

Όμως και η πατσά δεν στερείται επικινδυνότητας ή επίδειξης ρίσκου. Πρώτα απ’ όλα πονάει ή τσούζει πολύ κι έτσι βλέπεις τον πατσατζή να βγαίνει απ’ το νερό κατακόκκινος (κυρίως στο στήθος και στην κοιλιά), άσε που μπορεί και να στραπατσάρεις κανα μύδι απ’ την πτώση.

Ούτω πως, μεταξύ αρρένων (αλλ’ εισέτι ανιούλων) συγκολυμβητών λέγονταν συχνά η προτροπή γενναιότητος «όποιος δεν πέσει πατσά της μάνας του ή «κωλώνεις να πέσεις πατσά στα ρηχά!», οπότε έσπευδαν οι καλούμενοι να επιδείξουν ανδρεία και να πέσουν όπως-όπως στο νερό και μάλιστα σούμπιτο, γιατί γίνονταν παγίως δεκτό από τη νομολογία των εκτάκτων Βουτοδικείων Ανηλίκων (θερινά τμήματα διακοπών) ότι «ο τελευταίος, της μάνας του»...

Εκτός βέβαια, από διάφορες κασκαρίκες που σκαρφίζονταν οι κωλοπαιδίσκοι εις βάρος του πιο μπουλούκου, π.χ. έλεγαν συνεννοημένοι «πέφτουμε όλοι πατσά ένα-δυο-τρία» και την τελευταία στιγμή συγκρατούνταν, οπότε έπεφτε μόνον o μαλάκας της παρέας.

Φυσικά, σε όλες τις ανωτέρω κλαπαρχιδιές, καίτοι η επίκληση του ονόματος της μητέρας ήταν πλέον προσφιλής, η ίδια συνήθως δεν παρακολουθούσε τα τεκταινόμενα (δεν παρίστατο ή χαζολογούσε αλλαχού), διαφορετικά το ισχαιμικό επεισόδιο θα ήταν αναπόφευκτο (όπως κι οι βατραχοπεδιλιές ύστερα).

Σήμερα, στα περισσότερα ξενοδοχεία της Δύσεως απαγορεύονται οι βουτιές στις πισίνες (για να μην μουσκεύονται οι λοιποί λουόμενοι, μη χτυπήσει κανας χριστιανός κλπ) και στα πολύ σπέσιαλ για την χρήση της υπογράφεις μέχρι και disclaimer (!), ενώ στο Ελλάντα δεν παίζει με την καμία να μαντρώσεις τα αχαλίνωτα νεοελληνάκια (χεχε)!

Τα κοριτσάκια, συνήθως, δεν αρέσκονταν σε τέτοιες δραστηριότητες – επιδείξεις (αφού τις γυναίκες δεν τις απασχολούν κάτι τέτοια θέματα) και προτιμούσαν είτε να χαριεντίζονται ασταμάτητα καθισμένες στην πετσέτα τους σε στάση παραλίας, είτε να πλατσουρίζουν στα ρηχά σαν φώκιες σε κύκλο ή δίπλα στη μαμά τους με την περικεφαλαία.

Η Βουγιούκλω, η Καρέζη κ.α. «ingenues» του νεοελληνικού σινεμά, νόμιζαν ότι έπεφταν με χάρη σε πισίνες και τα τοιαύτα, όταν τραβούσαν κάτι ξεγυρισμένους καραπατσάδες (με λυγισμένα γόνατα, ανοιχτές τις αγριομπουτάρες τους, με τον κώλο έξω, τα χέρια όπου να’ ναι κλπ), που σήκωναν τόσο νερό που θα ξεδιψούσε όλη η Μπιάφρα.

Ας είναι. Η θεματολογία των ταινιών που έπαιζαν, γαλούχησε ουκ ολίγες γενιές πεινασμένων νεοελλήνων...

(Τελετουργική λήψις στάσεως καταδύσεως):

- Πέσε ρε μαλάκα, μια ώρα!
- Κοίτα τον, το φιγουρατζή!
- Άντε ντε! Κρυώσαμε!
- Πλάαααααααααααφφφφφφφφφφφφφφφ!!!
- Ωωωωχαααα!
- Ουουουουου!
- Σιγά ρε μαλάκα, μας γιόμισες! Τί πατσά ήταν αυτή!
- Ποιος είσαι ρε, ο Λουγκάνης;
- Αφού με σπρώξατε ρε κωλόπαιδα!

(από allivegp, 14/10/10)(από Khan, 21/10/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Άπαντες οι εργαζόμενοι αναμένουν με ιδιαίτερη λαχτάρα τις καλοκαιρινές διακοπές για να αντιστρέψουν τις επιπτώσεις του ετήσιου, εργασιακού ξεμπαταριάσματος (εξ ου και το γνωστό κλισέ «...να φορτίσω τις μπαταρίες μου...»). Οι εκδρομείς, είτε αδειεύονται με στόχο το πλήρες ρέκλιασμα, είτε με στόχο πολλαπλές δραστηριότητες (βλ. εκδρομές, αγροτουρισμό, άθληση) στην συντριπτική τους πλειοψηφία, μεταβάλουν τις ενδυματολογικές και συχνά κοινωνικές συνήθειες/φραγμούς που υπό Κ/Σ προσδιορίζουν την καθημερινότητα τους.

Σ’ αυτούς, προστίθενται φυσικά και οι μαθητές/φοιτητές, οι οποίοι ως τυχεροί αποδέκτες του υψηλότατου επιπέδου εκπαίδευσης που προσφέρει το φροντιστ… εχμ, το δημόσιο εκπαιδευτικό σύστημα, αμολιούνται αλαλάζοντας στα νησιά της επικράτειας, συνήθως με στόχο την αναβίωση της Ιλιάρδας ως αντίδοτο στην Πανελληνίαση, τον πραγματικό φόρτο σχολής αλλά και τον «φόρτο» «σχολής». Εξαίρεση οι Κνίτες, οι οποίοι σπεύδουν στις κολεκτίβες της Τασκένδης, και οι προοδευτικοί που αναχωρούν για Ίφκινθο συνοδεία παρεακίου και αρχηγού.

Η από Ανοίξεως έκρηξη των ορμονών η οποία το θέρος φτάνει στο ζενίθ σε συνδυασμό με τις κλιματολογικές συνθήκες της υπερήφανης χώρας μας και το γνωστό ελληνικό ταμπεραμέντο, επιτρέπουν την μαζική υιοθέτηση μικρών ή συνολικών (+ όλο το ενδιάμεσο φάσμα) αλλαγών στο ντύσιμο και τη συμπεριφορά των παραθεριστών.

Ο προορισμός των διακοπών σαφώς και μπορεί να εντείνει (Μάϊκονος) ή να κάμψει (Καλαμπάκα) το φαινόμενο αυτό, ωστόσο σε γενικές γραμμές, οι ήρωες μας παραδίδονται στην ελευθερία που τους προσφέρει η εκτός συνήθους εργασιακού/κοινωνικού κύκλου (έστω προσωρινή) διαβίωση. Η ελευθερία αυτή φτάνει στο υπερθετικό, συνδυαζόμενη αφενός με την ανεμελιά και αφεδύο με το «ευαγγέλιο» της καλοκαιρινής αδείας: «έλα μωρέ σε διακοπές είμαστε» = «δεν θα μας δει κανείς οπότε κάνε ότι θες».

Φτάνοντας εδώ ο αναγνώστης, αναρωτιέται για το μέγεθος της προηγηθείσας εισαγωγής και το γεγονός ότι το λήμμα μας δεν έχει ακόμη εμφανιστεί. Μην απελπίζεσαι πιστέ σλανγκοφανατικέ! Η εισαγωγή θέτει το απαραίτητο κοινωνικοοικονομικοφυλετικό υπόβαθρο για να κατανοήσεις την ρίζα του κακού: τα ρέστα του καλοκαιριού

Τα ρέστα του καλοκαιριού λοιπόν, είναι η μεταφορά/συνέχεια στην «έδρα μας», των ενδυματολογικών αλλαγών ή/και συμπεριφορών που υιοθετήθηκαν κατά τη διάρκεια των διακοπών. Όπως αντιλαμβάνεται κανείς από την εισαγωγή, όσο πιο δυναμικά έχουν παίξει οι διάφορες παράμετροι, τόσο πιο κωμικοτραγικό είναι το αποτέλεσμα άμα τη επιστροφή στο κλεινόν άστυ.

Η ουσία εδώ, είναι η απόλυτη άρνηση για απεμπλοκή από την ψυχολογία των καλοκαιρινών διακοπών και αφού οι διακοπές στο νησί είναι άρρηκτα συνδεδεμένες με ένα σκασμό μαλακίες που κάναμε, αυτές πρέπει να συνεχιστούν και στο σπίτι. Προσοχή, τα ρέστα δεν αφορούν σε άτομα τα οποία ντύνονται/συμπεριφέρονται μόνιμα έτσι.

Έχουμε λοιπόν:

  • Κουδουνιστά βραχιόλια αστραγάλου – μια χαρά αν είσαι φοιτητριούλα αλλά μάλλον άστοχο αν είσαι π.χ. υπάλληλος τράπεζας.
  • Τατουάζ χέννα σε εμφανή σημεία (χέρια, πόδια) – είπαμε, μόνο η Μαντάνα τα κάνει αυτά, κι αυτή μόλις έπιασε η μόδα το παράτησε (hint!).
  • Χαϊμαλιά, δαχτυλίδια flower-power, ρύζι με το όνομα σου, ονειροπαγίδες, «το όνομα σου με σύρμα» - cool, άντε και τρέντυ στην παραλία και το βράδυ στο μπαράκι. Με φόντο τσιμέντο και μαραμένο γεράνι όμως...
  • Παντόφλα 5-0 στη δουλειά – εκτός αν είσαι ταρίφας ή τελειωμένος κάγκουρας.
  • Μπικίνι λαμέ/Χρυσά/Sheena Queen of the Jungle/Τρικίνι με συνδυαστικό πάστωμα – είπαμε, αυτά στο Super Paradise όπου το drag show όχι απλώς ενδείκνυται, αλλά επιβάλλεται εκτός αν είσαι μπουρναζογκόμενα οπότε...
  • Τόπλες (συνδυαστικά με το προηγούμενο) – βρε καλή μου, καταλαβαίνω ότι μάζευες λεφτά ένα χρόνο για μια βδομάδα στην Ψαρού και έτρεχε ξωπίσω σου το Star για τα δέοντα, αλλά εδώ είναι ΕΟΤ ΒΑΡΚΙΖΑΣ!
  • Προσπάθεια εισόδου σε αστικό night club με λαχανί σαγιονάρα, πολύχρωμη βερμούδα και φανελάκι
  • Ψάθινο καπέλο καουμπόι (ειδικά αν έχει περιμετρικώς πέτσινο κορδόνι με περασμένα κοχύλια κλπ.). Στο Βάϊ και τις Μικρές Κυκλάδες σε έχουνε θεό (τι θεό, ημίθεο και βάλε). Στην παραλιακή μπορεί να σου ζητήσουν φορτιστή αυτοκινήτου ή το τελευταίο CD της Βισσοβανδή.
  • Υπερκατανάλωση καλοκαιρινών πιοτών (Mojito, Caipirinha, σφηνάκια, καρπούζα, κλπ.) και άνοδος σε τραπέζια/μπάρες αλαλάζοντας και στριφογυρίζοντας το μπλουζάκι πάνω απ’ το κεφάλι - πάει πακέτο με δήλωση στο Star: «Eδώ περνάμε suuuuper!!!!» ή κάποια αντίστοιχη τρεντουλιά και μεις ψάχνουμε διαφυγή.
  • Απεριποίητη μουσάρα ή αξύριστα πόδια/μασχάλες γιατί «ένα μήνα στο Ελαφονήσι ήμασταν σε φάση natural» (τύφλα να’χει ο Γκρίζλυ Άνταμς).

Ενδιαφέρον παρουσιάζει η μαζικοποίηση των παραπάνω μοδών καθώς η γνωστή επιχειρηματικότητα του Έλληνα έχει διασπείρει τα σχετικά «προϊόντα» σε όλους πλέον τους τουριστικούς προορισμούς ανά τη νησιωτική χώρα. Επίσης ενδιαφέρον παρουσιάζει η αυταπάτη των ατόμων αυτών ότι και καλά τα σχόλια των γύρω τους (όπα μεγάλε!, για δες αλλαγές!, κλπ.) είναι δείγματα θαυμασμού και αποδοχής, ενώ το σύνολο των παραπάνω θα πρέπει να ξορκίζεται στο πυρ το εξώτερο μαζί με τα πήλινα σταμνάκια-καρδερίνες και τα μπουκάλια κουμ-κουάτ που δίνονται σε γονείς για να έχουν κάτι να θυμούνται...

Εντός λήμματος.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το γυναικείο beachwear έχει καθιερωθεί εδώ και δεκαετίες με αδιαμφισβήτητο βασιλιά το μπικίνι (ονομασία από την ατόλη Μπικίνι στον Ειρηνικό) και λιγότερο διαδεδομένο το ολόσωμο, το οποίο συνήθως περιορίζεται στα κολυμβητήρια για προφανείς λόγους. Λόγω της μακράς ιστορίας του, είναι λογικό το μπικίνι να έχει υποστεί διάφορες μεταλλάξεις ανάλογα με την εποχή και τις επιταγές της μόδας. Από απλές, αφαιρετικές κινήσεις όπως το topless και ιδιοφυείς εμπνεύσεις όπως το τάνγκα και το θεϊκό (αρκεί να «τυλίγουν» τους τέλειους Βραζιλιάνικους κώλους για τους οποίους εφευρέθηκαν! – βλ. μήδια 1 και 2)

Όπως είναι φυσικό, στην ιστορία του ενδύματος αυτού έχουν υπάρξει και πλείστα παραδείγματα γελοίων σχεδίων απίστευτης κακογουστιάς και επίδειξης, όπως δερμάτινα (αποδεκτά μόνο αν είσαι η Ποκαχόντας ή η Raquel Welch στο One Million Years B.C. – βλ. Μήδια 3 και 4), λεοπαρδαλέ/τιγρέ/ζεβρέ (αποδεκτά αν είσαι η Τζέην ή η Sheena) όπως μήδι 5 και γούνινα αν είσαι η γκόμενα του Ηρακλή (η γνωστή ηρωίδα της ελληνικής μυθολογίας ντε, η Ζήνα!) – βλ. Μήδιο 6.

Της μοδός τελευταία, είναι το τρικίνι (εις την αλλοδαπήν: monokini), το οποίο περιγράφει τα απίστευτα βλακώδη γυναικεία μαγιό όπου το βρακί ενώνεται με τον βυζοβαστάχτη. Στην απλή μορφή του είναι απλώς ένα μπικίνι με ένα επιπλέον κομμάτι ύφασμα (βλ. Μήδιον 7). Επειδή όμως οι γάτοι της μόδας δεν αρκούνται ποτέ στα απλά (όσο γελοία και να είναι to begin with), ακολούθησαν τα τρικίνι-σφεντόνα (Μήδι 8), τρικίνι-Facadoro - το φοράς σαν κόσμημα (βλ. μήδι 9: 5000 κρύσταλλα Swarovski, κόστος: 2000 λίρες Αγγλίας) και συνδυασμός τρικίνι-Sheena στο πιο ξεκωλέ του: ροζ λεοπάρδαλη (βλ. μήδι 10).

Υπό μια έννοια, το τρικίνι είναι η γυναικεία σωβρακοφανέλλα της παραλίας.

Credit: Άγνωστη λουόμενη στην Κρήτη, σχολιάζοντας παραδίπλα τσόκαρο με τρικίνι.

Ως μήδια.

Βγήκαν οι αρκούδες στην παραλία (από Desperado, 21/09/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Οι συμπαθητικές ερασιτεχνικές ομαδούλες εναντίον των οποίων επιλέγουν να δίνουν φιλικά προετοιμασίας σχεδόν όλες οι ελληνικές ομάδες της Super League. Αυτές προέρχονται πάντα από την περιοχή στην οποία κάνει την θερινή της προετοιμασία η εκάστοτε ομαδάρα μας (λέμε τώρα).

- Έδωσε φιλίκο η ΑΕΚ χθες έμαθα;
- Ναι, 11-0 τους πήραμε.
- Σώπα ρε, ποιους;
- Μία Αουγκσμπάουερ 87 ή κάτι τέτοιο. Μία τοπική πιτσαρία.

To "λογότυπο" της Ιταλικής ομάδας Ρόμα, "κάποτε". Λέμε τώρα! (από GATZMAN, 17/07/10)Ρόμα (από GATZMAN, 17/07/10)Αν η Πίτσα, παντρευόταν τον Ρώμα, θα λεγόταν Πίτσα Ρώμα (από GATZMAN, 17/07/10)(από GATZMAN, 22/07/10)(από GATZMAN, 22/07/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Καλοκαιρινή καθ' υπερβολήν εκδοχή του «για σφαλιάρες».

- Δεν το πιστεύω ρε γαμώ την πανακόλα μου γαμώ, γαμώ το κέρατό μου γαμώ, την καταδίκη μου μέσα γαμώ...
- Τι σου πάνε ρε μαλάκα...
- Ίσως λέει χρειαστεί να μου το ξανασπάσουν...
- Καλά, αυτοί στην ορθοπεδική είναι για βατραχοπεδιλιές... - Βρε μαλάκα, γιατί δε μου το λεγες κι εσύ βρε μη σε γαμήσω κι εσένα... - Εδώ είσαι λάθος φιλαράκι...

πινγκουινοσφαλιάρες! (από MXΣ, 13/07/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η κίνηση του μποντιμπιλντερά όταν βγάζει την κάλτσα t-shirt για πρώτη φορά στην παραλία το καλοκαίρι.

Είναι τόση η περηφάνια που τον διακατέχει για το γεγονός ότι παραδίδει πλέον στο κοινό αυτό το πετρόχτιστο σώμα λες και είναι η κοιμωμένη του Χαλεπά.

Εννοείται ότι λίγο πριν έχει χτυπήσει μια γρήγορη εντατική άσκηση στήθος - δικέφαλα για τέλειο εφέ.

- Κοίτα τον τυρόπιτα τον Γιάννη πώς βγάζει το φανελάκι...
- Έχει αποκαλυπτήρια σήμερα ρε φίλε. Όλο το χειμώνα έλιωσε στο γυμναστήριο γι' αυτή τη μέρα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συνώνυμο: «Βαλβολίνης».

Οι τύποι που συχνάζουν τα καλοκαίρια κυρίως στις παραλίες της Αττικής και πασαλείφονται με κάθε λογής έλαια (αντηλιακά ή άλλα). Το κριτήριο επιλογής του αντηλιακού τους δεν είναι ποτέ ο δείκτης προστασίας του, αλλά το πόσο πυκνόρρευστο είναι, πόσο γυαλίζει και για πόσο διάστημα, αφού ο σκοπός τους δεν είναι η προστασία τους από την ηλιακή ακτινοβολία. Απλά θεωρούν ότι όσο περισσότερο γυαλίζει το κατά τη γνώμη τους αγαλματένιο κορμί τους, τόσο καλύτερη είναι η επίδειξή του, παρ’ όλες τις μπάκες και τα προκοίλια που διαθέτουν. Έτσι ποσώς ενδιαφέρονται αν αλείψουν το σώμα τους με κάποιο καλό αντηλιακό ή με βαλβολίνη.

Πολλές φορές, αν και έχουν περάσει τα ...ήντα συνεχίζουν να πασαλείφονται και να παίζουν ρακέτες ασταμάτητα. Το φαινόμενο έτεινε να πάρει κοινωνικές διαστάσεις στην δεκαετία του 90, όταν η συγκεκριμένη συνομοταξία πουροτεκνών κυκλοφορούσε σε υπερβολικά μεγάλο αριθμό στον Άγιο Κοσμά και στον Αστέρα, ενώ στην αδελφότητα παρατηρούσε κάποιος και αρκετά νέα μέλη κάτω των 30, οι οποίοι τη σημερινή εποχή συνεχίζουν επάξια το δρόμο που άνοιξαν οι πρωτοπόροι και μέντορές τους.

Η αναγνώρισή τους είναι πολύ εύκολη μέσα στο συνωστισμό που επικρατεί συνήθως στις εν λόγω πλαζ, από τα πιο κάτω χαρακτηριστικά:
1. Γυαλίζουν από μακριά.
2. Το χρώμα του δέρματός τους είναι κάτι σαν σοκολατί.
3. Κυκλοφορούν με μικροσκοπικά μαγιό.
4. Συνήθως φορούν χρυσές καδένες στο λαιμό και στα χέρια.
5. Είναι κατά το μεγαλύτερο ποσοστό τους μεσήλικες και άνω.
6. Φορούν εξεζητημένα γυαλιά ηλίου.
7. Παίζουν μανιωδώς ρακέτες με ομόσταυλούς τους λαδωμένους.
8. Δεν παλουκώνονται ποτέ, ενώ σπανίως μπαίνουν στη θάλασσα.

  1. Οι φιλενάδες:
    - Μαρία, ήταν καλά εχθές στην πλαζ;
    - Τι καλά ρε Τζένη. Δεν έφτανε το 1 εκατομμύριο κόσμος, ήταν και κάτι λαδωμένοι και παίζανε ρακέτες από πάνω μας 4 ώρες. Μας πρήξανε οι μαλάκες.

  2. - Κοίτα τον λαδωμένο. Δυόμιση ώρες ρακέτες το πουρό κι εμείς παίζουμε 5 λεπτά και τα φύγουμε ρε Γιώργο.
    - Χέσε μας ρε. Ασ' τους να κοπανιούνται και πάμε στην καντίνα να πάρουμε κανένα μπυρόνι.

xecutive... (από HODJAS, 16/04/10)(από Vrastaman, 16/04/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το νησί Μύκονος, όπου κατά τη διάρκεια του καλοκαιριού, εκτος άλλων, αποτελεί κοινό τόπο προορισμού ομοφυλόφιλων.

- Πάμε Μύκονο το καλοκαίρι;
- Πας καλά ρε; Στο πουστράδικο δεν πατάω. Να τον φάμε στα γεράματα;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μετά την κλιματική αλλαγή οι εποχές στην Ελλάδα έγιναν δυο:

Σεπτέμβρης - Φλεβάρης: καλοκαίρι
Μάρτης - Αύγουστος: καλυτεροκαίρι

Κάποιο καλυτεροκαίρι... τυχερό αστέρι...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σημαίνει, μεταξύ άλλων:

  • Σκουραίνω την επιφάνεια αντικειμένου λόγω διάβρωσης π.χ. υγρασία, θερμότητα, καπνός, ουσίες κλπ.
  • Αποκτώ μπρονζέ επιδερμίδα κάνοντας ηλιοθεραπεία ή εκτελώντας χειρωνακτική εργασία στην ύπαιθρο.
  • Ψηφίζω αρνητικά / θάβω κάποιον υποψήφιο. Προέρχεται από τις προ αιώνος εκλογές με μολυβένια σφαιρίδια στην γκαζον τενεκεδένια κάλπη, που ήταν μισή μαύρη «ΟΧΙ» και μισή άσπρη «ΝΑΙ» εξ ου και το «μαύρο δαγκωτό» ως δεδηλωμένη αρνητική ψήφος.
  • Στεναχωριέμαι / πήζω.
  • Πέφτει η στρατιωτική μονάδα σε δυσμένεια κατόπιν άνωθεν διαταγής λόγω παράβασης π.χ. κλοπής πολεμικού υλικού / αυτοκτονίας κληρωτού κλπ.
  • Αλλάζει status η στρατιωτική μονάδα κι από βυσματική γίνεται τσατσοπαγίδα (για τους μη εγκαίρως πληροφορημένους) είτε λόγω δυσμένειας όπως ανωτέρω, είτε λόγω έλλειψης εργατικών χεριών π.χ. αποφασίζεται η επόμενη ΕΣΣΟ να πάρει λιγότερους κληρωτούς είτε λόγω αλλαγής διοικητή π.χ. έρχεται κάνας στρατοκαβλάντης.
  • Πλακώνω στο ξύλο και χρωματίζω τον αντίπαλο στην απόλυτη εκδήλωση του μπλε-μαραίν.
  1. - Είδες πως έχει καταντήσει ο Τάκης; Έχουν μαυρίσει τα δόντια του απ’ τη ζου.

  2. - Πού μαύρισες έτσι χειμωνιάτικα; Για σκι ήσουνα;
    - Ναι, είπα να κάνω διακοπές.
    - Αράχοβα;
    - Όχι, Μεγάλο Πεύκο...

  3. - Μετά τα γεγονότα του Δεκέμβρη και τις πυρκαγιές του καλοκαιριού, ο κοσμάκης είδε κι απόειδε, τη μαύρισε την κυβέρνηση στις εκλογές κι ο πρωθυπουργός έφυγε νύχτα.

  4. - Έχει μπει η άνοιξη, όλος ο κόσμος διασκεδάζει έξω κι εγώ τη βγάζω στο γραφείο από σκοτάδι σε σκοτάδι. Έχω μαυρίσει ρε πούστη μου!

  5. - Τα’ μαθες; Ανακαλούνται όλες οι άδειες!
    - Γιατί ρε γαμώτο;
    - Έπεσε μαζική δηλητηρίαση στην ταξιαρχία, ακούστηκε απ’ τα Μ.Μ.Ε., έφτασε στ’ αυτιά του Α/ΓΕΣ, πλακώσανε Ε.Δ.Ε. και τα τέτοια, γάμησέ τα!
    - Καλά κι εμείς τί φταίμε;
    - Ε, δεν καταλαβαίνεις; Ο δίκας έχει χεστεί γιατί τρίζει η καρέκλα του, θα’ ρθουν και τίποτα κλάραμπελ (Σ.Σ. γαλονάδες με διπλά φύλλα δρυός στο κεραμίδι του πηλικίου, «κλάρες») για επιθεωρήσεις, άντε ξανά-μανά βαψίματα και καθαρισμοί, είναι άρρωστοι κι οι μισοί φαντάροι, ετοιμάσου για πούτσα με λέπι φίλο!
    - Πανάθεμα το μάγειρα που μας μαύρισε τη μονάδα καλοκαιριάτικο!

  6. - Πού θα δηλώσεις μετάθεση;
    - Δέλτα-δέλτα Σαλαμύκονος (Διεύθυνση Διοικήσεως), αφού είναι μισή ώρα απ’ το σπίτι μου στο Περιστέρι, άσε που σημαίνει «Δεν Δουλεύω» απ’ οτι μου’ πανε...
    - Δεν τα ξέρεις καλά! Το καλό που σου θέλω βάλε γρήγορα βύσμα για πλας Σούδα να σε παίζει 15-10 οφφ, γιατί στη Μπακαουκία πάνε όλα τα μαμούθ! Το μεγάλο βύσμα τρώει το μικρό κι εσένα σε βλέπω να λιώνεις στα καζάνια! 100 υπηρετούν στη δέλτα-δέλτα, 10 εμφανίζονται στην πρωινή κλήση και 3 μένουν για αγγαρείες, χώρια που σε ξαποστέλνουν σε άλλες υπηρεσίες για θελήματα. Έχει μαυρίσει η δέλτα-δέλτα! Ξέρεις πώς τη λένε τώρα; «Δανείζουμε Δούλους»...

  7. - Έκανε να σηκωθεί ο Μητσάρας, να πει την κουβέντα του στην απέναντι παρέα λόγω παρεξήγησης και πριν τελειώσει, πλακώνουνε κάτι μπεχλιβάνηδες και τον κάνουνε τόπι! Μιλάμε, τον μαυρίσανε για τα καλά! Εμ, βλέπεις ήθελε να κάνει φιγούρα στη γκόμενα ότι δε μασάω κι έβαλε και στα μπατζάκια του...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified