Μειωτικά, αυτός/ή που κάνει πεολειχία μέχρι να ξελαρυγγιαστεί, η τσιμπουκλού.
Μειωτικά, αυτός/ή που κάνει πεολειχία μέχρι να ξελαρυγγιαστεί, η τσιμπουκλού.
Got a better definition? Add it!
Συνώνυμο του τσιμπουκόστομα, κυρίως χρησιμοποιείται ως βρισιά, προκειμένου να υποχρεώσουμε τον υβριζόμενο αντίπαλο στη σιωπή, αφού θεωρείται ότι το στόμα του έχει ως μοναδική χρηστική αξία το να παίρνει πίπες, οπότε δεν θα πρέπει να το χρησιμοποιεί επιπλέον και για να μιλάει/ εκφέρει τη γνώμη του/ πιάνει σε αυτό πράγματα και πρόσωπα που τον υπερβαίνουν και τα λερώνει αναφέροντάς τα λεκτικώς κ.ο.κ. Μικρή διαφορά από το απλό τσιμπουκόστομα είναι ότι το πουτανόστομα παίρνει πίπες επί πληρωμή, οπότε είναι ακόμη μεγαλύτερη ξευτίλα.
Σπανιότερα μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε σαδομαζοχιστικές φαντασιώσεις με θετικό πρόσημο, ή, μάλλον, με αρνητικό πρόσημο με την κα(υ)λή έννοια, για να περιγράψει κάπως πιο κυριολεκτικά κάποιον που όντως έχει διαπρέψει στην πεολειχία.
Got a better definition? Add it!
Η ατάκα αυτή πρωτοαναφέρθηκε σε δισκογραφική δουλεία του Χάρρυ Κλύνν. Η ατάκα αναφερόταν στον Ευάγγελο Αβέρωφ, όταν αυτός ήταν πρόεδρος της Ν.Δ. Η ατάκα σε συνδυασμό με υπαινιγμό στις ομοφυλοφιλικές σεξουαλικές προτιμήσεις του, παρέπεμπε στη μη πλεονεκτική θέση του κόμματος του (Ν.Δ), έναντι του ΠΑΣΟΚ του τότε πρωθυπουργού, Ανδρέα Παπανδρέου, όταν ο Αβέρωφ τον προκαλούσε, για εκλογική αναμέτρηση, με τη σιγουριά πως η Ν.Δ θα κέρδιζε στις εκλογές.
Έκτοτε, αυτή η κοροϊδευτική και απαξιωτική ατάκα, μπορεί να αναφερθεί από κάποιους για κάποιους άλλους (που τους θεωρούν υποδεέστερους, ως καπότες), όταν τους βλέπουν να προσπαθούν να ορθώσουν το ανάστημα τους, θέλοντας να συγκριθούν μαζί τους.
Πολλές φορές ωστόσο, η ατάκα μπορεί να αναφερθεί σε περίπτωση λεονταρισμού. Όταν δηλαδή κάποιοι μέσα τους μπορεί να πιστεύουν πως υπολείπονται του αντιπάλου και μέσω της ατάκας προσπαθούν να πείσουν τόσο τους εαυτούς τους, όσο και τους άλλους για το αντίθετο.
Βλέπε εδώ
Βλέπε εδώ
Σχετικά: έβγαλε η μύγα κώλο και έχεσε τον κόσμο όλο, έκανε κι η μύγα κώλο κι έχεσε τον κόσμο όλο, ξεσηκώθηκαν τα ρηχά πιάτα και ζητάνε σούπα, σηκώθηκαν τα αγγούρια να γαμήσουν το μανάβη, σηκωθήκαν τα σκατά και τραβήξαν καζανάκι
Got a better definition? Add it!
Επιστημονικά, ο πρωκτός είναι η απόληξης του εντέρου. Αυτός λοιπόν που βάλει τον πρωκτόν, με το πέος, του ονομάζεται εντερογάμης. Χρησιμοποιείται, όμως, υποτιμητικά και χλευαστικά γι’ αυτόν που καυχιέται συνέχεια ότι τις πηδάει όλες από τον κώλο.
-Μάγκες, πολύ εύκολη ήταν η Όλγα, την πήρα και αυτήν από πίσω όπως όλες τις υπόλοιπες!
-Άσε μας ρε Θωμά, μαλάκα, εντερογάμη!
Got a better definition? Add it!
Αφενός είναι ο καναπές, όπου κάθεται ο κώλος μας αναπαυτικά, ή η πράξη ή συνήθεια του καθισιού, της ραστώνης, νωθρότητας, απάθειας, ή ο ίδιος ο καναπεδάκιας.
Αφεδύο είναι η γυναίκα ή κόρη που προσφέρεται για πρωκτογάμευση, που κάθεται με τον κώλο. Και κατά μεταφορική επέκταση ο κάθε ηττημένος, διασυρμένος, συντετριμμένος, ξεφτιλισμένος.
Έβαλε δυο γκολ στην Κ20 και την κωλοκαθίστρα Ιτάνζ. (Εδώ).
Got a better definition? Add it!