(Και ούντρα, εκ παραφθοράς - βλ. εδώ και εδώ).

Η βοήθεια, η αρωγή, η συμπαράσταση, η διάσωση, η βοήθεια που έρχεται στη δύσκολη στιγμή, ο από μηχανής Θεός, αλλά και το άτομο που βοηθάει, κυρίως στα στοιχειώδη αλλά σημαντικά για την επιβίωση.

Από το UNRRA: United Nations Relief and Rehabilitation Administration, η πιό γνωστή ως συμμαχική η αμερικάνικη βοήθεια.

Διεθνής οργανισμός που ιδρύθηκε το 1943, με αντικειμενικό σκοπό, να βοηθήσει τις πληγείσες χώρες του Β' Παγκοσμίου Πολέμου, με αμφιλεγόμενη όμως αποτελεσματικότητα.

Αν και ακούγεται κατά κανόνα από παλαιότερους, η λέξη έχει επικαιροποιημένη σημασία, λόγω της παρούσας (2010) οικονομικής κατάστασης στην Ελλάδα.

  1. Ήρθες σε ερημικό κάμπινγκ χωρίς φακό, χωρίς πασσαλάκια, χωρίς κινητό και τι περιμένεις; Να περάσει να σου ρίξει η ούνρα;

  2. Η κυρία αυτή είναι γνωστή σαν «ΟΥΝΡΑ», επειδή κάθε πρωί φτιάχνει γάλα για τα παιδάκια της γειτονιάς.

  3. - Δεν υπάρχει κομπιούτερ, προτζέκτορας, ίντερνετ... Και πώς θα γίνει το σεμινάριο;
    - Καλά, άμα δε τα 'χεις φέρει από το σπίτι σου, περίμενε την ούνρα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

GFE = Girl Friend Experience.

Λέξη από τη διάλεκτος των μπουρδελιάρηδων, που χαρακτηρίζει τις πουτάνες που συμπεριφέρονται ως κοπέλες σου (με κουβεντούλα, ρομαντισμό) και έτσι.

- Φίλε, πήρα τη Μόνικα χθες σπίτι, πολύ special call girl.
- Έλα ρε! Σε αποτελείωσε;
- Όχι τόσο, ήταν πολύ gfe κατάσταση. Μου θύμισε την πρώην μου, τη Λίτσα.
- Θέλω και εγώ.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

PSE = Porn Star Experience.

Λέξη από τη διάλεκτο των μπουρδελιάρηδων, που χαρακτηρίζει τις πουτάνες που συμπεριφέρονται ως πορνοστάρ (ό,τι βλέπετε στις τσόντες).

- Φίλε, πήρα τη Λάουρα χθες σπίτι, πολύ special call girl.
- Έλα ρε! χαλαρά και sexy; gfe;
- Όχι τόσο, ήταν πολύ pse κατάσταση. Λες και παίζαμε σε τσόντα!
- Θέλω και εγώ.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο ψυχολογικός πόλεμος (ΨΠ). Στρατιωτική ορολογία. Η απομείωση του διανοητικού και ηθικού δυναμικού του εχθρού, με χρήση προπαγάνδας ή, υπό ευρεία έννοια, οποιουδήποτε μέσου, με απώτερο σκοπό την υποστήριξη του αγώνα. Διεξάγεται και σε κατάσταση πολέμου αλλά και (τυπικής) ειρήνης.

Στην καθομιλουμένη, η σημασία είναι πιο περιορισμένη: οι συστηματικές ενέργειες για να πλήξουμε την ψυχολογία κάποιου ανθρώπου, ιδίως για να κάμψουμε την αντίστασή του σε κάτι, με ευθέως επιθετικές ψυχολογικές τεχνικές ή τουλάχιστον με ένα σκέλος ευθέος πλήγματος. Άλλου είδους τεχνικές χειραγώγησης (π.χ. εξαπάτηση, φούσκωμα αρχιδιών κλπ) δεν θα τις πεις ψιπί.

Για παράδειγμα, το να βάλεις κάποιον να χτυπάει τα κουδούνια του αντιδίκου σου στις τέσσερις η ώρα το πρωί πριν την δίκη είναι ψιπί. Το να τον πείσεις ότι θα ζητήσεις αναβολή στο δικαστήριο ώστε αυτός να έρθει χαλαρός και τότε να του πάρεις τα σώβρακα είναι άλλη φάση - ο στρατός θα το έλεγε ψιπί αλλά στην καθομιλουμένη θα λέγαμε απλώς (ακόμα και με θαυμασμό) ότι «τού 'παιξε φοβερή πουστιά ο δικός σου».

Από το Δημόσιο Πρόχειρο (vikar).

  1. Από εδώ:

- ΫΓ:Ο συγκεκριμενος ιδιοκτητης του σπιτιου ήθελε να δηλωσει στο συμβολαιο 100 ευρω λιγοτερα απο οτι θα του εδινα!!!!
- Μπορείς εναλλακτικά να του πεις ότι δέχεσαι να μπει στο συμβόλαιο το 1/3 του ενοικίου... και μετά να του πληρώνεις όσα γράφει το συμβόλαιο Αν αντέχεις άγριο ψιπι, είναι ότι καλύτερο μπορείς να του κάνεις.

  1. Από εδώ:

Το τι έγινε, δεν περιγράφεται. Επιστρέφοντας σπίτι μου μετά από την πρώτη ολιγόωρη διανομή, όπου ουκ ολίγα βιβλιοπωλεία είχαν αρνηθεί να το πάρουν, άκουσα από τον αυτόματο τηλεφωνητή μου όχι μία αλλά τρεις απειλές κατά της ζωής μου! Τρόμαξα ομολογώ, ήμουν και άπειρος τότε από... Ψι Πι –ήτοι Ψυχολογικό Πόλεμο-, ωστόσο συνέχισα κανονικά [...]

The Men who Stare at Goats, η αφίσα της ταινίας (από poniroskylo, 28/02/11)(από patsis, 19/05/12)

Got a better definition? Add it!

Published

Στα φανταρώνυμα του στρατού, ο Λόχος Υποψήφιων Βαθμοφόρων αρκτικολεξείται και ως Λιώνω Υποφέρω Βασανίζομαι, δείχνοντας μια άλλη εικόνα για τον εν λόγω Λόχο από τις αναλύσεις του Λινκ (Λούφα Ύπνος Βόλτα, Λόχος Υπέρ Βυσμάτων). Πρόκειται εντέλει για έναν αμφίσημο Λόχο.

- Τι την ήθελα την Λούφα Ύπνο Βόλτα; Τελικά Λιώνω Υποφέρω Βασανίζομαι.
- Δεν ήξερες. Δεν ρώταγες;

Got a better definition? Add it!

Published

Το σύνολο κανόνων και μηχανισμών λειτουργίας που διέπουν τη ζωή ενος γκικ.

Λέγεται πειραχτικά για άτομα που η μέρα τους ξεκινά και τελειώνει μπροστά από έναν υπολογιστή, είτε λόγω των συνεχών προσπαθειών τους να τον overclockάρουν, είτε γιατί λιώνουν σε οποιαδήποτε εκ των παρακάτω συνηθειών: παρακολούθηση πορνογραφικού υλικού γνωστών/αγνώστων στοιχείων (πάντα μέσω του υπολογιστή), παρακολούθηση των συνηθειών ανύποπτων κορασίδων σε ιστοσελίδες κοινωνικής δικτύωσης (stalking αγγλιστί), ηλεκτρονικά παίγνια μέχρι τελικής πτώσεως και άλλες χλιμιτζουριές.

Όλα αυτά, έναντι αντίξοων συνθηκών, όπως την αιφνίδια εισβολή της μητέρας τους στο υπόγειο, το hamster που πρέπει να του αλλάξουν τα ροκανίδια για να μπορεί να χέσει, την τουαλέτα που βούλωσε για άγνωστους για αυτούς λόγους, κλπ.

- Ρε συ, κανένα νέο από τον μαλάκα τον Νίκο έχεις; Έχω να τον δω, χρόνια και ζαμάνια.
- Γάμησε τα, από όταν χώρισε με τη Μαρία όλο μέσα μένει, μπροστά από ένα PC. BIOS και πολιτεία!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τζιτ εκ του just in time, ακριβώς στην ώρα, πάνω στην ώρα.

- Τι ώρα πήγε ν' ανοίξω ρολά;
(βαράνε καμπάνες την ώρα από το υπερπέραν)
-Τζιτ, εννιά !

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Υποκοριστικό που σχηματίζεται από τα αρχικά Ν.Δ. του κόμματος Νέα Δημοκρατία, παραπέμποντας ταυτόχρονα στην λέξη δούλα.

Πρόκειται για μειωτικό υποκοριστικό που θίγει την παρακμιακότητα και περιορισμένη εμβέλεια του κόμματος που βγήκε στη συγγρού, ενώ το -δούλα ίσως παραπέμπει σε εξαρτήσεις (και μολονότι το προφίλ της Νέας Δημοκρατίας (άκα Νέας Δημοπρασίας) είναι συγκριτικά πιο εθνικά υπερήφανο από του ΠΑΣΟΚ).

  1. Καταχρεωμένη η Νουδούλα. Στο χειρότερο σημείο μοιάζει να είναι η Νέα Δημοκρατία, η οποία μπορεί να πήγε σε καινούργιο κτίριο στη Συγγρού, αλλά ο ιδιοκτήτης του τραβάει τα μαλλιά του, αφού η αξιωματική αντιπολίτευση του χρω­στάει τα τελευταία ενοίκια. (Εδώ).


  2. Η Νουδούλα ΔΕΝ πάει εκδρομή!
    ΟΟΟΛΑ ΤΑ ΠΑΙΔΑΚΙΑ με τα καλαθάκια στα χέρια και τα σπιτικά καλούδια της μαμάς (γαριδάκια-πατατάκια άνευ πατάτας-τσήμπεργκερ του ψυγείου ή του ταχυφαγείου-κρουασάν με μπλιαχ σοκολάτα και φυσικό χυμό… κόλας, γεμάτο… βιταμίνες) ετοιμάστηκαν για την εκδρομούλα στα Ευρωπαϊκά στασίδια! Μόνο η μικρή-πικρή Νουδούλα, κάθεται και κλαίει, γιατί δεν την «παίζουνε» τα πρωϊνάδικα… (Εδώ).

  3. Όχι για μένα! Για την κακομοίρα, τη σεμνοταπεινή νουδούλα μου! (κάπου στο Φέισμπουκ).

  4. Φαντάσου να συναινέσει και η νουδούλα! (Εδώ).

Μια από τις πολυάριθμες συνιστώσες που επιδρούν στην πορεία της νου-δούλας (από GATZMAN, 22/05/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αρκτικόλεξο εκ των:
Δεν Καβλώνω,
Ναι,
Υποφέρω!

Χαρακτηρισμός (μονίμου) κατάστασης θήλεως, το οποίο καλύπτει το δράμα του ενδυόμενο με είδη της ετικέτας με το ψευδώνυμο donna karan new york.

Η φέρουσα DKNY είναι συνήθως μανιοκαταθλιπτική, ανέραστος και ενίοτε προβληματοστραφής.

Τα εύσημα στην Δ.Β, καλή της ώρα όπου και να 'ναι.

Δε χρειάζεται. Όλοι ξέρουμε από μια.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το αρκτικόλεξο Όφα (= Όπου Φυσάει ο Άνεμος) δεν αντιστοιχεί μόνο σε ένα οιονεί πολιτικό κόμμα των ανερμάτιστων και οπορτουνιστών. Οι χρήσεις του είναι ευρύτερες.

Όφα είναι γενικώς ένας τύπος γιούχου, σε φάση τρεις λαλούν και δυο χορεύουν, ομνύων στο σεπτό δόγμα του ο,τινανισμού. Περαιτέρω συμβολή στη φαινομενολογία του όφα: αναποφάσιστος, μονίμως με αίσθηση ανικανοποίησης, ευμετάβλητος, αναξιόπιστος, ασταθής, επιπόλαιος, ασόβαρος, χειραγωγήσιμος, κλπ.

Προτιμάται ιδιαιτέρως ως χαρακτηρισμός ατόμων θηλυκού γένους, προδιαθέτει εν προκειμένω η κατάληξη -α. Το όφα ως το θηλυκό του επιθέτου οφ: άκυρος, άμπαλος, άσχετος, αουτσάιντερ (αλλά όχι underdog, όρος με λεπτές, λεπτότατες νοηματικές αποχρώσεις), κλπ.

- H γκόμενα είναι όφα, τι πας να μπλέξεις;

Επειδή ως γνωστόν ενός κακού μύρια έπονται - και επειδή η σλανγκ ενίοτε αγαπά τις βάναυσες γενικεύσεις - μια γκόμενα όφα είναι, συνήθως αλλά όχι πάντα, και μπάζο, πλην των άλλων ελαττωμάτων της.

(σ.ς.: εν γνώσει και προς συμπλήρωση του ορισμού του Πονηρόσκυλου)

- Εγώ ρε αγόρι σε θυμάμαι μια ζωή με τίμια γκομενάκια, τι είν' αυτή η όφα που τραβιέσαι τώρα;

(από Khan, 31/08/11)

βλ. και όπου φυσάει

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified