Ο προλετάριος των παραλιών που δεν έχει ή δεν θέλει να πληρώσει ομπρέλα και ξαπλώστρα σε σχετική επιχείρηση και κάθεται στην άμμο με την πετσέτα του.

Πολλοί πετσετάριοι έχουν αγκαλιάσει το κίνημα της πετσέτας που διεκδικεί ισότιμη πρόσβαση στους αιγιαλούς.

Got a better definition? Add it!

Published

Ο νέας κοπής προλετάριος, που έχει υψηλή μόρφωση (από το λατινικό ρήμα cognosco= γνωρίζω)

Ο σύγχρονος νέος άνεργος δεν έχει ομοιότητες με τις γενιές των ανέργων του περασμένου αιώνα. Πολλές φορές μορφωμένος, αρκετά συχνά πλήρως καταρτισμένος με δύο και τρία πτυχία, εξοικειωμένος με τις τεχνολογίες, τις νέες τάσεις, το διαδίκτυο, τις γλώσσες, τα ταξίδια και ταυτόχρονα αποκλεισμένος, φιμωμένος και απελπισμένος. Ο σχετικά νέος όρος που ήρθε να περιγράψει αυτά τα αναδυόμενα πλήθη, ο όρος κογκνιτάριος (από το λατινικό και καρτεσιανό κόγκιτο) περιγράφει με τον καλύτερο τρόπο αυτή την περίπτωση: την περίπτωση του νέου που έχει τη γνώση, αλλά όχι τον πλούτο ή την δύναμη. Έτσι η νεότερη γενιά μεταναστεύει με κάθε τρόπο. Είτε για σπουδές είτε για την εύρεση εργασίας πάνω στο αντικείμενο που σπούδασε. είναι χαρακτηριστικό πως από τους 6 καλεσμένους ποιητές μόνο οι τέσσερεις κατάφεραν να είναι εδώ στην σημερινή εκδήλωση. Οι 2 απόντες βρίσκονται υποχρεωτικά στο εξωτερικό. ο ένας για σπουδές ο άλλος λόγω εργασίας. η απουσία τους περιγράφει με τον πιο ηχηρό τρόπο, την παρουσία του φαινομένου της μετανάστευσης, στην σημερινή εκδήλωση. Η φυγή του συγκεκριμένου κομματιού της κοινωνίας δεν λιγοστεύει απλά το παρόν αλλά πολύ περισσότερο ακυρώνει το μέλλον μια και όλα τα στοιχεία που θα μπορούσαν να το συνθέσουν, έχουν απομακρυνθεί. (Θωμάς Τσαλαπάτης).

Got a better definition? Add it!

Published

Αυτός που παίρνει αναβολικά, για να φτιάξει σώμα τούμπανο.

Άλλος ένας αναβολικάριος πέθανε από ξαφνικίτιδα στα 45 του.

Got a better definition? Add it!

Published

Ο στρατιώτης πυροβολικού. Λέγεται και πυροβολημένος.

- Σε τι σώμα υπηρετείς ρε σειρά;
- Είμαι πυροβολικάριος στη Λήμνο.

Δες και -άριος.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο στρατιώτης (με ειδικότητα διαβιβαστή) που λειτουργεί το Κέντρο Επικοινωνίας του στρατοπέδου.

-Τι ειδικότητα έχεις πάρει; -Καλή ειδικότητα, είμαι κεπικάριος.

Βλ. και Κ.ΕΠΙΚ., κουβαρίστρας.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σφιγγοκωλάριος ονομάζεται ο «μη μου άπτου», συνήθως δύστροπος / γκρινιάρης άνθρωπος, ο οποίος είναι κολλημένος με το savoir vivre και τους τύπους γενικότερα.

Εκεί που άκουγα (insert band) στο λεωφορείο, έρχεται ένας σφιγγοκωλάριος και μου λέει «σας παρακαλώ, ενοχλούμεθα σφόδρα από τον θόρυβο που εξέρχεται από τα ακουστικά σας...».

Μάλλον εκ του σφιχτού κώλου, βλ. αντίθεση με σφουγγοκωλάριος. Βλ. και πρωκτικάντζα

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χαρακτηρισμός για λεξικογράφο. Συχνά χρησιμοποιείται υποτιμητικά.

  1. Την συγκεκριμένη λέξη την έχει στο δίπορτο, για να μπορεί ο ΜΟΝΑΔΙΚΟΣ «λεξικάριος» να την χρησιμοποιεί και έτσι, και αλλιώς. Είναι ο ίδιος που ταυτίζει δήθεν ως «σχήμα λόγου» τους Μακεδόνες ως Βουλγάρους. Και η έδρα καλά κρατεί... (Πηγή)

  2. Προφανώς θα συνεχίσουμε να διαφωνούμε όσο θα διαφωνούν και οι...«λεξικάριοι». Παρεπιμπτόντως, τον Μπαμπινιώτη δεν τον έχω και σε ιδιαίτερη εκτίμηση, παρ' ότι έχει καθιερωθεί στη συνείδηση του κόσμου ως «ευαγγέλιο» τα όσα λέει. (Πηγή)

Δες και -άριος.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στην στρατοσλάνγκ είναι ο πεζικάριος, ο τζίτζικας.

Εκει εκατσα 1 μηνακι, καναμε καλή εκπαιδευση τζιτζικαριου και μετα απο 30 μέρες +. Μετα πήγα στο 9ο Συνταγμα Πεζικού στην Καλάματα. (Εδώ).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο τρολετάριος είναι ένας χαβαλές τύπος που ανήκει στην κοινωνική, και οικονομική τάξη που αποτελείται από μισθωτούς εργάτες (είναι λίγο ευφυής και με χιούμορ), το εισόδημα του οποίου προέρχεται αποκλειστικά από την πώληση της εργατικής του δύναμης και βεβαίως είναι ανάγκη για αυτόν να τρολάρει και να γουστάρει, για να ξελαμπικάρει!

Ένας τρολετάριος, γνωστός μου, συνηθίζει να αυτο-εξευτελίζεται, χρησιμοποιεί συνέχεια το βλακ χιούμορ παριστάνοντας τον καραγκιόζη, την παρεξηγημένη αδερφή, σαν να του έχει λασκάρει η βίδα (αξιοπρέπεια, αυτοεκτίμηση, τι είναι αυτά;) και για να δικαιολογείται, εκφράζει την άποψη: μη παρεξηγιέστε, ό,τι και να σας πει ο άλλος, να είστε ακομπλεξάριστοι!

τρολ (από perketis, 06/06/12)Τρολετάριοι διαδηλωτές (από Khan, 04/05/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο κομπιουτεράς, ο πληροφορικάντης.

Ο επίσημος όρος είναι πληροφορικός, αλλά κανένας δεν τον χρησιμοποιεί.

Εκ των πληροφορική και της κατάληξης -άριος (π.χ. σφουγγοκωλάριος).

Ήταν ένας πληροφορικάριος και ένας κολλητός του, αλλά ούτε αυτός είχε γκόμενα....

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified