Further tags

Το γατάκι στην ποικιλία της Κρήτης, καθώς και σε άλλες ποικιλίες, όπως της Σαλαμίνας. Χρησιμοποιείται και για άνθρωπο αδύναμο και τρυφερό.

Άντρες θαμαστούς εφτά ήπνιξα ωσάν κατσούλια (Μάρκος-Αντώνιος Φώσκολος, Φορτουνάτος, π. 1655, Δ´ 292· Δ´ 204).

Got a better definition? Add it!

Published

1.Ιδιωματισμός για την ακρίδα, σε χρήση στην Ήπειρο, σε περιοχές με επαφή με την αλβανική γλώσσα ή τα αρβανίτικα.

Ιούνιος 1932, Στα Μέγαρα έπεσαν σύννεφα από καρκαλέτσια, φάγανε όλα τα αμπέλια των Μεγάρων (Ιστορία των Μεγάρων)

2.Ο επίμονος βήχας, ο κοκκύτης, αναφερόμενος και ως κάρκαλος ή καρκαλέτζης ή καρκαλιάς.

Ο επίμονος και ιδιόρρυθμος βήχας, που σε περίοδο παροξυσμού κόβει την ανάσα, κάνει τη διαφορά και οδηγεί όλους στην ασφαλή διάγνωση: Καρκαλέτσι. Αλλιώς καρκαλιάς. (Χρήστος Παπακίτσος, "Το καρκαλέτσι και τα γιατροσόφια του", Τζουμερκιώτικα Χρονικά, 2012, σ. 28).

3.Μεταφορικά ο ψηλός και κάτισχνος άνθρωπος.

Τι καρκαλέτσι πήγε και παντρεύτηκε! Είναι σαν τη Μητρόπολη με τον Άγιο Λευτέρη.

Got a better definition? Add it!

Published

Ο Πρεβεζάνος, επειδή η σαρδέλα είναι τοπικό προϊόν.

Δεν τους άντεξε τους σαρδελάδες.

Got a better definition? Add it!

Published

Ο ταμπάκης που χρησιμοποιούσε ακαθαρσίες σκύλων (δες) και υβριστικά ο κάτοικος της Άμφισσας που ήταν γνωστή για τα ταμπάκικά της (δες).

Εγώ πάντως ως παιδί πρόλαβα τους σκυλοσκατάδες να μαζεβουν κόπρανα για τα βυρσοδεψεία. Ωραίες εποχές που μας τέλειωσαν όταν όλοι θέλαν να γίνουν σαν την Αθήνα. (Εδώ).

Got a better definition? Add it!

Published

Ο Αμφισσαίος λόγω των ονομαστών κουδουνιών και καμηλών. (Δες).

Με στείλανε στους γκαμηλοκουδουνάδες.

Got a better definition? Add it!

Published

Υβριστικός χαρακτηρισμός για κάτοικο της Αιανής Κοζάνης. (Δες).

Κορακογάμηδες, πώς βρίζονταν οι οικισμοί μεταξύ τους. (Εδώ).

Got a better definition? Add it!

Published

Σκωπτικά ο Αγρινιώτης, θεωρούμενος ως άξεστο αγρίμι. (Δες).

Οι αγριμιώτες φωναζουν πέστε κάτω γιατι έρχεται 5αρα. Ευγενική χορηγία σε όλους τους κλακαδόρους του χβ και του μάγου της ερμιονίδας. (Εδώ).

Got a better definition? Add it!

Published

Καλιαρντή λέξη, δηλώνει το τεκνό που είναι της απολύτου εμπιστοσύνης αυτού που το έχει για τεκνό. Προφανώς από τον μυθολογικό σκύλο Κέρβερο, που φύλαγε τις πύλες του Άδη.

Σκέφτομαι να στήσω χρυσελεφάντινο ανδριάντα στο με σικ γιάνκη. Είχε όλες τις προϋποθέσεις να μου ήταν συμπαθής. Έσιαξε το μπερντέ του εις την αλλοδαπή και διακατέχεται από μια προτεσταντική ηθική, σε αντίθεση με τους βλαχοκαρνιώτες μικρομέγαλους ιθαγενείς μετόχους και τις δημοσιογραφικές βουβουζέλες τους που μου προκαλούν μια α πριόρι αποστροφή. Από εκεί και πέρα όμως ...Δεν γνωρίζω αν μπενάβει την τσεκουράτη γλώσσα της αλήθειας του Νότη, τη γλώσσα των ψεμμάτων των αλητών-κλεφτών-πολιτικών, τη λογοτιμήτικη των Μελ Μελ & Μελ ή την απροσδιόριστη του πρίκηψ; Δεν ξέρω γιατί μας τίμησε με τη παρουσία του, όσες φορές ήταν εντός ελληνικού πλάνου. 'Ηρθε να προσκυνήσει το δέλτα της Κυριάκου; Να προμηθευτεί με Καλαματιανά σοκολοτάκια ή να βρει κάνα τιβουπί θήλυ να κρεμαστεί; Τον μόνο που μπάνισα ουκ ολίγες φορές ήταν το κερβερότεκνό του, ένα αγνώστου ταυτότητας αντικείμενο, ο οποίος είχε πιάσει στασίδι εντός του κοινοβουλίου και προσέθετε την τελευταία πινελιά γραφικότητας . Κοινώς είχε κουλάρει την παρουσία μας σε τέτοιο βαθμό, που είχαμε καταντήσει πλατινένιοι χορηγοί του αχόρταγου. (Πολιτικό καλιάρντεμα αποκατέ).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο τεμπέλης, ο νωθρός, ο μαχμουρλής, ο εις κατάστασιν σπαρίλης ευρισκόμενος, ο σπαριλόμπεης. Μάλλον εκ του ψαριού σπάρος (βλ. και σπαρίλα). Ο σπαρίλας είναι όχι τόσο ο οριστικά και αμετάκλητα τεμπέλης/ ατάλαντος/ μη μοτιβαρισμένος, αλλά μάλλον πιο πολύ αυτός που βαριέται να κάνει μια μικροδουλειά, έχει νωθρότητα σε μικρολεπτομέρειες της καθημερινής ζωής, βρίσκεται σε μουντ απραξίας.

  1. Οι πιο πολλοί άνθρωποι πάντως δεν άντεχαν να περιμένουν την τύχη κι έτσι τα παρατούσαν. Αλλά όχι κι ο Μπελέιν, όχι! Δεν ήταν κάνας τζιτζιφιόγκος ο Μπελέιν. Ήταν πυραυλοκίνητος ο Μπελέιν! Μεγαλείο, μέγκλα ήταν. Λίγο σπαρίλας βέβαια, αλλά τούρμπο. (Τσαρλς Μπουκόφσκι, Παλπ, Αθήνα: εκδ. Μεταίχμιο, 2015, μετάφραση: Γιώργος Ίκαρος Μπαμπασάκης).
  2. Άσε που περιμένω τελευταία στιγμή ο σπαρίλας να φτιάξω το οτιδήποτε και έχω ξεμείνει κιόλας. (Εδώ).
  3. Ως γνωστόν, είμαι μεγάλος σπαρίλας και δεν κάνω πότε κάτι μόνος μου...Θέλω πάντα παρέα :D Ακομα και για να κάνω την παραμικρή αλλαγή στο PC θα πρέπει να έχω παρέα έστω και τηλεφωνική... Αυτό είχε σαν αποτέλεσμα το σύστημα να είναι μέσα στην μπίχλα και το κύκλωμα της υδρόψυξης να είναι στα πρόθυρα του να αρχίσει να αποκτά "ζωή". (Εδώ).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified